VE Day: 75 χρόνια από την πτώση του Ναζισμού - Η πολιορκία του Λένινγκραντ μέσα από την πένα ενός Ιταλού δημοσιογράφου

Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος είναι γνωστός κυρίως από την μεριά των νικητών, για αυτό παρουσιάζεται ένα απόσπασμα από τον Άξονα και πως αντιλήφθηκαν οι στρατιώτες του το αιματοκύλισμα της Ευρώπης, που κράτησε από το 1939 έως το 1945.

Πολλά πράγματα είναι γνωστά για τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, όπως η μάχη του Στάλινγκραντ, η απόβαση της Νορμανδίας και οι απόπειρες δολοφονίας του Χίτλερ, κυρίως από Γερμανούς αξιωματικούς. Παρόλα αυτά, τα περισσότερα δεδομένα επικεντρώνονται στις μαρτυρίες των νικητών, ενώ σπανίζουν των ηττημένων. Όχι όμως γιατί δεν υπάρχουν, αλλά γιατί δεν αναφέρονται.

Οι λόγοι που συμβαίνει αυτό είναι πολλοί και όχι πάντα πονηροί, όπως ορισμένοι μπορεί να θεωρήσουν.

Ακολουθεί λοιπόν, η μαρτυρία του Ιταλού δημοσιογράφου και αξιωματικού Curzio Malaparte, οποίος με τον βαθμό του λοχαγού κατέγραψε την πρώτη φάση της εισβολής των Γερμανών στη Σοβιετική Ένωση, αλλά και την πολιορκία του Λένινγκραντ από τις γερμανικές και φιλανδικές δυνάμεις.

Ο κύβος ερρίφθη

«Ιδού ο Δνείστερος, εκεί μες στη στενή και βαθιά κοιλάδα, με τις όχθες από σκληρό χώμα που τις αυλακώνουν άσπρες πτυχώσεις με κόκκινες ρωγμές». Με αυτά τα λόγια περιγράφει το πέρασμα του ποταμού που σήμανε την εισβολή στην ΕΣΣΔ, από τις δυνάμεις του Άξονα και των συμμάχων τους.

«Εκεί πέρα βρίσκεται ο λαβύρινθος», τονίζει αναφερόμενος στη «Γραμμή Στάλιν», ένα σύνολο δηλαδή από πρόχειρα οχυρωματικά έργα, που είχε φτιάξει ο Κόκκινος Στρατός, ώστε να επιβραδύνει την γερμανική επέλαση. Μάλιστα, φαινομενικά δεν δημιουργεί πρόβλημα στην επέλαση του Άξονα, καθώς σε σύντομο χρονικο διάστημα καταλαμβάνεται το 1/3 της ευρωπαϊκής ΕΣΣΔ. Αποτελεί όμως ένα σημαντικό εμπόδιο και προπομπό για τις μάχες που θα ακολουθήσουν, ενώ όσοι είναι προσεκτικοί παρατηρούν ότι ο Κόκκινος Στρατός δεν θα είναι ένας εύκολος αντίπαλος.

Τα λόγια του Malaparte είναι πλήρως κατατοπιστικά. «Είναι ένα περίπλοκο σύστημα καταφυγίων από σκυρόδεμα, δαιδαλωδών χαρακωμάτων και οχυρών με ατσαλένιους θόλους. Βλέποντας την... η "Γραμμή Στάλιν" μοιάζει με μία σειρά από άσπρα γράμματα της αλφαβήτου, χαραγμένα πάνω στο χωμάτινο πίνακα της όχθης», επισημαίνει στις σημειώσεις του.

Επιπλέον, τονίζει πως μεν οι Σοβιετικοί ηττήθηκαν εύκολα στην πρώτη φάση της εισβολής, όχι όμως με άτακτη φυγή, όπως παρουσιάζει η προπαγάνδα της εποχής. Αντιθέτως, ο ίδιος αλλά και αξιωματικοί της Βέρμαχτ, τονίζουν ότι βλέπουν την πιο συντεταγμένη υποχώρηση της ζωής τους.

Πέρα από τις μαρτυρίες των στρατιωτών που βρίσκονται στην πρώτη γραμμή, δεν ξέρουν πως στήνουν ή τοποθετούν τον στρατό τους οι Σοβιετικοί. Ακόμη, τα πολεμοφόδια, όπως τουφέκια και κανόνια που αφήνουν πίσω είναι ελάχιστα, ενώ τα αεροπλάνα που κάνουν αναγνωριστικές αποστολές, δεν μπορούν να κατατοπίσουν πλήρως. Ανέκδοτο της εποχής που καταγράφει ο Ιταλός δημοσιογράφος, αναφέρει ότι "οι Ρώσοι είναι τόσο αχάριστοι που ούτε λίγο αίμα δεν αφήνουν πίσω". Το συγκεκριμένο κυκλοφορεί, καθώς ο Κόκκινος Στρατός όχι μόνο μαζεύει τους κάλυκες από τα όπλα, αλλά και τις γάζες που έχουν χρησιμοποιεί. Μάλιστα, αυτό γίνεται τόσο τακτικά, που πέρα από πτώματα και αίμα, δεν μπορεί κανείς να βρει τίποτα.

Έτσι, αρχίζει να κυκλοφορεί η φήμη ότι αντιμετωπίζουν ένα στρατό φάντασμα. Δίνεται όμως οδηγία μετά από λίγο καιρό και όσοι στρατιώτες ή αξιωματικοί χρησιμοποιούν την εν λόγω ονομασία, έστω και για αστείο, τιμωρούνται σκληρά.

Εξάλλου, η γερμανική προπαγάνδα δεν θέλει να χαλάσει την φήμη του αήττητου στρατού για την Βέρμαχτ, ούτε να διατρηθεί το κύρος της. Επίσης, όχι μόνο ο Τύπος αλλά και τα υψηλόβαθμα στελέχη τονίζουν, πως η Γαλλία παραδόθηκε σε 24ωρες και η Πολωνία σε μία εβδομάδα, με αποτέλεσμα ο στρατός να είναι ανίκητος, πόσο μάλλον όταν αντιμετωπίζει κομμουνιστές, που για την θεωρία του Ναζισμού είναι ένα τίποτα.

Όλα αυτά λοιπόν, ο Curzio Malaparte τα καταγράφει και τα δημοσιεύει εβδομαδιαίως και δεν περνάνε απαρατήρητα. Λίγο πριν την πολιορκία της Μόσχας, η Ρώμη τον ανακαλεί, γιατί η λογοκρισία του Μπενίτο Μουσολίνι θεωρεί «λάθος και προϊόν κομμουνιστικής προπαγάνδας» της θετικές αναφορές στον στρατό της Σοβιετικής Ένωσης. Μάλιστα, φήμη της εποχής λέει ότι ο Ιταλός δικτάτορας με προσωπική του επιστολή ζήτησε την σύλληψη του Malaparte, ως προδότη και την εκτέλεση του, αν και οι πληροφορίες μέχρι στιγμής δεν επιβεβαιώνουν το δεύτερο, αλλά συμφωνούν εν μέρη στο πρώτο.

Παρόλα αυτά, ο Curzio Malaparte παύεται από τα καθήκοντα του για ένα τρεις μήνες και επιστρέφει στην Ιταλία. Εκεί καθώς είχε καλό όνομα ως δημοσιογράφος προστατεύεται από τον Ιταλικό Τύπο και η Ρώμη του αναθέτει ως αποστολή την θέση του ανταποκριτή στο Λένινγκραντ.

Η ακρόπολη του Στάλιν

Αν και πολλοί μνημονεύον το Στάλινγκραντ ως σημαντικό πεδίο μάχης, στην πραγματικότητα το βάρος από την πλευρά της ΕΣΣΔ είχε δοθεί στην πολιορκία του Λένιγκραντ για δύο λόγους.

Καταρχάς, στο Στάλινγκραντ ήταν εξασφαλισμένη η παροχή υλικού και στρατού στην πόλη, καθώς βρίσκονταν κοντά στις γραμμές ανεφοδιασμού. Επιπλέον, η NKVD έχοντας παραπλανήσει τις γερμανικές κατασκοπευτικές υπηρεσίες, κινούνταν ανενόχλητη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι πως οι Γερμανοί ήξεραν για την συγκέντρωση στρατού στις όχθες του Βόλγα, αλλά θεωρούσαν ότι δεν υπερέβησαν τους 10.000 Σοβιετικούς στρατιώτες, ενώ στην πραγματικότητα ήταν το λιγότερο 150.000.

Το Λένιγκραντ αντιθέτως ήταν η ακρόπολη του Στάλιν, όχι τόσο για ιδεολογικούς λόγους. Επειδή δηλαδή έφερε το όνομα του Λένιν και ήταν πρωτεύουσα της Ρωσικής Αυτοκρατορίας. Αντιθέτως, η πόλη ήταν κοντά στις σιδηροδρομικές γραμμές που έφταναν μέχρι τα Ουράλια Όρη, εκεί που βρίσκονταν η παραγωγική μηχανή της ΕΣΣΔ.

Επίσης, οι Βαλτικές χώρες που είχαν συμμαχήσει με τον Άξονα, παρέχοντας άπλετη βοήθεια σε εφόδια και στρατιώτες. Χαρακτηριστικά, η Λετονία φτιάχνει σώμα των SS και μέσα σε τρεις μήνες συγκεντρώνει εθελοντικά κοντά στους 20.000 άνδρες, σε μια χώρα με πληθυσμό που άγγιζε οριακά το 1.500.000.

Έτσι, το Curzio Malaparte πηγαίνει στην «κόκκινη» ακρόπολη αλλά με τιμωρία να βρίσκεται στο φινλανδικό στρατόπεδο και να μην έρχεται σε επαφή με Γερμανούς. Αυτό έγινε γιατί με αυτό τον τρόπο δεν θα μπορούσε να φτάσει την πρώτη γραμμή και να ξανά γράψει καμία «κομμουνιστική προπαγάνδα». Εξάλλου, οι Φινλανδοί συμμετείχαν μεν κανονικά στο πλευρό του Άξονα, αλλά επειδή είχαν υποστεί μεγάλες ζημιές στον Χειμερινό Πόλεμο του '39 κρατούσαν τα μετόπισθεν. Παρόλα αυτά, επειδή είχαν μάθει στις αρκτικές κακουχίες της περιοχής, οι σκιερ στρατιώτες τους, έκαναν αναγνωριστικές περιπολίες.

Ο Malaparte λοιπόν, έχει μάθει το μάθημα του και κρατάει σημειώσεις, δίχως να δημοσιεύει οτιδήποτε θετικό για τον αντίπαλο.

Η μεγαλομανία της Βέρμαχτ

Εκεί ο Curzio Malaparte βλέπει πως ο γερμανικός στρατός έχει πέσει θύμα της μεγαλομανίας του και όχι μόνο δεν ακούει όποιον λέει το αντίθετο, αλλά τιμωρεί κι όλας.

Καταρχάς, υποτιμά την κατάσταση διαρκώς. Ναι μεν η πόλη είναι περικυκλωμένη, αλλά οι προμήθειες φτάνουν με υπεράνθρωπες προσπάθειες. Οι Σοβιετικοί διασχίζουν κάθε βράδυ την παγωμένη λίμνη και μεταφέρουν εφόδια και τρόφιμα σε πολίτες και στρατιώτες. Μάλιστα, η γερμανική μυστική υπηρεσία νομίζει ότι μόνο 40 φορτηγά περνούν καθημερινά, ενώ στην πραγματικότητα, περνούν το λιγότερο 300.

Επιπλέον, υποτιμούν το σθένος του κόκκινου στρατού που κρατά την πόλη με πολύ προσπάθεια. Ο Malaparte σημειώνει χαρακτηριστικά ότι «η άμυνα του Λένινγκραντ της πρωτεύουσας της κομμουνιστικής επανάστασης, έχει ενατοποθετηθεί στα χέρια των ίδιων στρατευμάτων που πρωταγωνίστησαν στην Οκτωβριανή Επανάσταση».

Ταυτόχρονα, στις κρυφές σημειώσεις του γράφει πως «και σήμερα, όπως και τότε, την ψυχή της άμυνας του Λένινγκραντ την αποτελούν οι εργάτες της μεταλλουργικής βιομηχανίας και οι ναύτες του Στόλου της Βαλτικής».

Δεν πρόκειται να πέσει έξω. Ύστερα, από 2 χρόνια, 4 μήνες, 2 εβδομάδες και 5 ημέρες, η πολιορκία του Λένινγκραντ σταματά στις 27 Ιανουαρίου του 1944. Οι δυνάμεις του Άξονα στην περιοχή που αποτελούνται από Γερμανούς, Ιταλούς και Φινλανδούς υποχωρούν και για πρώτη φορά οι πολιορκημένοι κυκλοφορούν στους δρόμους της πόλης, δίχως να φοβούνται.

Η αντίστροφη μέτρηση για το τέλος του Ναζισμού αρχίζει. Ο Άξονας όμως θα το αντιληφθεί στην πολιορκία του Βερολίνου, μόνο που αυτή την φορά οι υπερασπιστές του Λένινγκραντ είναι στην θέση του επιτιθέμενου, καθώς οι ρόλοι έχουν αλλάξει.

Curzio Malaparte

Ο Curzio Malaparte γεννιέται το 1898 και ήταν Ιταλός συγγραφέας και δημοσιογράφος. Μάλιστα, το όνομά του Malaparte αποτελεί ψευδώνυμο και παρονομασία του ονόματος του Ναπολέοντα Βοναπάρτη. Ο ίδιος λοιπόν, σε ηλικία μόλις δεκαέξι ετών, θέλει να πολεμήσει κατά των δυνάμεων της Αυστροουγγαρίας (τότε κατέχει εδάφη που σήμερα ανήκουν στην Ιταλία), κατατάσσεται στην Legione Garibaldina, μια μονάδα της Λεγεώνας των Ξένων που αποτελείται αποκλειστικά από Ιταλούς. Παρόλα αυτά, μόλις το 1915 η Ιταλία μπαίνει στον πόλεμο και στο πλευρό των Δυνάμεων της Αντάντ. Τότε, ο Curzio συμμετέχει στο σώμα των Αλπινιστών του Βασιλικού Στρατού της Ιταλίας.

Η συντριβή όμως, του ιταλικού στρατού στο Caporetto της Σλοβενίας το 1917, τον οδηγεί στο να γράψει το πρώτο του βιβλίο και αρχικά, έχει τον τίτλο Viva Caporetto!. Στο αφηγηματικό δοκίμιο, ο Ιταλός συγγραφέας αποδίδει την ήττα του ιταλικού στρατού τον Νοέμβριο του 1917 στο Caporetto, όπου σκοτώθηκαν χιλιάδες Ιταλοί στρατιώτες, στην ανικανότητα και στην ανευθυνότητα της ηγεσίας του ιταλικού στρατού και των πολιτικών που προέρχονται από τις ανώτερες τάξεις.

Επιπλέον, δυσκολεύεται να εκδώσει το βιβλίο, καθώς το απορρίπτουν πολλοί εκδότες, μεταξύ των οποίων και ο φίλος του Giuseppe Prezzolini. Τελικά τα καταφέρνει αλλά με δικά του έξοδα. Αμέσως μετά την κυκλοφορία του (1921) το βιβλίο κατάσχεται και επανεκδίδεται την ίδια χρονιά με τον τίτλο La rivolta dei santi maledetti.

Επίσης, ο Curzio Malaparte είναι γνωστός για τα αυτοβιογραφικά μυθιστορήματα του Καπούτ (Kaputt) και Το δέρμα (La pelle), στα οποία καταγράφει τις εμπειρίες του ως δημοσιογράφου και αξιωματικού από το Β Παγκόσμιο Πόλεμο.

Χάνει όμως, την ζωή του το 1957 από καρκίνο του πνεύμονα.

Keywords
Τυχαία Θέματα