Τουρκικά μαθήματα διπλωματίας-Από τον καθηγητή Ηλία Ηλιόπουλο

   Εξ αφορμής της επετείου του Πολέμου του Γιομ-Κιππούρ (Οκτώβριος 1973)

Το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί απόσπασμα από το τελευταίο βιβλίο του Καθηγητού Ηλία Ηλιόπουλου το εκδοθέν υπό τον τίτλον: Η θέση της Τουρκίας στην Γεωγραφία της Μέσης Ανατολής κατά την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου. Μετά δεκαπέντε (15) Χαρτών  (Αθήναι: «Ρήσος», 2023).  Για πρακτικούς λόγους έχουν παραλειφθεί οι εκτενείς βιβλιογραφικές παραπομπές του κειμένου.

*********

Όπως αναφέραμε σε προηγούμενο σχετικό σημείωμά μας αναρτηθέν στην φιλόξενη στήλη του Militaire,  επισταμένη εξέταση της Εξωτερικής

Πολιτικής της Τουρκίας κατά την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου μας οδηγεί στην διαπίστωση ότι η θέση της Τουρκίας στην Γεωγραφία της Μέσης Ανατολής δεν υπήρξε τόσον «δεδομένη» (για την Δύση), όπως συχνέστατα υπολαμβάνεται ή και διασαλπίζεται. Εξηγούσαμε δε ότι, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων – όπως στην περίπτωση τής κατά την πρώτη αμερικανική στρατιωτική επέμβαση στον Λίβανο (1958) παροχής πάσης διευκολύνσεως προς τα αμερικανικά στρατεύματα από την Κυβέρνηση Αντνάν Μεντερές (Adnan Menderes) –,   η Μεσανατολική Πολιτική της Τουρκίας, ιδίως από της εποχής της αποκλιμακώσεως της Κρίσεως των Πυραύλων της Κούβας (1962) και της περιλάλητης Επιστολής Τζώνσον προς Ινονού (1964) και εντεύθεν, εκινήθη παγίως και άνευ ουδεμιάς εξαιρέσεως με αποκλειστικόν γνώμονα την προαγωγή του εθνικού συμφέροντος.

Χωρίς να ανατινάσσει το γενικόν πλαίσιον της συμμαχικής σχέσεώς της με τις Αγγλοσαξονικές Δυνάμεις της Θαλάσσης και την εν γένει Δύση, η ιθύνουσα τουρκική ελίτ επεχείρησε την αναζήτηση και τον επανακαθορισμό του ιδίου (εθνικού) στίγματος της χώρας της στην Πολιτική Γεωγραφία της Μέσης Ανατολής, εμφανώς επιζητούσα την συνεννόηση με τα Κράτη του εγγύς γεωστρατηγικού περιβάλλοντός της, ακόμη και με τα μη ανήκοντα εις Δυτικές δομές ασφαλείας ή και θεωρούμενα ως εχθρικά έναντι των Η.Π.Α. και των Συμμάχων τους (…)

Είναι, τω όντι, αξιοπρόσεκτον – και πολλαπλώς εύγλωττον για την αντίληψη της τουρκικής ιθυνούσης ελίτ περί της θέσεως της χώρας τους εντός συμμαχικών σχέσεων και δομών – ότι, από της δεκαετίας του 1960 και εξής, ακόμη και όταν η Τουρκία εφάνη, αίφνης, έτοιμη και πρόθυμη να διευκολύνει δυτικές (ανάγνωθι: αμερικανικές) στρατιωτικές ενέργειες στην Μέση Ανατολή (κατά τον Εμφύλιο Πόλεμο του Λιβάνου, π.χ.), το έπραξε μόνον κατόπιν προηγηθεισών συνεννοήσεών της με την αραβική πλευρά.

Επί παραδείγματι, κατά τους Αραβοϊσραηλινούς Πολέμους του 1967 και του 1973,  η Τουρκία κατόρθωσε να εμφανισθεί εις ρόλον «εντίμου μεσίτου» – για να δανεισθούμε την παροιμιώδη ρήση του Όθωνος φον Βίσμαρκ περί της Γερμανίας ως ehrlicher Makler  – μεταξύ Ισραήλ και Αράβων. Φανερώς, μάλιστα, η Άγκυρα μάλλον έκλινε υπέρ της αραβικής πλευράς. Πράγματι, κατά τον Πόλεμο των Έξι Ημερών (5–10 Ιουνίου 1967) η ιθύνουσα τουρκική ελίτ απέφυγε επιμελώς να ταυτισθεί με τις θέσεις του Ισραήλ αλλά και των Δυτικών Δυνάμεων της Θαλάσσης. Χαρακτηριστικώς αναφέρεται ότι, όταν, προ της ενάρξεως του πολέμου, ο Πρόεδρος της Αιγύπτου Αντισυνταγματάρχης Νάσσερ (Gamal Abdel Nasser Hussein) απεφάσισε την φραγή του Στενού του Τιράν – ενέργεια η οποία προκάλεσε την διεθνή κρίση, που εκλιμακώθη τελικώς σε σύρραξη –, η Άγκυρα απέφυγε να ενώσει την φωνή της με εκείνες των Θαλασσίων Δυνάμεων, οι οποίες απήτησαν από το Κάϊρον την εκ νέου διάνοιξη του Κόλπου της Άκαμπα για τα ισραηλινά σκάφη.    

Ακόμη σοβαρώτερον είναι το – διαπιστωθέν πλέον – γεγονός της συνεργασίας μεταξύ Αγκύρας και Αραβικών πρωτευουσών επί του τομέως των Πληροφοριών (Intelligence) – εν προκειμένω, της παροχής πληροφοριών περί των ισραηλινών προθέσεων. Υπήρξε, όντως, εντυπωσιακή η μαρτυρία ανωτέρου Ιορδανού αξιωματούχου, συμφώνως προς την οποίαν ο τότε Πρέσβυς της Τουρκίας εις Αμμάν επεσκέφθη τον τότε Βασιλέα της Ιορδανίας Χουσσεΐν Α΄ (γεννηθέντα Hussein bin Talal, βασιλεύσαντα ως Hussein I) την 3ην Ιουνίου 1967 και τον επληροφόρησε αυτοπροσώπως και εμπιστευτικώς ότι το Ισραήλ θα άρχιζε την επίθεσή του κατά των συνασπισθέντων Αραβικών Κρατών την 5ην ή 6ην Ιουνίου, δι’ αεροπορικού πλήγματος κατά των αιγυπτιακών αεροδρομίων (όπερ και εγένετο την 5ην Ιουνίου 1967).

Η επίσημη τουρκική θέση κατά και μετά τον Πόλεμο των Έξι Ημερών ομοίαζε κατά πολύ εκείνην της εποχής της Κρίσεως και του εν συνεχεία Πολέμου του Σουέζ (1956). Η Άγκυρα επέκρινε την ισραηλινή κατοχή αραβικών εδαφών και υπεστήριξε την Απόφασιν υπ’ αριθμόν 242 της Γενικής Συνελεύσεως του Ο.Η.Ε., η οποία καλούσε το Ισραήλ να αποσύρει τα στρατεύματά του από τα εδάφη, τα οποία κατέλαβε διαρκούντος του πολέμου, αλλά και επαναδιεκήρυσσε ότι άπαντα τα κράτη της περιοχής [της Μέσης Ανατολής] είχαν το δικαίωμα να ζουν εντός ασφαλών και [διεθνώς] ανεγνωρισμένων συνόρων (άρα, και το Ισραήλ). Εντυπωσιακή ήτο δε η έκκληση της Τουρκίας προς το Ισραήλ όπως επιτρέψει την επιστροφή των Παλαιστινίων στην εστία τους καθώς και η άρνησή της να αναγνωρίσει διπλωματικώς οιανδήποτε μεταβολή του συνοριακού καθεστώτος μεταξύ Ισραήλ και Αραβικών Κρατών, συμπεριλαμβανομένης μάλιστα της μη αναγνωρίσεως της κατοχής της Ιερουσαλήμ υπό του Ισραήλ.

Στο αυτό μήκος κύματος κινούμενος, ο τότε Πρωθυπουργός της Τουρκίας Σουλεϋμάν Ντεμιρέλ (Süleyman Demirel) εδήλωσε, την 11ην Σεπτεμβρίου 1967, από κοινού μετά του Βασιλέως Χουσσεΐν, ο οποίος επεσκέπτετο τότε επισήμως την Τουρκία, ότι το Ισραήλ ώφειλε να αποσυρθεί από όλα τα κατεχόμενα εδάφη και να εκτελέσει τις Αποφάσεις των Ηνωμένων Εθνών περί Ιερουσαλήμ. Αναντιλέκτως, εντυπωσιακώτερη υπήρξε η ανάλογη τοποθέτηση Ντεμιρέλ κατά την επακολουθήσασα, μόλις ολίγες ημέρες μετέπειτα, επίσκεψή του στην Ε.Σ.Σ.Δ., από όπου επαναδιεκήρυξε την αντίθεση της Τουρκίας στην βιαία κατοχή χώρας και ζήτησε άμεσο αποχώρηση των ισραηλινών στρατευμάτων από όλων των κατεχομένων εδαφών.  

Ακόμη πιο αξιοσημείωτον είναι, αναμφιβόλως, το γεγονός ότι η Άγκυρα, κατά τους πολέμους εκείνους, ανέχθηκε – και επί της ουσίας επέτρεψε – την χρήση του Εθνικού Εναερίου Χώρου της, υπό της Ε.Σ.Σ.Δ., προκειμένου να ενισχυθούν στρατιωτικώς τα εμπόλεμα Αραβικά Κράτη, ενώ από την άλλη πλευρά, δεν επέτρεψε στις Η.Π.Α. την χρησιμοποίηση των στρατιωτικών βάσεων, που οι τελευταίες διέθεταν εντός τουρκικής επικρατείας, προς ανεφοδιασμόν του Ισραήλ.

Εκ της συνεκτιμήσεως όλων των δεδομένων και παραμέτρων του ζητήματος συνάγεται ευλόγως ότι η ολοένα αυξανομένη εξάρτηση της Τουρκικής Εθνικής Οικονομίας από το πετρέλαιον της υπαγόρευε μία πολιτική εμφανώς συνάδουσα προς τις επιθυμίες των πετρελαιοπαραγωγών Αραβικών Χωρών, που είχαν συμπήξει τον O.P.E.C., και, κατ’ ακολουθίαν, μία στάση προδήλως αντίθετη προς εκείνην του Ισραήλ. Ιδίως δε η τουρκική άρνηση χρήσεως των επί τουρκικού εδάφους κειμένων αεροδρομίων και βάσεων υπό των Αμερικανών προς ανεφοδιασμόν του Ισραήλ κατά τον Πόλεμο του Γιομ Κιππούρ προξένησε την ζωηρά δυσφορία τόσον της Ουάσιγκτων όσον και του Τελ-Αβίβ. Η δυσφορία της ιθυνούσης αμερικανικής ελίτ κατέστη ορατή, όταν ο τότε Υπουργός Αμύνης των Η.Π.Α., πρώην Καθηγητής του Πανεπιστημίου της Βιργινίας (University of Virginia) και Διευθυντής της Κεντρικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (Central Intelligence Agency/CIA) Τζαίημς Ρ. Σλέσιγκερ (James R. Schlesinger), διαρκούσης συνεντεύξεως Τύπου της 26ης Οκτωβρίου 1973, εκλήθη να επιβεβαιώσει το αληθές των σχετικών αιτιάσεων και φημών, πλην όμως ηρνήθη παν σχόλιον. Από πλευράς του, ο εν τω μεταξύ ανελθών στον πρωθυπουργικό θώκο εν Αγκύρα  Μπουλέντ Ετσεβίτ (Bülent Ecevit), συνεχίζων τις καλλίτερες παραδόσεις του Κεμάλ, χαρακτήρισε την Εξωτερική Πολιτική της χώρας του ως θετική ουδετερότητα. Τούρκοι συγγραφείς χαρακτήρισαν την πολιτική εκείνη ως «πραγματιστική, θετική ουδετερότητα, κλίνουσα υπέρ των Αράβων».

Διαρκούσης της δεκαετίας του 1970, η Άγκυρα επεδίωξε έτι περαιτέρω να προσεγγίσει τα αραβικά συμφέροντα, ως εφάνη διά της υποστηρίξεως, εκ μέρους της, της αξιώσεως υπέρ ιδρύσεως και διεθνούς αναγνωρίσεως ενός Παλαιστινιακού Κράτους καθώς και, συνακολούθως, της υπό της Αγκύρας αναγνωρίσεως της «Οργανώσεως για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης» (P.L.O.) ως του νομίμου οργάνου του εκπροσωπούντος τον Παλαιστινιακό Λαό. Το άκρων άωτον της επιδεινώσεως των τουρκοϊσραηλινών σχέσεων επήλθε λίγους μήνες μετέπειτα, τον Νοέμβριο του 1975, όταν ο Πρέσβυς της Αγκύρας εις τα Ηνωμένα Έθνη εψήφισε υπέρ της Αποφάσεως της Γενικής Συνελεύσεως του Οργανισμού, προταθείσης και υποστηριχθείσης υπό των Αραβικών Κρατών, δυνάμει της οποίας ο Σιωνισμός εξισούτο προς τον Ρατσισμό.

Τα ανωτέρω ηχούν, ίσως, παράδοξα, γνωστού όντος ότι η Τουρκία είχε, ήδη πολύ ενωρίς, αναγνωρίσει διπλωματικώς το Ισραήλ. Την 28ην Μαρτίου 1949, ένα μόλις έτος από της ιδρύσεως του Ιουδαϊκού Κράτους, η Τουρκία ανεγνώρισε την ύπαρξή του de facto, για να ακολουθήσει, μετά πάροδον τριετίας (1952), και η de jure διπλωματική αναγνώριση, με παράλληλη εγκαθίδρυση και εν συνεχεία ενίσχυση των αντιστοίχων Διπλωματικών Αποστολών. Εν τούτοις, κατά την ύστερη περίοδο του Ψυχρού Πολέμου, η Άγκυρα υπεβίβαζε διαρκώς το επίπεδο των διπλωματικών σχέσεων με το Ισραήλ, φθάνοντας μέχρι του status των Επιτετραμμένων. Συγχρόνως, όμως, απέφευγε να ικανοποιήσει πλήρως τις αραβικές απαιτήσεις περί οριστικής ρήξεως των τουρκοϊσραηλινών σχέσεων. Προδήλως, οι ιθύνουσες τουρκικές ελίτ ευφυώς εσκέπτοντο, εν προκειμένω, ότι μία τόσο ριζοσπαστική κίνηση, όπως η διακοπή των διπλωματικών σχέσεων μεταξύ Τουρκίας και Ισραήλ, θα προκαλούσε σοβαρά προβλήματα στην επιδιωκομένη και διακαώς αναμενομένη έγκριση των Αμερικανικών Προγραμμάτων Στρατιωτικής και Οικονομικής Βοηθείας, τα οποία έπρεπε, κάθε φορά, να λαμβάνουν την έγκριση του Αμερικανικού Κογκρέσσου, όπου, ως γνωστόν, το φιλοϊσραηλινό «λόμπυ» διέθετε ισχυρά επιρροή.

Παρά ταύτα, η Τουρκία συνέχιζε να αναπτύσσει κατά τρόπον αυτόνομον έναντι των ΗΠΑ την Μεσανατολική Πολιτική της. Και δη, όχι μόνον διμερώς, προάγουσα τις διμερείς διακρατικές σχέσεις με ένα έκαστον των Αραβικών Κρατών, αλλά και μέσω της συμμετοχής της στον Οργανισμό Ισλαμικής Διασκέψεως (…)»

Πάντα ταύτα δε προ της Εποχής Ερντογάν…

The post Τουρκικά μαθήματα διπλωματίας-Από τον καθηγητή Ηλία Ηλιόπουλο appeared first on Militaire.gr.

Keywords
Τυχαία Θέματα
Τουρκικά, -Από, Ηλία Ηλιόπουλο,tourkika, -apo, ilia iliopoulo