Αντώνης Φωστιέρης: «Θάνατος ο Δεύτερος»

09:43 2/2/2021 - Πηγή: Diastixo

Ποιος είναι ο Θάνατος ο Δεύτερος; Και πώς έρχεται να καθορίσει τη βασική προβληματική, την πυρηνική σκέψη του Αντώνη Φωστιέρη στην ομώνυμη νέα του ποιητική συλλογή; Πρόκειται για την τελεολογική προοπτική της επικείμενης συντέλειας στο κορυφαίο έργο της αποκαλυπτικής γραμματείας, την Αποκάλυψη του Ιωάννη, όπου οι συμβολισμοί μιας εσχατολογικής αφήγησης εικονίζουν τα αμαρτήματα της γης και τη ζοφερή προοπτική της ποινικής τους εσχατολογίας. Τον επικαλείται, τελετουργικό παρακείμενο, ως exordium στη δική

του υπαρξιακή κατάδυση: Και ο θάνατος και ο Άδης/ εβλήθησαν εις την λίμνην του πυρός./ ούτος ο θάνατος ο δεύτερός εστιν./

{loadmodule mod_adsence-inarticle-makri} {loadposition adsence-inarticle-makri}

Πορευόμαστε με τα ερωτήματα. Αναζητώντας από το πρώτο ποίημα της συλλογής τον «πυρήνα του νοήματος» (σ. 9), έχοντας, από τον πρώτο κιόλας στίχο, διασφαλίσει τα «διόδια» μιας πραϋντικής εγκόσμιας διαδρομής προς τη σύνθεση του υψηλού, ποιητικού διαλογισμού. Μια διαρκής ηλεκτρική εκκένωση οι «κατά κόσμον» αποκαλύψεις του Αντώνη Φωστιέρη, έξω και μακριά από τις μακάβριες σκηνοθεσίες και τη μεταφυσική τρομοκρατία της έσχατης αφήγησης. Ο ποιητής απολύτως ήρεμος, μελαγχολικά νηφάλιος στη διανοητική και ψυχική επεξεργασία της δικής του ανωφέρειας, της βιωμένης μέσα στον χρόνο και την ποιητική του κατάθεση, προσωπικής του via dolorosa, προσφέρεται για το ταξίδι της απαρχής. Για τη στιγμή –το τρομερό εκείνο, ασύλληπτο momentum– που το συμπαντικό χάος μετατρέπεται σε αμέτρητα θραύσματα αυτόνομων κόσμων. Κι αυτό το εκρηκτικό ξέσπασμα μιας φαντασιακής υλικής πρωταρχής ο ποιητής θα το «μετακινήσει» τώρα από την παραδεδομένη του κοσμολογική σύλληψη στη θαυμαστή εικονοποιητική διεργασία της γλωσσικής δημιουργίας, της σύλληψης του κερματισμένου νοήματος ως όλου.

Η «λέξη» του Φωστιέρη –η παλίνδρομη αγωνία του για την ποίηση– μεταστοιχειώνεται τώρα μέσα στη χοάνη του δικού του, μετασκευασμένου Big Bang, σε λέξη-quark, στο στοιχειώδες πύρινο θραύσμα «ενός πυρήνα νοήματος». Και τότε, τη στιγμή που ο ποιητής υποστασιοποιεί το «στοιχειώδες σωματίδιο» της τέχνης του, τη λέξη, έρχεται να αναστατώσει το φάσμα της εικονικής του περιπλάνησης ο ανήσυχος, βασανιστικός και βασανισμένος homo cogitans: προσφέροντας στο όλον της γλώσσας την ολιστική συμπαντική νοηματοδότηση:

Κι όσο μιλάω ακούγοντας/ Μια γλώσσα ξένη όλο γυαλιά/ Θρυμματισμένα,
σκέφτομαι/ Ποιο μπορεί να ’ταν το κρυμμένο νόημα/ Του ακέραιου πυρήνα–/

Ή μήπως η έκρηξη/ Να ’ταν εκείνη/ Μόνη απ’ την αρχή/ Ο αληθινός πυρήνας/
Όλων των νοημάτων;

Μας παρασύρει ο Αντώνης Φωστιέρης στη μαγική εκτροπή των τολμηρών φαντασιώσεών του. Στο σημείο διατομής επιστήμης και τέχνης. Εκεί όπου τα πάντα στην επικοινωνία εξαρτώνται από την ευαίσθητη δεκτικότητα του υποκειμένου για την παραδοξότητα του απρόσμενου, το ίδιο στην επιστήμη όπως και στην τέχνη, και στην ποίηση. Για να αποδυθεί σε μια «ποιητική της επιστήμης», όπως έχει διαχρονικά αποδυθεί στην «ποιητική μιας φιλοσοφίας»: αίροντας στην ποιητική πράξη τα στεγανά και τις απαγορευτικές τους ρήτρες.
Με μοναδικό συντονισμό, με μια ενορχηστρωμένη χειρονομία συνήχησης επιστήμης, φιλοσοφίας και ποίησης, ο Αντώνης Φωστιέρης ξανοίγεται στην «κοσμολογία της νόησης», οργανώνοντας ένα αρχετυπικό πεδίο ποιητικής έμπνευσης. Απλώνεται στην ελεύθερη πτήση του φαντασιωτικού χώρου της Φυσικής των στοιχειωδών σωματιδίων, της κβαντικής Φυσικής, της Φυσικής του κενού και του Χάους, αναζητώντας στη διαδρομή της υπαρξιακής του ανασκαφής μια πελώρια συνθετική ψυχή, την Ψυχή του Σύμπαντος.

Τι αναζητάει λοιπόν ο ποιητής; «Ψιχία ψυχής» (σ. 10) αναζητάει, μιαν ελπίδα αθανασίας, να έχει όμως μνήμη, να έχει πρόσωπο και υπόσταση. Πού μπορεί να τη βρει; Η θέασή του παλινδρομεί ανάμεσα στις θεωρίες της επιστήμης, στις φιλοσοφικές εκδοχές περί ψυχής, στις φλεγόμενες εικόνες του αποκαλυπτικού λόγου, στον πλατωνικό ιδεαλισμό, στο δημιουργικό χωνευτήρι της σκέψης του, για να καταλήξει (;) σχεδόν αφοριστικά στην παραπλανητική «ύπαρξη» της ανυπαρξίας, στη μηδενισμένη τοπολογία του. Είναι συγκλονιστική η ποιητική μεταστοιχείωση της φυσικής θεωρίας και η συστοιχία της με πρόσωπα-ορόσημα του επιστημονικού, λογοτεχνικού, μουσικού και βιβλικού μύθου: που τα υποτάσσει στη μελαγχολία μιας αναζήτησης του ζωντανού όλου, ενός «χωροχρόνου» που θα συνενώνει μόρια ύλης και ψυχής και θα σαρκώνει ξανά τον άνθρωπο, τον Ποιητή. Αξιοπρόσεκτη η συμβολική χρήση του μήλου (επανέρχεται στο «Ψέμα της αλήθειας», σ. 36-37), που νοηματοδοτεί όλες τις παραπάνω συζεύξεις:

Μ’ άλλες μορφές περιπλανιούνται τώρα κάπου τα πρωτόνια/ Που έπλασαν τα
χείλη του Ομήρου/ Αλλού τα κουάρκς από τα δάχτυλα του Μπαχ/ Κι ίσως στο
μήλο τούτο που δαγκώνεις λαίμαργα/ Να ’χει απομείνει κάτι απ’ το μήλο του
Αδάμ/ Κάτι απ’ του Νεύτωνα/ Κάτι από κείνο του Γουλιέλμου Τέλλου./

Και ποιος ποτέ νομίζεις θα νοιαστεί/ Τι πάει στο χώμα στα νερά στον άνεμο/ Τα
πάντα χάνονται για πάντα μες στο σύμπαν/ Ξέχνα τα –/
(«Ψιχία ψυχής», σ. 10-11)

{jb_quote}Για να αποδυθεί σε μια «ποιητική της επιστήμης», όπως έχει διαχρονικά αποδυθεί στην «ποιητική μιας φιλοσοφίας»: αίροντας στην ποιητική πράξη τα στεγανά και τις απαγορευτικές τους ρήτρες.{/jb_quote}

Όλοι οι δρόμοι οδηγούν στην αγωνία της αποσύνθεσης. Της οριστικής διάλυσης. Στην έρρυθμη ποίηση της καταλυτικής αντίθεσης του Βελούδινου γκρεμού (σ. 12-13). Στην πλήξη μιας ολόκληρης αιωνιότητας, ενός πνεύματος ολόγυμνου από την άχαρη φροντίδα του κορμιού, χωρίς το δέος ή το δέλεαρ μιας Κρίσης που εκκρεμεί, η υπαρξιακή υπόθεση απουσίας Θεού, απουσίας ποίησης, απουσίας μιας δεύτερης ζωής, η παρουσία μιας ποίησης που στέγει όλα τα τελετουργικά και τα θαύματα της μετα-φυσικής φαντασίωσης. Με πολλές και διαφορετικές εικόνες και ερωτήματα, με βασανιστικές αλληλοαναιρούμενες υποθέσεις, με απεγνωσμένη αλλά επίμονη κατάδυση στο απροσπέλαστο μιας οντολογικής συνύπαρξης και μοιραίου χωρισμού ύλης και πνεύματος: ανηφορίζει εναγωνίως –αλλά και με θαυμαστή διαύγεια– στην υπαρξιακή του μέθεξη με την παγερή μοναξιά του αγνώστου. Σαν «παλιλλογία» μιας διερεύνησης των μυστικών του Σύμπαντος, η αναμέτρηση του πεπερασμένου άπορου ανθρώπου με το απαθές, αυτιστικό Σύμπαν. Ο ποιητής τού ρίχνει τα ξόρκια της τέχνης του μήπως το συγκινήσει. Αλλά ένας ανερμήνευτος θάνατος καραδοκεί πάντα. Ύπουλος, μεταμορφούμενος, των αισθήσεων και του πέραν. Υπονομεύει ακόμα και τον ίδιο τον θάνατο, επαπειλών με έναν Δεύτερο Θάνατο ό,τι ψευδαισθητικά σημαίνει ζωή: το φως του ήλιου, το χιόνι, τα ποτάμια, η άνοιξη, ο έρωτας, οι τρίλιες τ’ αηδονιού, η πανσέληνος – όλα είναι κτερίσματα για τον νεκρό που επέζησε/ Αυτόν που πέθανε νοερά/ Κι ανέστη ολόχαρος, αδιάφορος για τον επερχόμενο με καλπασμό σημειωτόν Δεύτερο Θάνατο. (σ. 22-23).

Η έσχατη αγωνία συσσωρευτικά, σε μιαν ανιούσα πορεία διανοητικών συλλήψεων του νοητού, κατευθύνει τον ποιητή δραματικά (και ειρωνικά, ως τρόπον του συνειδέναι) στη σύλληψη του αδιανόητου. Φράσεις αυτούσιες (verbatim) αρχαίων ποιητών και φιλοσόφων, και χρησμικοί λόγοι διασταυρώνονται σ’ ένα παζλ διερωτήσεων για να αρθρώσουν τον καταλυτικό «Κοσμικό Λόγο».

Ο Αντώνης Φωστιέρης βρίσκεται πάνω στη γραμμή της «επινόησης του γιατί» της ελληνικής φιλοσοφίας και με τον τρόπο που συμφύεται φιλοσοφική και επιστημονική στάση ως ποίηση. (Ας μην ξεχνάμε την ταύτισή τους στη Φυσική Φιλοσοφία των αρχαίων.) Αλλά πώς μπορεί να φτάσει στην άρθρωση μιας εντελούς απάντησης, αυτός, ως άνθρωπος, φορέας ατελούς εσαεί «θεωρίας» της ανθρώπινης γνώσης; Κάποτε υπονομεύει και τη διαδικασία της σκέψης του διαλύοντας την υφή και το περιεχόμενο του απορείν («Η σάρκα του χρόνου», σ. 28). Σε πλήρη συμφωνία με την επώδυνη πλάνη του ο ποιητής επανακάμπτει στον κόσμο των αισθήσεων και της ύλης, στα «συμβεβηκότα των πραγμάτων», ως άλλος Γαλιλαίος, που, αδύναμος να συλλάβει διανοητικά την ουσία, θα αρκεστεί να περιγράψει «συμβεβηκότα», «το ψέμα της αλήθειας», τη «διανοητική ενόραση» του ποιητή. Το κουκούτσι ωστόσο παραμένει καλά κρυμμένο:

Αυτή θα ’ναι η κόλαση λοιπόν/ Του παραδείσου:/ Μια εικονική/ Πραγματική
πραγματικότητα/ Ένα όνειρο –

Που η φλούδα του/ Κρατάει καλά κρυμμένο/ Το κουκούτσι.
(«Το ψέμα της αλήθειας», σ. 36-37)

Όμως, θα μας έχει πει: το ψέμα της αλήθειας κουβαλάει την ποίηση. Δεσμώτης και ο ποιητής, μέσα στην πλατωνική σπηλιά που συσκοτίζει την αλήθεια. Η διαφορά του από τους άλλους «συγκρατούμενους» είναι ωστόσο ηχηρή: ο ποιητής γνωρίζει – τι; Ότι η όλη κίνηση είναι μέσα σε κόσμο ειδώλων, όπου ακόμα και η «αλήθεια» του ποιήματος υπονομεύεται.

Ένα ποίημα σαν κι αυτό/ Που μόλις τώρα αρχίζεις να διαβάζεις/ Που να μιλάει/
Για ένα ποίημα σαν κι αυτό/ Που μόλις άρχισες πριν λίγο να διαβάζεις […]

Γράφεις αυτό/ Ή/ Ένα ποίημα/ Σαν κι αυτό.
(«Θέλω να γράψω», σ. 44)

Μια ανοικείωση με την ύπαρξη ο φιλοσοφικός πεσιμισμός του ποιητή («Ζωή», «Απέναντι», «Κατ’ εικόνα», «Χώμα σάπιο», σ. 32, 33, 34, 35 αντίστοιχα). Χρόνος, παρελθόν, παρόν, μέλλον, «ο παμφάγος ιστός», «η αεικίνητη του χρόνου ακινησία», η προσωποποιημένη σάρκα του ντυμένη το σώμα σου (του ποιητή, του Ανθρώπου), «το ακοίμητο εργοστάσιο του σώματός σου» –ένα εκτεχνικευμένο σώμα–, κι ένα Πνεύμα σε διαρκή παιχνίδια πρωτείων με την Ύλη: η Ζωή στο πιο γνήσια απελπισμένο παιχνίδι αγνωστικισμού.

Κι όμως ο ποιητής, κάπου εκεί στο τέλος του ταξιδιού, στο όριο μιας αγέλαστης σύννοιας, με χαμηλότονες νότες θα εκπέμψει το αισιόδοξο κάλλος του ακροτελεύτιου στίχου του: «Ζω».

Δες πόσο μίζερη καμιά φορά η γλώσσα/ Πόσο αχάριστη.

Το πιο μεγάλο δώρο/ Το ανταπέδωσε/ Με το μικρότερο/ Μικρό της ρήμα:// «Ζω».
(«Ανταπόδοση», σ. 54)

Όπως «καταδικασμένη» και η μεγάλη ποίηση: να ζει! Και να ψαύει άοκνα τη φύση του μεγάλου μυστηρίου – της ζωής και της ζωής της ποίησης…

Θάνατος ο Δεύτερος
Αντώνης Φωστιέρης
Εκδόσεις Καστανιώτη
σ. 64
ISBN: 978-960-03-6797-3
Τιμή: 8,00€

Keywords
Τυχαία Θέματα
Αντώνης Φωστιέρης, Θάνατος, Δεύτερος,antonis fostieris, thanatos, defteros