«Συγγραφική αγωνία» της Ελένης Λαδιά

Στην νεότητά μου ερχόσουν αυτοβούλως και πάντοτε με πρωτεϊκή μορφή. Έτσι, ποτέ δεν σε αναζήτησα ούτε σε περίμενα. Δεν ήταν όμως μόνον ο χρόνος σου άγνωστος αλλά προβληματική και η μορφή σου, που άλλαζε κάθε ημέρα, για να μην πω κάθε ώρα. Πότε με έβρισκες στο όνειρο που γινόταν μαζί σου καρποφόρο, πότε στον οποιοδήποτε τόπο ή χρόνο. Πράγματι, ο χωροχρόνος υπήρξε πάντοτε συνάρτησή σου. Ερχόσουν ζωηρή και δροσάτη, δυναμική και με ξετίναζες από τις ονειροφαντασιώσεις μου, δηλώνοντας το τέλος του κατακλυσμού που παρέσερνε την ψυχή μου, ίδια με το αρχέτυπό σου, το περιστέρι

του Νώε. Έτσι κι εσύ ήσουν στα κατάλευκα ντυμένη σαν νύφη, όπως η βιβλική περιστερά.

Αργότερα, φοβισμένη κι εσύ, όπως εγώ, με τις νέες εποχιακές συνθήκες, που ζητούσαν κατάργηση κάθε αριστείας, να μην ξεχωρίζει δηλαδή στάχυ στο περιβόλι του τυράννου Περιάνδρου, αυτές τις συνθήκες που αχρήστευαν κάθε καινοτόμο λόγο και γραφή, καταχωνιάστηκες και δεν ερχόσουν πλέον. Κι εγώ, στα γηρατειά μου, στο χαλεπόν ομηρικό γήρας, δεν έχω την δύναμη να σε κυνηγήσω. Έμενα ακάλυπτη, χωρίς έμπνευση πλέον και χωρίς έργο. Κάποτε που πέρασες από μπροστά μου, σε ρώτησα για την εξαφάνισή σου. «Γιατί; Γιατί τώρα δεν έρχεσαι; Γιατί με εγκατέλειψες στα κρίσιμα χρόνια της ζωής μου; Πολλοί και μεγαλύτεροί μου εξακολουθούσαν να δέχονται την επίσκεψή σου, γιατί συνέβη αυτό σε μένα;» συμπλήρωσα με παράπονο.

Στην αρχή με προσπέρασες, δεν καταδέχτηκες να με προσέξεις αλλά μετά, βλέποντας το απορημένο και λυπημένο μου πρόσωπο, απάντησες: «Πάνω από μισό αιώνα έρχομαι κοντά σου αυτοβούλως, χωρίς ποτέ να καταδεχθείς να με καλέσεις. Προλάβαινα κάθε σκέψη και επιθυμία σου. Δεν ικανοποιήθηκες λοιπόν με αυτό; Τι μου ζητάς τώρα; Δεν ξέρεις πως εγώ είμαι ελεύθερη σαν πουλί και λεπτή σαν φτερό πεταλούδας;»

«Είμαι κενή χωρίς εσένα», απάντησα δειλά. «Δεν αναγνωρίζω την ύπαρξή μου».

«Χιλιάδες άνθρωποι από καταβολής χρόνου ζούνε χωρίς έμπνευση και δεν παραπονούνται. Αρκούνται να βλέπουν και να θαυμάζουν, δίχως να θέλουν να προσθέτουν τις δικές τους γιρλάντες στον κόσμο. Και με γιρλάντες εννοώ τα έργα που προκύπτουν από την κυοφορία της έμπνευσης, ποιήματα ή πεζογραφήματα, ζωγραφικά ή μουσικά έργα. Αυτοί οι άνθρωποι ξέρουν να θαυμάζουν τα έργα της φύσης και του χρόνου, γνωρίζουν να αγαπούν καθαυτή την ομορφιά, χωρίς πρόσθετες δικές τους περιγραφές και φαντασίες. Όχι, τώρα δεν μπορώ να έρθω κοντά σου, γιατί μου είναι δύσκολο. Κι εσύ βάρυνες, άλλαξαν οι ώρες της ζωής σου, αφήνεσαι να σε παρασέρνει ο χρόνος δίχως πρόγραμμα, γίνεσαι φτερό και σε πηγαινοφέρνει ο άνεμος. Κι εγώ η έμπνευση, επειδή είμαι ρέουσα και λεπτή, χρειάζομαι σταθερό αποδέκτη».

Το ήξερα από καιρό πως δεν διέθετα καμία σταθερότητα. Χωρίς να το θέλω, αφηνόμουν στην ανημποριά μου. Ένα τεράστιο μηδενικό υπονόμευε την ζωή μου, γινόταν ασφυκτικός κύκλος, ανυπόφορος πυρετός. Ήταν δύσκολες οι κινήσεις μου, πρόσεχα να μην πέσω, γερνούσα αλλά το μόνο που με ενδιέφερε ήταν η έμπνευσή μου, γιατί ήταν μια άλλη όψη της νεότητας. Γινόταν όμως κι αυτή οκνή και περιοριζόταν μόνον στον χώρο του κρανίου μου, εμποδισμένη από το σχεδόν αδρανές σώμα μου. Γνώριζα πως ήταν ρέουσα σαν ηρακλείτειος ποταμός, κι εγώ δεν ήμουν καλή κολυμβήτρια. Έτσι διαρκώς μου διέφευγε, χωρίς να την προλαβαίνω. Τότε σκέφτηκα ένα σχέδιο σχεδόν σατανικό: να της σκλαβώσω την ελευθερία της, να μένει πάντοτε κοντά μου, εξαρτημένη από την δική μου θέληση και κινητικότητα. Να μην τα πολυλογώ: να την αλυσοδέσω σαν σκλάβα!

Είναι αλήθεια πως κοπίασα πολύ γι’ αυτό, μου πήρε χρόνο. Όμως στο τέλος κατάφερα να την καρφώσω στον τοίχο του γραφείου μου, για να την βλέπω. Ήταν όμορφη σαν ψεύτικη πεταλούδα, λυγερή και γοητευτική! Της πέρασα μάλιστα και αλυσίδα στα πόδια, για να μην φύγει. Ήταν δική μου ολοκληρωτικά, εγώ την είχα, και όταν θα θεραπευόταν το πονεμένο μου σώμα, θα την τιμούσα, όπως της άξιζε. Ησύχασα με την τοποθέτησή της και για καιρό δεν την σκέφτηκα. Κι όποτε ερχόταν κάποια σκέψη βιαστική, την καθησύχαζα λέγοντάς της πως η έμπνευση είναι σε καλό τόπο.

Μια ημέρα αποφάσισα να την επισκεφτώ. Αισθανόμουν λίγο καλύτερα, η άτιμη αδράνεια με άφησε για λίγο, έγινα ξανά κινητική, όπως παλιά. Όχι ακριβώς: μια ανταύγεια κινητικότητας ήμουν. Μια αντανάκλαση, μια αντηλιά στον χώρο της σκληρής εντροπίας. Είδα, αλλά τι είδα! Η έμπνευση που είχε γίνει πολύχρωμη πεταλούδα μαράθηκε, ήταν πλέον μονόχρωμη, μια καφετιά φλούδα σαν γέρικα χέρια είχε καλύψει το σώμα της. Το κατάλαβα με πόνο ψυχής: είχε μαραθεί, είχε πεθάνει όταν στερήθηκε την ελευθερία της. Και η ένοχη ήμουν εγώ!

Keywords
Τυχαία Θέματα