«Σαν άλλος Σαούλ» του Νίκου Κωσταγιόλα

[ Εφήμερος: ]

Εωθινό με ρόδα και φτερώματα

– Έξω θα πρέπει να έχει ένα σκληρό φως
– Κι εκείνες οι φωνές που τον καλούσαν;

Κάθε πρωί ξυπνώ με τα κρωξίματα των γλάρων να κρέμονται αρμαθιές απ’ τον μικρό φεγγίτη.
Κατόπιν και τσιτώνοντας τ’ αυτιά μου διακρίνω ανάμεσα στα λόγια τους,
πότε χαρούμενα πότε μετανιωμένα, ένα «έλα» να επαναλαμβάνεται –
κι ευθύς ανθίζουν πάνω στην καρδιά μου χιλιάδες πολύχρωμα, σουβλερά τριαντάφυλλα.

(39°32'51.2"N 19°54'45.7"E)

[ Σειληνός: ]

Ιαματικό

της Κορυφώς

Μεσημέρι της γλαυκής δροσιάς
συνυφασμένο με το σιγανό ψιχάλισμα
του Ζέφυρου
στον σβέρκο γέρικης κληματαριάς
κι ο ουρανός πάντοτε ασπίλωτος
καθώς το βλέμμα σου ερευνά
αντίκρυ απ’ την ανοιχτωσιά του πέλαγου
την Ήπειρο με τις μαλαματένιες της κορφές
με τα στιλπνά,
τα φιλντισένια σπίτια που φεγγοβολούν
κάτω απ’ το λιόγερμα

Χουφτιάζεις την άμμο
την ταξιδεύεις στην παλάμη σου
κι οι κόκκοι γίνονται αφή καλοκαιριού
που θεραπεύει το κορμί
κι από τον πλέον πεισματάρη κάματο
καθώς τα έμπιστα κρόσσια του ήλιου
ούτε λίγο, ούτε πολύ
μα ό σ ο χ ρ ε ι ά ζ ε τ α ι
σου ψαύουν την καρδιά
κι αυτή ψηλώνει.

[ Αφηγητής: ]

Βραδιάζει. Απ’ τη μισάνοιχτη μπαλκονόπορτα τρυπώνει πια ένα μαλθακό φεγγαρόφωτο,
λούζοντας τ’ αγκαλιασμένα τους κορμιά – η πρόσκαιρη ανακωχή πριν την αντάρα.
Τώρα έβλεπε κάπως καθαρότερα. Όχι, δεν ήταν κάθε καλοκαίρι ίδιο· δεν του έβγαζες όμως
απ’ το μυαλό ότι υπήρχαν κάποιες σταθερές, κάποια ανάλλακτα στοιχεία ικανά να συνδέσουν
κάθε ετήσια εκδοχή της εποχής αυτής σε ένα απαρέγκλιτο συνεχές απ’ την ανατολή στη δύση του,
και από κει ως την νομοτελειακή ανάστασή του ένα χρόνο μετά, και τούτο επ’ άπειρον·
λαβές απ’ όπου ήταν δυνατό να πιαστεί σ’ εκείνη την ειδάλλως λεία, γλιστερή πλαγιά
που είχε κληθεί να σκαρφαλώσει. Κάπου αόριστα μακριά και δίχως να το ξέρει,
ένας παντεπόπτης τραγοπόδαρος θεός, με μάτια καρφωμένα επάνω του κι αμείωτο ενδιαφέρον,
συγκατένευε.

[ Εφήμερος: ]

Ανακαλύπτοντας τον Άλλον

(Η πορφύρα του ήλιου
ανάμεσα από τις γιγάντιες φέρουλες
σκορπίζοντας τη νύχτα)

Κι όπως τρυγούσε ο αέρας των μαλλιών σου τις δροσιές
κι αργοξετύλιγε ένα σούρουπο τα χρώματά του
είπα
–για να μη μένει στην απέξω η ακοή–
να γείρω επάνω σου
και μέσα τους ν’ ακούσω
μα όπως έσκυβα

Τι βόμβος αρτεσιανός, τι χείμαρροι
και τι φτερούγισμα χιλιάδων πεταλούδων
με βρήκε πλάι σου έκθετο
που βέλαζα
σα λαβωμένο αγρίμι
μα εσύ
αγέρωχη –αμείλικτη–
λες κι ήταν όλα αυτά για σένα απλά
μια συνιστώσα πληκτική του μεγαλείου σου
ούτε που σκίρτησες

Μονάχα ρέμβαζες ατάραχη όλο ρέμβαζες
αντίκρυ επίμονα στου λόφου το τιρκουάζ
πώς αναβόσβηναν τα πεύκα κι ανταλλάσσανε
ρυθμούς κι ειρμούς χερουβικούς τα κρασοπούλια.

(39°32'16.5"N 19°54'41.7"E)

[ Σειληνός: ]

Το καλοκαίρι αναγεννάται αέναα

Πόσες γυαλόπετρες
πόσα κοράλλια πλουμιστά
να συνάξω για σένανε
προαιώνιε έρωτα
κορμί αγαλματένιο
του καλοκαιριού

Πλάι σε άμμο χρυσαφιά ξαπλώθηκες
νωχελικά φυσώντας τ’ αλαβάστρινο
κέρας του Πρωτέα
όψεις στον ήλιο αλλάζοντας, μορφές
στον ίσκιο του αδιαλείπτως

Έτσι κι εγώ σαν άπλωσα
για να θωπεύσω
το λιοκαμένο σου είδωλο
μέσα απ’ τα δάχτυλα ξαγλίστρησες
σαν θολωμένη μνήμη του νερού
σαν αύρα αλαφροΐσκιωτη που παλιννόστησε
να ξαναγεννηθεί
στο αγκυροβόλι του ίμερου
στου αέναου παφλάσματος τη μήτρα

Μονάχα το κοχύλι σου λησμόνησες
κείνον τον γραμμωτό ναυτίλο
που φυλαχτό τον βάστηξα
σάρκα πάνω στη σάρκα μου
για να μπορώ σαν πέφτει η νύχτα
–με μοναξιές κατάστιχτη–
στ’ αυτί μου να τον ακουμπώ
και ν’ αφουγκράζομαι καημούς θαλασσινούς:
την άχνα του πνιγμένου ναυτικού
της γυναικός το μάταιο καρτέρεμα
και το πανάρχαιο άρπισμα
της φόρμιγγας του Οδυσσέα.

[ Εφήμερος: ]

Νεκρή φύση με ανοιγμένο ρόδι και άστρα

(Κι αν είμαστε παιδιά των αστεριών
να ’ναι η μελάσα η ύλη;)

Ήταν πανσέληνος και το φεγγάρι φόραγε μια προσωπίδα ερυθρόδερμη.
Το ταίρι του μια πυρκαγιά στη θάλασσα, μακρόστενη, σα μιναρές.

Ο κόλπος της Γαρίτσας δεξιά, η Κόντρα Φόσσα απ’ τα ευώνυμα κι εμείς στο κέντρο
να μικραίνουμε ρεμβάζοντας το Απόλυτο, το διάρρηκτο ρόδι του κόσμου.
Πιο κει οι καταμαρτυρώντας το άρρητο, οι αγρικώντας τον τριγμό της πλάσεως,
οι θωρητές του άθωρου αγιασμού, κάτι στρωτοί λεβέντηδες αδιόρατοι.

Διαγώνια στραφτάλιζαν οι πόρπες της νυκτός, ο Δίας κι ο έκπτωτος πατέρας του
που ίσα που φαίνονταν, γόνοι αλλόμορφων θεών, φιλήδονων κι αχρείων.
Από καιρού εις καιρόν μου ’ρχόταν πως κατόρθωνα ν’ αφουγκραστώ τον χρόνο
που έπηζε μετέωρος για μια στιγμή, κι ύστερα πάλι κατρακύλαγε βουώντας προς τις στήλες.

Τα ρέστα τ’ άστρα τα ετεροθαλή στο βάθος σπάραζαν.

(39°37'17.2"N 19°55'29.9"E)

[ Σειληνός: ]

Ανεκπλήρωτο

Λειμώνες των φυκιών πλεγμένοι μ’ άστρα
που σύναξα και χάραξα κάποια πανσέληνο
στην άμμο τ’ όνομά σου που ξεθώριασε
εκεί που τώρα κείτονται τα ερειπωμένα
κάστρα των ξυπόλυτων παιδιών
αυτών που βγήκαν στ’ ανοιχτά
να λύσουν το αίνιγμά σου

Τώρα τα χαλκευμένα μπράτσα τους
κοσμούνε άγκυρες σταυρωμένες
τώρα αρμενίζουνε τα πλοία τους
μ’ ακρόπρωρο την πεθυμιά
με δίχως μπούσουλα, με δίχως ειμαρμένη
κι επάνω στις πεταλιδόστιχτες καρένες τους
γράφει μ’ ολόφλογη μελάνη
«Τ’ Ανεκπλήρωτο»

Τάχα τι να ’γιναν εκείνα τα παιδιά;
μια μέρα ο άνεμος τιτίβιζε πως μια
γοργόνα δέσποινα
τους βρήκε μεσοπέλαγα
ρωτώντας και ξανά ρωτώντας
αν ζούσε ο βασιλιάς Αλέξανδρος
μα κείνα πια αποκρίθηκαν
πως Διγενή τον λένε

Ίσως κάπου να δέρνουνε τη σάρκα τους τα κύματα
κι απ’ τα μπλαβιά βασιλεμένα μάτια τους
να εξακτινώνεται κατάφωτο
τ’ αστέρι του Νοτιά ή ο πυρρός Αλδεβαράν

Ίσως κάπου το δέρμα τους ο τροπικός να οργώνει
και μες στο στήθος να σφυροκοπούν το ξέφραγο
όλοι οι ανταρτεμένοι αέρηδες
του Αιόλου οι μενεστρέλοι

Κι απ’ τα μπαταρισμένα γένια να ξεχύνονται
μιλιούνια γλάροι μαυροκέφαλοι
και τοξωτά δελφίνια
εκεί όπου ο κάβουρας ασκήτεψε και μύθευσε
κι απήγγειλε Όμηρο από στήθους

Όμως τι να ’γιναν εκείνα τα παιδιά;
και πού να τριβελίζεται ο λύχνος της καρδιάς τους;
κανείς δεν ξέρει
κανείς δεν έμαθε ποτέ

Η αγαπημένη προσμένει ακόμα
φάρος ασίνιαλος
ξερακιανός
κοκαλωμένος
στην ακροβραχιά.

Ο Νίκος Κωσταγιόλας γεννήθηκε το 1993 στην Αθήνα. Σπουδάζει πληροφορική. Ποιήματα, καθώς και μεταφράσεις του, έχουν φιλοξενηθεί στον ηλεκτρονικό και έντυπο Τύπο.

Keywords
Τυχαία Θέματα