«Μας φωνάζουν Τούρκους»! Οι μαρτυρίες των προσφύγων από τη Μικρά Ασία που συγκλονίζουν

Γράφει ο Δημήτρης Σταυρόπουλος

(δεύτερο μέρος)

Το πρώτο μέρος ΕΔΩ

Η ιστορική έρευνα έχει καταγράψει προσωπικές μαρτυρίες προσφύγων που έφτασαν στην Ελλάδα από την Μικρά Ασία το 1922.

Άνθρωποι που έχασαν τα σπίτια τους, έζησαν τη σφαγή και κατάφεραν να γλιτώσουν από αυτή ψάχνοντας καταφύγιο στην πατρίδα, για να βρουν όμως την σκληρή αντιμετώπιση των ντόπιων.

Οι εξομολογήσεις των Ελλήνων της Μικράς Ασίας, διασώζονται από τα αρχεία του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών και της

Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών για τους πρόσφυγες.

Απόστολος Μυκονιάτης  ( από το παραθαλάσσιο χωριό Ατζανός, κοντά στην Πέργαμο, απέναντι από τη Λέσβο):

«…Εμείς οι άλλοι περιμέναμε τρεις μέρες, ώσπου μπήκαμε σε καΐκια και μπαρκάραμε για τη Μυτιλήνη

Ώσπου να πατήσει το ποδάρι του ο τούρκικος στρατός στο χωριό, άραζαν καΐκια και μας παίρναν,

 Πίσω-πίσω στη Μυτιλήνη δεν μας δέχουνταν.

 Δεν είναι και πλούσιος τόπος- από ένα μαξούλι (σοδειά] περιμένει.

 Βασανιστήκαμε, κακοκοιμηθήκαμε, κακοφάγαμε, μεγάλη συμφορά πάθαμε.

 Και ποιος δεν έκλαψε νεκρούς;

 Και ποιος δεν κακοπάθησε και ποιος δεν κλαίει ακόμα;

 Μονάχα τα παιδιά που γεννήθηκαν εδώ, τ’ ακούνε σαν ψεύτικα παραμύθια…».

Αβραάμ Ελβανίδης ( ήρθε στην Ελλάδα από τον Πόντο):

«Από το χωριό το Kαράτζορεν του Πόντου βγήκαμε με την ανταλλαγή εκατόν δεκατέσσερις οικογένειες.

 Aπό τη Mερσίνα φύγαμε δυο αποστολές.

 H πρώτη αποστολή πήγε στη Θεσσαλονίκη κι από εκεί στην Άνω Bροντού Σερρών. 

H δεύτερη αποστολή, από τον Aϊ-Γιώργη του Πειραιά, πήγε με το πλοίο στο Bόλο. 

Tα Φάρσαλα είπαν ότι στην περιοχή τους δεν υπάρχουν πρόσφυγες και να έρθουν να εγκατασταθούν.

 Έτσι ήρθαμε στα Φάρσαλα. 

Tο 1924 έγινε αυτό, τέλη Oκτωβρίου. 

Eίχαμε αρρώστιες, δεν μας σήκωσε το κλίμα. O τόπος όπου χτίσαμε το συνοικισμό μας ήταν τσιφλίκι της Nομικίνας.

 Δεν ξέρω ποια ήταν. 

Aσχολούμαστε με τη γεωργία, δημητριακά, επίσης και βαμβακοκαλλιέργεια.

 Όταν πρωτοήρθαμε, δεν ήξερε ο κόσμος ελληνικά.

 Oι ντόπιοι μας κορόιδευαν, μας έλεγαν τουρκόσπορους.

 Έλεγαν ότι ήρθαμε και στένεψε ο τόπος τους. Αυτοί ήταν κακομοίρηδες.

 Εμείς καθόμασταν στο καφενείο παρέα δέκα άντρες.

 Βάζαμε και οι δέκα τα πακέτα μας με τα τσιγάρα που ανοίγαμε πάνω στο τραπέζι. 

Οι ντόπιοι απορούσαν: 

«Βρε, δέκα πακέτα τσιγάρα. 

Μήπως τα πουλάτε;…».

ΡΑΤΣΙΣΜΟΣ

Κατίνα Εμφιετζή-Μητσάκου ( Ήρθε στην Ελλάδα σε ηλικία τριών ετών.

 Η μαρτυρία της στηρίζεται σ’ αυτά που της περιέγραψε η μητέρα της Αναστασία.

 Ο πατέρας της, Ιορδάνης Εμφιετζής, εκτελέστηκε από τον τουρκικό στρατό.

 Ως Τούρκος υπήκοος κλήθηκε να υπηρετήσει σ’ αυτόν.

 Λιποτάκτησε , τον συνέλαβαν και τον εκτέλεσαν.

 Τα όσα υπέφερε η οικογένειά της τα περιέγραψε λίγο πριν πεθάνει ):

«… Από την Προύσα φύγαμε το Σεπτέμβριο του ’22, όταν κατέρρευσε το μέτωπο.

 Ένας γνωστός μας στρατιωτικός ειδοποίησε να τα μαζέψουμε και να κατεβούμε στην παραλία για να μας φυγαδέψει.

 Ήρθαν τα καράβια, τα γαλλικά, τα εγγλέζικα.

 Γέμισε η παραλία με κόσμο.

 Μια γυναίκα που ήταν έγκυος έπεσε στην πλατφόρμα και περνούσαν από πάνω της! 

Το βγάλανε το παιδί, αυτή όμως πέθανε. Με είχε εμένα η μητέρα στην αγκαλιά και καθόταν στην πλατφόρμα άκρη-άκρη εκεί στη θάλασσα, κι έλεγε αν έρθουν να μας σφάξουν, να πέσει με το παιδί της στη θάλασσα.

 Ο δε αδερφούλης μου, ο Ζαχαρίας, άφαντος!

 Πού να πάει η μητέρα μέσα στον πανζουρλισμό να ψάχνει το παιδί!

 Κάποια στιγμή ήρθε και τη βρήκε.

 «Βρε, που ήσουνα;» 

«Πήγα να κολυμπήσω!». 

Πήγε να κολυμπήσει στη θάλασσα! 

Το βάζει το μυαλό σου;

Την άλλη μέρα, πλησίασε ένα ελληνικό καράβι. 

Μπήκαμε μέσα, βρήκαμε μια θέση να καθίσουμε. 

Μια οικογένεια έστρωσε να φάνε.

 Λένε στη θεία Ελένη: εσύ έχεις ένα παγούρι νερό, δώσε μας να πιούμε και να πάμε να σας φέρουμε . 

Απ’ το καράβι, όμως, πού να φέρεις νερό; 

Το’ δωσε η θεία και μείναμε χωρίς νερό.

 Η μάνα μου έπαθε αφυδάτωση.

 Ο ξάδερφος μου, ο Σωτήρης, με το Ζαχαρία να πηγαίνουν στις μηχανές και να βάζουν κυπελλάκια να μαζέψουν τα υγρά που πέφτανε, να της φέρουν να πιει.

Βγήκαμε στη Ραιδεστό με το καράβι, κατεβήκαμε και ξανά πάλι στο τρένο για την Αδριανούπολη.

 Ο κόσμος εκεί είχε ξεσηκωθεί να υποδεχτεί τους πρόσφυγες, αλλά έγινε φασαρία με τους Τούρκους, κι αναγκαστήκαμε να μπούμε πάλι στα τρένα. 

Δεν χωρούσανε όλοι κι ανεβήκανε ακόμα και πάνω στις σκεπές.

 Κι έτσι ήρθαμε στην Ελλάδα…

 Φτάσαμε στη Θεσσαλονίκη, στα στρατόπεδα που μένανε παλιά οι Άγγλοι στρατιώτες στον ευρωπαϊκό πόλεμο.

 Εκεί πάλι, είχαν αφήσει πολεμοφόδια. Κάθε μέρα γίνονταν εκρήξεις.

 Πεθαίνανε παιδιά που πειράζανε ό, τι βρίσκανε.

 Έσκαγαν οι οβίδες και είχαμε θανάτους πολλούς.

 Κάποια φορά, η μητέρα με τον Ζαχαρία και οι θείοι μου γύριζαν τη Θεσσαλονίκη να νοικιάσουν σπίτι.

 Μα, έλεγα στη μητέρα μου μετά, στην κατάσταση που ήσασταν, βρωμεροί, τσαλακωμένοι, πατημένοι, ποιος θα σας νοίκιαζε σπίτι;

 Ποιος θα εμπιστευόταν έναν πρόσφυγα;

Κι έτσι πήγαμε στα Σέρρας – μας είχαν πει ότι εκεί είχε άδεια σπίτια – και στην αρχή μείναμε σ’ ένα αρχοντικό. 

Του «Αλή πασά», έτσι το λέγανε.

 Στη σάλα καθόταν μια οικογένεια, στα δωμάτια μια άλλη… 

Στη συνέχεια χτίσαμε σπίτι, αλλά ούτε παράθυρα ούτε κουφώματα είχε γιατί δεν υπήρχε ξυλεία. 

Το μισό δωμάτιο δεν είχε πάτωμα.

 Φέρνανε ξυλεία αλλά πού να φτάσει για όλον αυτό τον κόσμο που ήθελε να χτίσει!

Αλλά κι αφού ήρθαμε στα Σέρρας, οι ντόπιοι δε μας θέλανε.

 Πήγαινε ο θείος να πάρει ζάχαρη για το τσάι και δεν του δίναν.

 Κάρβουνα δεν δίναν σε πρόσφυγα! 

Να, ο ρατσισμός πώς ήταν! 

Εγώ μέχρι που τέλειωσα το σχολείο, στην Ελλάδα, βιβλία δεν είχα, εκτός από το αναγνωστικό κι ένα βιβλίο φυσικής! 

Η ιστορία ήταν ένα τεύχος σαν κόμικς, ούτε γραμματική είχα, τα μαθηματικά μας τα ‘λεγαν προφορικά και τα σημειώναμε.

 Κι εγώ έπαιρνα και διάβαζα από τα βιβλία των αγοριών, που τα είχαν φέρει από την πατρίδα, γιατί εκεί είχαν όλα τα βιβλία, είχαν και σάλπιγγες και κάνανε και μουσική! 

Μόνο τις σάλπιγγες δεν μπόρεσαν να φέρουν! Όλα τα είχαμε στην πατρίδα!».

ΠΕΘΑΝΑΝ ΟΙ ΜΙΣΟΙ

Ευάγγελος Γκάλας (από το χωριό Κόλντερε στη δυτική Μικρά Ασία):

«…Πήγαμε πάλι στη Θεσσαλία.

 Βάλαμε καπνά στον Αλμυρό, δουλέψαμε όλοι, νέοι, γέροι, γυναίκες και παιδιά. 

Είχε όμως ελονοσία και μας θέρισε, πέθαναν οι μισοί.

 Ο τόπος μας ξεπάστρεψε.

 Κερδίσαμε πολλά, μα τι τα θες;

 Μετά φοβηθήκαμε την αρρώστια και πήγαμε στη Θήβα. 

Μείναμε κι εκεί λίγο και κάναμε καπνά, μετά πήραμε αποζημίωση κι ήρθαμε δω. 

Μπήκαμε σε καλές δουλειές. 

Ο αδερφός μου έπιασε δουλειά στο σιδηρόδρομο- εγώ έγινα φορτοεκφορτωτής στο σταθμό.

 Πήρα και σπιτάκι στην Καισαριανή το ’26…».

Ανδρονίκη Καρασούλη Μαστορίδου (από την Άγκυρα):

«…Στους Σπαρταλιώτες έδωσαν 24 ώρες προθεσμία να φύγουν.

 Άλλοι με τα πόδια, άλλοι με αμάξι πήραν τον δρόμο της εξορίας. 

Στο δρόμο τους έγδυσαν και απ’ αυτά που μπόρεσαν να πάρουν μαζί τους. 

Οι δικοί μας είχαν την προνοητικότητα να βάλουν σόλες στα παλιά τους παπούτσια και μέσα απ’ αυτήν να στρώσουν φλωριά όσα μπορούσαν. 

Αν και τα τρύπησαν τα καρφιά του τσαγκάρη, αυτά τουλάχιστον έμειναν. 

Με χίλια βάσανα έφθασαν στην Μερσίνα.

Εκεί τους παρέλαβαν ελληνικά πλοία, δυστυχώς και ο πλοίαρχος και το πλήρωμα ήσαν εναντίον των προσφύγων. 

Τους βασάνισαν όσο δεν φαντάζεσθε.

 Νερό δεν τους έδιναν και τους ανάγκαζαν να πιουν θαλάσσιο νερό.

 Έκαμαν δεκατέσσερις μέρες στο βαπόρι, όταν σταματούσε το βαπόρι στα νησιά, μια λίρα χρυσή την στάμνα το νερό τούς πουλούσαν οι νησιώτες.

 Και ενώ με λαχτάρα τραβούσαν την στάμνα δεμένη με σχοινί, το πλήρωμα έκοβε το σχοινί και έμεναν με την λαχτάρα.

 Πάει και η στάμνα, πάει και η λίρα. 

Από τα θαλάσσια νερά που ήπιαν μια ξαδέλφη του Κυριάκου Δέσποινα Χότζογλου έπαθε μόλυνση των εντέρων εικοσάχρονη κοπέλα και ύστερα από μερικές μέρες στης πεθεράς μου πέθανε και αυτή.

Αλήθεια πόσα ανθρωπόμορφα θηρία υπάρχουν ανάμεσά μας; 

Γιατί τους βασάνιζαν τους βασανισμένους;

 Τι ήθελαν; 

Δεν έβλεπαν τα χάλια τους; 

Διωγμένοι από τη χώρα τους, από τα σπίτια τους, χωρισμένοι απ’ τα αγαθά τους, ίσως ίσως εξ αιτίας τους. 

Τι ήθελαν και ήλθαν στις χώρες αυτές; για να ερεθίσουν τα θηρία εκείνα; 

Αφού δεν ήσαν άξιοι να κρατήσουν όσα κατέκτησαν και μας άφησαν ύστερα στην οργή τους;

 Ενάμισι εκατομμύρια Χριστιανισμός εχάθη εξ αιτίας τους.

 Και τώρα στα υπολείμματα, στα ανθρώπινα ράκη, όπως κατάντησαν οι ίδιοι, είχαν τον σαδισμό να τους βασανίσουν. 

Ας όψονται οι υπεύθυνοι…».

«Ο κόσμος πέθαινε κάθε μέρα»

Καλλισθένη Καλλίδου (από τo χωριό Φερτέκι της Καππαδοκίας, κοντά στη Νίγδη).

«Δεκαπέντε μέρες μείναμε στα βαπόρια. Έπειτα φτάσαμε στον Πειραιά.

 Απ’ τον Πειραιά μόνο τα σύρματα ξέρω.

 Στα σύρματα είκοσι μέρες μας κρατήσανε. Αμάν, πολύ μας ρεζιλέψανε, πολύ μας βασανίσανε. 

Μας βάλαν στη σειρά. 

Τα μικρά και τις γριές απ’ τη ρίζα μας κουρεύανε.

 Έκλαιγα, φώναζα: — Ψάξε με, δες με, δεν έχω ψείρες!

 Με το ζόρι με κουρέψανε.

 Σαν κολοκύθι με κάνανε. 

Πολύν καιρό έπειτα ντρεπόμουνα να βγω στην αγορά να ψουνίσω.

 Μας γδύσανε.

 Ό,τι φορούσαμε στον κλίβανο, άντε, τα βάλανε. 

Παπούτσια δεν είχαμε έπειτα να φορέσουμε. Μας δίνανε να φάμε.

 Είχαμε και μαζί μας.

 Όμως στην καραντίνα μεγάλο ρεζιλίκι, μεγάλο σεφιλίκι (κακοπάθεια) ήτανε.

 Είκοσι μέρες κράτησε.

Από τον Αι-Γιώργη, απ’ τον Πειραιά, μας βάλανε στο βαπόρι, στη Θεσσαλονίκη μας φέρανε. 

Μας βγάλανε και μας αφήσανε. 

Στα σοκάκια της Θεσσαλονίκης μας αφήσανε.

 Στα σοκάκια της Θεσσαλονίκης πεταμένοι ήμαστε.

 Έτσι ξαπλωμένοι, μέσα στα σοκάκια. Περνούσε κόσμος και μας έβλεπε.

 Αμάν, ρεζιλίκι!

Πέρασε ένας άντρας, ένας τρανός. 

Μας πέταξε μια πεντάρα.

 Έπιασα την πεντάρα, φώναζα, έκλαιγα: —Εμείς έχομε λεφτά!

 Εμείς έχομε να φάμε!

 Αφήσαμε τα σπίτια μας, τόσα αμπέλια αφήσαμε! 

Δεν είμαστε ζητιάνοι εμείς! — 

Άσε την πεντάρα. 

Ησύχασε έλεγε η μητέρα μου. 

Η μάνα μου άρρωστη ήταν.

 Ένα κουβάρι μαζεμένη καθότανε.

Περνούσε ο κόσμος.

 Μας βλέπανε από μακριά.

 Δεν ερχόντανε κοντά μας: Προσφυγιά! προσφυγιά! λέγανε και περνούσανε….».

Δέσποινα Συμεωνίδου από το χωριό Κενάταλα της Καππαδοκίας, κοντά στο Γκέλβερι.

«…Στη Μερσίνα μείναμε μια βδομάδα στα σύρματα… ύστερα ήρθε το βαπόρι και μας πήρε.

 Στο ταξίδι έκανε φουρτούνα και οι γυναίκες λιγοθυμούσαν από το φόβο τους. Άκουγες φωνές, κλάματα. 

Εγώ είχα μαζί μου τον άντρα μου, τη μάνα μου και τα τρία παιδιά μου, το Χαράλαμπο, το Δημήτρη και τη Μαρίκα, από ένα ως έξι χρονών. 

Ευτυχώς δεν έπαθα τίποτε άφησα τα παιδιά σε μια γωνιά του βαποριού κοντά στη μάνα μου και κουβαλούσα νερό στις λιπόθυμες γυναίκες. 

Μερικοί άνθρωποι δε βάσταζαν από τα βάσανα που τράβηξαν και πέθαναν στο βαπόρι τους έδεσαν με σίδερα και τους πέταξαν στη θάλασσα. 

Επιτέλους φτάσαμε στον Πειραιά.

 Άλλοι κατέβηκαν εκεί εμείς συνεχίσαμε το ταξίδι για την Καβάλα

Μας πήγαν στο Τσινάρ Ντερέ, κοντά στη σημερινή Νέα Καρβάλη.

 Δυο χρόνια μείναμε εκεί κάτω από τα τσαντίρια.

 Ο κόσμος αρρώσταινε και πέθαινε κάθε μέρα.

 Πέθανε ο άντρας μου, πέθανε και το παιδί μου ο Χαράλαμπος.

 Τη νύχτα έρχονταν τα τσακάλια, σκάβανε τους τάφους και έτρωγαν τους πεθαμένους..»

ΜΑΣ ΦΩΝΑΖΑΝ ΤΟΥΡΚΟΥΣ

Δημήτριος Ρουκουνιώτης (από το αρχείο του Συλλόγου Μικρασιατών Ανατολικής Φθιώτιδας)

«Λέγομαι  Δημήτριος  Ρουκουνιώτης και είμαι 95 χρονών. Γεννήθηκα στο Αιβαλί  της  Μικράς  Ασίας.

 Έζησα εκεί μέχρι 12 ετών. 

Από εκεί και  μετά έγινε ο διωγμός.

 Όταν έγινε ο διωγμός δεν φύγαμε αμέσως.  Δεν ξέραμε τι θα πει ο διωγμός και ήμασταν χαρούμενοι, νομίζαμε ότι από εκεί θα πηγαίναμε στο γλέντι. 

 Μόλις μάθαμε ότι ερχόταν ο Ελληνικός στρατός αρπάξαμε μια βάρκα και βγήκαμε έξω από την πολιτεία.

 Πήγαμε σε ένα νησί με πολλά  γυναικόπαιδα,  απέναντι  από την  Μυτιλήνη, όπου λεγόταν Γυμνό. 

Το νησί αυτό ήταν ακατοίκητο εκτός από έναν  Τούρκο που είχε κάτι πρόβατα εκεί. 

Στο νησί δεν κάναμε τίποτα αλλά περιμέναμε τους αγγελιοφόρους για να μας πουν αν οι Τούρκοι κακομεταχειρίστηκαν τους  Έλληνες, να ξέραμε αν θα ξαναγυρίζαμε ή όχι. 

Τελικά βλέπαμε ότι οι αγγελιοφόροι πήγαν στην πολιτεία αλλά πίσω δεν γύριζε κανένας και αφού καταλάβαμε τι συνέβαινε περάσαμε στον Πολιχνίτο της Μυτιλήνης.

 Εκεί στον Πολιχνίτο  πήγαμε σε ένα μηχανοστάσιο όλοι μαζί και η πενταμελής  οικογένειά μου.

 Δέσαμε σκοινιά ,ρίξαμε κουβέρτες και  χωρίσαμε σε τεμάχια κάθε οικογένεια. Κοιμόμασταν  με άλλες δύο οικογένειες.

 Μία από απ’ αυτές ήταν  του Αϊβαλιώτη , του κουρέα, όπου τον πήραμε μαζί μας στη Στυλίδα.  

Ήρθε ένας ιχθυέμπορος από τη Σμύρνη,  Κων/νος  Τζουρός, και ζητούσε ψαράδες να τους φέρει στη Στυλίδα επειδή ήξερε ότι είχε πολλά ψάρια.

 Και αφού μας συγκέντρωσε σε πολλά καΐκια έφερε και ένα βαπόρι για να μας πάει στη Στυλίδα.

 Εμείς όμως για να πάρουμε μαζί μας και τον Αϊβαλιώτη είπαμε ψέματα στον ψαρά ότι τάχα είναι συγγενής μας και ότι δεν μπορούσαμε να τον αφήσουμε εκεί και έτσι τον πήραμε και εκείνον μαζί μας και όλοι ήρθαμε στη Στυλίδα. 

Όταν όμως φτάσαμε στη Στυλίδα οι κάτοικοί της δε μας άφηναν να βγούμε από το βαπόρι και μας φώναζαν  ‘’Τούρκους’’ . 

 Έτσι μείναμε τρεις μέρες στο βαπόρι όλες οι οικογένειες. 

Με την παρέμβαση των αρχών έληξε αυτό και κατεβήκαμε στη Στυλίδα.

 Σπίτια δεν υπήρχαν να μείνουμε και άλλοι πήγαν σε εκκλησίες ,άλλοι σε χαλασμένα σπίτια μέχρι τη σημερινή Παναγίτσα, πού ήταν μια χαμηλή εκκλησία.

 Επειδή δίναμε ψάρια τους τότε πλούσιους  της Στυλίδας μας άφησαν να μείνουμε στο σημερινό Λιμενικό Ταμείο, γύρω στις 15 οικογένειες.

 Η ζωή δεν ήταν η ίδια για όλους.

 Εμείς οι ψαράδες περνάγαμε καλά αλλά οι άλλες οικογένειες όχι.

 Το παράπονο  μου είναι ότι μας διώξανε από την Μικρά Ασία που η ζωή εκεί ήταν πολύ καλύτερη».

Κωνσταντίνα Κοντού (γεννήθηκε σε οικογένεια προσφύγων στη Στυλίδα)

«Απ’ τη ζωή μου, παιδί μου, θυμάμαι τις δυσκολίες τις πολλές και τις κακουχίες που βρήκαν οι γονείς μου απ’ τους ντόπιους, όταν ήρθαν στη Στυλίδα.

 Ήρθαν  σαν ξένοι πρόσφυγες από τα  Βουρλά της  Μ. Ασίας στη Στυλίδα και η ζωή τους έγινε αβάσταχτη, όταν μετά το 1924 που γεννήθηκα εγώ γεννήθηκαν το 1926 και το 1930 τα δυο μου αδέρφια.

 Για να τα βγάλει πέρα ο πατέρας μου, που ήταν χτίστης, πήγαινε και στην Πελασγία ακόμα, με τα πόδια για να δουλέψει.

Θυμάμαι ότι τότε ένα αβγό το χωρίζαμε στα τρία για να φτάσει για όλους μας

Δεκάρα δεν είχαμε και τα χρέη  μας πνίγαν  ως το λαιμό.

 Χρωστάγαμε και πολλά νοίκια. 

Η σπιτονοικοκυρά μας εξαγριωμένη που δεν την πληρώναμε ,ανέβηκε επάνω στη σκεπή του σπιτιού και άρχισε να βγάζει όλα τα κεραμίδια για να γιομίσουμε νερά και χιόνια και να της αδειάσουμε έτσι μια ώρα αρχύτερα τη γωνιά.

Ένα άλλο που θυμάμαι ήταν οι κακές σχέσεις που είχαν οι ντόπιοι με τους πρόσφυγες. 

 Μας φέρθηκαν χειρότερα κι από ζώα κι ας ήμασταν αδέρφια τους.

 Βλέπω τώρα πώς καλοδέχονται τους Αλβανούς για να μαζέψουν τις ελιές τους κι ανατριχιάζω.

 Για κάθε κακό που γινόταν στη Στυλίδα εμάς τους πρόσφυγες  κατηγορούσαν. 

Τα παιδιά των προσφύγων τα χτύπαγαν ,ενώ τα δικά τους τα φοβέριζαν ότι αν δεν ήταν φρόνιμα θα τα έδιναν στους  πρόσφυγες να τα φάνε.

 Οι ντόπιοι μας φωνάζανε «τουρκόσπορους» και μας καίγανε στην καρδιά.

 Εμείς είχαμε ξεριζωθεί από την πατρίδα και οι ντόπιοι μας ξερίζωναν κι απ’ τον εαυτό μας

Το μίσος αυτό έμεινε για πολλά χρόνια. 

Το 1948 ο Δήμαρχος της Στυλίδας , διορισμένος, έκρινε σωστό να κλείσει με συρματόπλεγμα τον προσφυγικό συνοικισμό έξω από τη Στυλίδα για να μας  πάρουν οι αντάρτες. 

Αλλά εμείς τρέχαμε να πάμε στους αντάρτες.

ΘΑ ΜΑΣ ΠΑΡΕΤΕ ΤΟ ΨΩΜΙ

Τασία Χρυσάφη-Ακερμανίδου(Γεννήθηκε εν πλω στο καράβι της προσφυγιάς το οποίο τους μετέφερε στον Πειραιά)

«Εκεί ήτανε το μεγάλο δράμα των γονιών μου, γιατί με το μωρό στην αγκαλιά η μαμά μου πηγαίνανε στα ξενοδοχεία και ρωτούσανε αν υπάρχει κρεβάτι, αν υπάρχει δωμάτιο και τους λέγανε “τσ!”, ούτε όχι δεν λέγανε, “τσ!” κάναν με τη γλώσσα τους και αυτό ήτανε.

 Εζήτησε λέει ένα ποτήρι γάλα για τη λεχώνα και του είπανε δεν έχουμε.

 Γιατί μας θεωρούσανε παράσιτα.

 Ήρθαν οι “πρόσφυγγες” να πάρουν το ψωμί μας, έτσι λέγανε».

Ο Γιώργος Σεφέρης στο έργο του «Ἕξι νύχτες στὴν Ἀκρόπολη» και αναφερόμενος στον διωγμό της Σμύρνης περιγράφει:

 «Ἄκουσα σήμερα ἀπὸ ἕναν πρόσφυγα τοῦτο: Βγῆκαν κυνηγημένοι σ’ ἕνα ἑλληνικὸ νησί.

 Μαγαζιά, σπίτια, πόρτες, παράθυρα, ἔκλεισαν ὅλα μονομιᾶς. 

Αὐτὸς μὲ τὴν γυναίκα του μέσα στὸ κοπάδι. 

Τὸ μωρὸ ἕξι μέρες νὰ τραφεῖ· ἔκλαιγε, χαλνοῦσε τὸν κόσμο.

 Ἡ γυναίκα παρακαλοῦσε γιὰ νερό. 

Τέλος ἀπὸ ἕνα σπίτι τῆς ἀποκρίθηκαν: 

‘Ενα φράγκο τὸ ποτήρι’.

 Κί ὁ πατέρας συνεχίζει: 

‘Τί νὰ κάνω, κύρ-Στράτη, ἔφτυσα μέσα στὸ στόμα τοῦ παιδιοῦ μου γιὰ νὰ τὸ ξεδιψάσω’».

 Σύμφωνα με πληροφορίες, το νησί στο οποίο αναφέρεται ο Σεφέρης ήταν η Χίος.

(αύριο το τρίτο μέρος)

Πληροφορίες

Janus.gr

The post «Μας φωνάζουν Τούρκους»! Οι μαρτυρίες των προσφύγων από τη Μικρά Ασία που συγκλονίζουν appeared first on Militaire.gr.

Keywords
ασια, εν πλω, το νησι, ελλαδα, μυτιληνη, στρατος, θεσσαλονικη, πειραιας, συλληψεις, δωσε, αδριανούπολη, καβαλα, νέα, δραμα, βιβλια, παγκόσμια ημέρα της γυναίκας 2012, αλλαγη ωρας, τραπεζα της ανατολης, Καλή Χρονιά, Ημέρα της μητέρας, τελος του κοσμου, αλλαγη ωρας 2013, ητανε μια φορα, η ζωη, ξανα, χιονια, ελενη, χωρες, αδεια, γραμματικη, γυναικα, γωνια, δουλεια, ζαχαρη, ζωα, θαλασσα, θηβα, μητερα, μωρο, νησι, νησια, ξενοδοχεια, ξυλεια, ρατσισμος, σημερινη, σμυρνη, χιος, ψαρια, ψαρα, ψεματα, ψωμι, ωρα, αγκαλια, αγορα, αδριανούπολη, αποζημιωση, αρρωστια, αφυδατωση, βδομαδα, βιβλιο, γαλα, γαλλικα, γεωργια, γλεντι, γλωσσα, γονεις, δεσποινα, δυστυχως, δημητριακα, δυτικη, δωματια, εγκυος, εγινε, ειπαν, υπαρχει, εκκλησια, ελονοσια, εμειναν, εν πλω, εξι, ερευνα, ετων, ζαχαριας, ζωη, ζωη μου, ιδια, εικοσι, ηλικια, υπηρχαν, μηχανες, θεσσαλια, υγρα, ιορδανης, καφενειο, κλιμα, λεχωνα, λιμενικο, λιρα, μαθηματικα, μακρια, μαμα, μισος, μυαλο, νερο, νυχτα, ξαδερφος, οικογενεια, παιδι, παιδια, παμε, παπουτσια, πεθανε, πηγαινε, πλοια, πλοιο, προβατα, πολιτεια, πορτες, ριζα, σεφερης, σιδερα, σηκωσε το, συνεχεια, σειρα, σπιτι, σπιτια, στυλιδα, στομα, σχολειο, τσαι, τρενο, τρενα, τρια, τσιγαρα, υπηκοος, φυγαμε, φορα, χειροτερα, χρυση, χριστιανισμος, ψαξε με, ψαξε, ψευτικα, ωρες, αντρες, αμπελια, δημητρης, δουλειες, δωματιο, δωσε, ειπαμε, εκκλησιες, ελληνικα, χωρα, κομικς, κοπελα, καρδια, κρεβατι, κυριακου, οργη, πληροφοριες, ποδια, θειος, σωστο, σωτηρης, ταξιδι, θεια, γεροι
Αναζητήσεις
Τυχαία Θέματα
Μας, Τούρκους, Ασία,mas, tourkous, asia