Atelier Dusk Trilogy Deluxe Pack - Review

Όταν η σειρά είναι σε τέλμα και βασίζεσαι σε επανεκδόσεις.

Το στούντιο της Gust Go. Ltd έγινε γνωστό στην ιαπωνική gaming βιομηχανία με τη σειρά Atelier, γεγονός λογικό θα λέγαμε, αφού το ιαπωνικό στούντιο απομακρύνθηκε από τα χνάρια που ακολούθησαν ή δημιούργησαν άλλες ομάδες ανάπτυξης JRPGs και ακολούθησε το δικό του δρόμο. Συγκεκριμένα, το εναρκτήριο λάκτισμα έγινε με το Atelier Marie στο μακρινό 1997 (μόνο για την ιαπωνική αγορά), όπου η δεκαεννιάχρονη πρωταγωνίστρια/ ηρωίδα Marie ήταν η χειρότερη μαθήτρια (αλχημίστρια) σε ολόκληρη την τάξη της, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα να φλερτάρει

με την αποβολή της από τη σχολή.

Ωστόσο, οι καθηγητές της Marie, της παρείχαν μια δεύτερη ευκαιρία, προσφέροντάς της το δικό της εργαστήριο (Atelier) με την προϋπόθεση ότι θα δημιουργήσει ένα εξωπραγματικό αντικείμενο μέσα σε πέντε έτη. Οπότε, για εκείνη την εποχή, είχαμε μια πρωτότυπη διαδικασία συλλογής και δημιουργίας (harvest και crafting) αντικειμένων, όπως παρομοίως πρωτότυπο ήταν και το χαρακτηριστικό του χρονικού ορίου, το οποίο οδηγούσε σε αντίστοιχο ending.

Όλα αυτά τα αρκετά ενδιαφέροντα χαρακτηριστικά, που έκαναν ξεχωριστή τη σειρά Atelier, ισχύουν μέχρι και στους σημερινούς τίτλους της. Ωστόσο, το μεγάλο πρόβλημα της Gust Go. Ltd είναι ο χρόνος ανάπτυξης των τίτλων της. Δηλαδή, από τη στιγμή που το στούντιο αναπτύσσει τίτλους της σειράς σε ετήσια βάση, είναι αυτονόητο πως θα δημιουργηθεί η αναπόφευκτη αίσθηση του Déjà vu. Εξάλλου, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως στη συνάρτηση του ίδιου προβλήματος ανήκουν και τα δύο καινούργια IPs (Nights of Azure και Blue Reflection) του στούντιο, για τα οποία είχαμε αποτυπώσει τις εντυπώσεις μας σε παλαιότερα κείμενα.

Αυτό έγινε πιο κατανοητό και παράλληλα εμφανές μέσα στo 2019, όταν το στούντιο ανέπτυξε και κυκλοφόρησε δύο κεντρικούς τίτλους Atelier (Lulua και Ryza) και ένα spin-off (Nelke & The Legendary Alchemists). Η κυκλοφορία τριών τίτλων μέσα σε ένα έτος είναι λογικό να κοστίσει στο συνολικό budget του κάθε ενός εξ αυτών, κάτι που αποδεικνύεται και από τις πωλήσεις τους, αφού από το συγκεκριμένο πλήθος, ο τίτλος που ξεχώρισε ήταν μόνο το Ryza. Όμως, ο λόγος που ξεχώρισε δεν ήταν ότι έκανε κάτι καινοτόμο σε σχέση με το παρελθόν της σειράς, διότι το μόνο που άλλαξε ήταν το character design της ομώνυμης ηρωίδας, η οποία απέκτησε περισσότερες καμπύλες και έγινε ακόμα μια αγαπημένη “waifu” για το ιαπωνικό gaming κοινό.

Σε αυτό το σημείο είναι λογικό να δημιουργηθεί το εξής ερώτημα: "Τι σχέση έχει η συγκεκριμένη ιστορική αναδρομή του franchise με την τριλογία Atelier Dusk που αξιολογείται στο παρόν κείμενο;". Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα είναι απλή. Αφού οι τίτλοι αρχικά κυκλοφορήσαν με χρονική διαφορά ενός έτους μεταξύ τους, είναι αυτονόητο να βρεθούν στη λούπα της αίσθησης του Déjà vu, κάτι που σημαίνει πως αν έχετε παίξει έναν τίτλο, θα είναι σαν να έχετε δοκιμάσει και τους υπόλοιπους αφού οι διαφορές τους είναι μηδαμινές.

Αυτό εξάλλου θα γίνει περισσότερο κατανοητό από την ανάπτυξη και ανάλυση των χαρακτηριστικών που θα κάνουμε για τους τρεις τίτλους, ξεκινώντας με το σενάριό τους. Ο πρώτος τίτλος -και αρχή της τριλογίας- είναι το Ayesha: The Alchemist of Dusk, που μας βρίσκει να ακολουθούμε τα βήματα της ομώνυμης ηρωίδας, η οποία ζει μόνη της στο εργαστήριο (Atelier), κατασκευάζοντας φάρμακα, μέχρι τη στιγμή που βιώνει ένα περίεργο όνειρο και εμφανίζεται η χαμένη της αδελφή. Έτσι, η ηρωίδα μας αποφασίζει, μέσα από το ταξίδι της αλχημείας, να προσπαθήσει να τη βρει.

Στη συνέχεια έχουμε το Atelier Escha & Logy: Alchemists of the Dusk, που διαδραματίζεται τέσσερα χρόνια μετά από τα γεγονότα του Ayesha. Στον συγκεκριμένο τίτλο έχουμε την επιλογή να διαλέξουμε έναν από τους ομώνυμους χαρακτήρες (Escha & Logy), οι οποίοι είναι αλχημιστές και καλούνται να βοηθήσουν με τις δυνατότητές τους την ανάπτυξη του απομακρυσμένου χωριού Colseit. Ως τρίτο και τελευταίο παιχνίδι της τριλογίας έχουμε το Atelier Shallie: Alchemists of the Dusk Sea, που διαδραματίζεται έξι χρόνια μετά τα γεγονότα του Escha & Logy. Εδώ έχουμε την επιλογή να διαλέξουμε μεταξύ των δύο ηρωίδων Shallote και Shallistera, οι οποίες καλούνται, μέσω των αλχημικών ικανοτήτων τους, να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα της ξηρασίας που υφίσταται στον κόσμο τους.

Σε αυτό το σημείο πρέπει να τονίσουμε πως καλό είναι να ξεκινήσετε την τριλογία με την ορθή σειρά των τίτλων, αφού οι χαρακτήρες (companions) και οι πρωταγωνίστριες που παρουσιάζονται στο πρώτο παιχνίδι, εμφανίζονται και στα επόμενα. Η ιστορία του κάθε τίτλου, όπως εύκολα γίνεται αντιληπτό, είναι ένα προσωπικό ταξίδι για τον κάθε πρωταγωνιστή/ πρωταγωνίστρια, αφού ο καθένας από αυτούς καλείται να ανακαλύψει τις αλχημικές του ικανότητες.

Το κομμάτι της ιστορίας αποδίδεται και στους τρεις τίτλους με το ύφος των visual novels.

Σε ρηχό επίπεδο, όμως, κινούνται αυτοί οι χαρακτήρες, αφού δεν παρακολουθούμε κάποια ανάπτυξη ή εξέλιξη της προσωπικότητας του κάθε πρωταγωνιστή ή των συντρόφων του. Αυτό σημαίνει πως όπως γνωρίσετε τον κάθε χαρακτήρα (που τις περισσότερες φορές είναι κλισέ), έτσι θα παραμείνει και η προσωπικότητά του και στους επόμενους τίτλους. Για παράδειγμα, η Ayesha είναι ευγενική από τη φύση της, αλλά ταυτόχρονα αφελής. Επίσης, δεν είναι σίγουρη για τον εαυτό της, αφού πολλές φορές υπάρχουν διάφορες αποτυχίες στην αλχημεία της.

Ο χαρακτήρας της, αν και έχει μικρές βελτιώσεις προς το τέλος του τίτλου (λόγο της κλιμάκωσης), επανέρχεται σε προηγούμενα επίπεδα όταν τη συναντήσουμε στα επόμενα παιχνίδια. Είναι τουλάχιστον παράξενο, εφόσον την αφήσαμε ως ικανή αλχημίστρια στο δικό της ταξίδι, αυτή η αλλαγή να έπαψε να υφίσταται και να βλέπουμε ξανά την προσωπικότητα του μικρού κοριτσιού, που υποκύπτει σε λάθη, σε επόμενη περιπέτεια. Είναι κάτι που κοστίζει στη συνολική εικόνα της αφήγησης. Σε παρόμοια επίπεδα κινούνται και οι υπόλοιποι πρωταγωνιστές αλλά και σύντροφοι που συναντάμε στα παιχνίδια της σειράς. Αξίζει να αναφέρουμε εδώ ότι το κομμάτι της ιστορίας αποδίδεται και στους τρεις τίτλους με το ύφος των visual novels, το οποίο συνοδεύεται από αγγλικά ή ιαπωνικά voice over.

Στη συνέχεια περνάμε στο σημαντικότερο και καλύτερο χαρακτηριστικό όλων των τίτλων, το οποίο είναι η συλλογή και δημιουργία αντικειμένων, τουτέστιν "αλχημεία". Για να πραγματοποιηθεί η αλχημεία, απαραίτητη είναι η εύρεση υλικών. Τα υλικά είναι ποικίλα και διαθέσιμα παντού, και τα συναντάμε σε περιοχές του χάρτη αλλά και σε πόλεις. Και στα τρία παιχνίδια ξεκινάμε από τη μια και μοναδική πόλη στην οποία βρίσκεται το εργαστήριό (Atelier) μας. Όταν βγαίνουμε από την πόλη, εμφανίζεται ο παγκόσμιος χάρτης, ο οποίος έχει μορφή επιτραπέζιου παιχνιδιού, με την κάθε κουκίδα στον χάρτη να ταυτίζεται με μια περιοχή που αποτυπώνεται υπό τη μορφή δασικής έκτασης, πεδιάδας, σπηλιάς κ.ο.κ.

Με την είσοδό μας στην κάθε περιοχή, εμφανίζονται τα σημεία συλλογής (harvest points) με μια μορφή λάμψης. Όταν λοιπόν αλληλεπιδρούμε για να τα συλλέξουμε, εμφανίζεται η μπάρα του χρονικού ορίου. Οπότε, όταν αρχίζουμε τη συλλογή, ο χρόνος περνάει και η ημέρα και οι καιρικές συνθήκες αλλάζουν, με συνέπεια τη διεξαγωγή διαφόρων γεγονότων. Αυτές οι αλλαγές των καιρικών συνθηκών, όπως και οι εναλλαγή ημέρας νύχτας, φέρνουν νέα υλικά και εχθρούς, που σημαίνει πως θα καταναλώσουμε αρκετό χρόνο σε κάθε περιοχή ούτως ώστε να βρούμε τις απαραίτητες ύλες.

Η μάχη (και στους τρεις τίτλους) πραγματοποιείται με το παραδοσιακό turn-based ύφος, όπου προτεραιότητα έχει ο ταχύτερος χαρακτήρας.

Αφού βρούμε τα απαραίτητα υλικά, γυρνάμε πίσω στο Atelier μας και πηγαίνουμε στο γνώριμο καζάνι μας, όπου τοποθετούμε τα διάφορα υλικά ώστε να δημιουργήσουμε νέες ιδέες, όπως βόμβες, φάρμακα ίασης, ρουχισμό, μέταλλα και πλήθος άλλων συνταγών, που θα μας βοηθήσουν να ανέβουμε επίπεδα στην αλχημεία και παράλληλα να αποκτήσουμε πρόσβαση σε καινούργιες, ισχυρές συνταγές, οι οποίες θα μας βοηθήσουν στο ταξίδι μας, αλλά και στην πρόοδο μας στα επόμενα κεφάλαια του παιχνιδιού.

Σε αυτό το σημείο καλό είναι να τονίσουμε πως τα παιχνίδια της σειράς Atelier δεν έχουν δημιουργηθεί με σκοπό ένα και μοναδικό playthrough, αφού αν μας τελειώσουν οι χρονικές προθεσμίες (που βρίσκουμε στα δύο πρώτα παιχνίδια της τριλογίας), καταλήγουμε αναπόφευκτα στην οθόνη του bad ending. Εξάλλου, για αυτό υπάρχουν και τα πολλαπλά endings, τα οποία βασίζονται σε διάφορους παράγοντες που θα ανακαλύψετε μόνοι σας. Βέβαια, όπως είναι γνωστό, στα παιχνίδια της σειράς Atelier υπάρχει η επιλογή του new game plus, η οποία διατηρεί τα στατιστικά της προηγούμενης προόδου σας. Πριν προχωρήσουμε παρακάτω, καλό είναι να ειπωθεί πως το Atelier Shallie δεν θέτει χρονικά όρια, ωστόσο διαθέτει ένα task system, στο οποίο καλούμαστε να ολοκληρώσουμε διάφορους στόχους ώστε να προχωρήσουμε. Οπότε, η διαδικασία και ο πυρήνας της αλχημείας, πρακτικά, δεν απουσιάζει.

Από εκεί και πέρα, άλλη δυσκολία στα παιχνίδια δεν αντιμετωπίζουμε, αφού οι τίτλοι της Gust Gο. Ltd χαρακτηρίζονται από ιδιαίτερα χαμηλή πρόκληση. Στις περιοχές που αναφέραμε παραπάνω, περιπλανώνται και οι εχθρικές μονάδες, στις οποίες όταν πέσουμε επάνω τους πραγματοποιείται μετάβαση στο πεδίο της μάχης. Η μάχη (και στους τρεις τίτλους) πραγματοποιείται με το παραδοσιακό turn-based ύφος, όπου προτεραιότητα έχει ο ταχύτερος χαρακτήρας.

Σε κάθε μάχη συμμετέχουν ως και τρεις χαρακτήρες, οι οποίοι έχουν διάφορες ικανότητες, ωστόσο και σε αυτό το τμήμα ξεχωρίζει για ακόμα μια φορά η αλχημεία, δηλαδή, εν ολίγοις, η πρωταγωνίστριά μας. Αυτό σημαίνει πως, όταν δημιουργήσουμε την πρώτη συνταγή που θα περιλαμβάνει βόμβες (που προκαλούν ζημιά σε μεγάλη ακτίνα -ΑΟΕ-), οι εχθροί εξαφανίζονται σε δύο ή το πολύ τρεις γύρους. Αν, μάλιστα, ασχοληθούμε περισσότερο με την αλχημεία και ανεβάσουμε την ποιότητα του εκάστοτε αντικειμένου και τα χαρακτηριστικά που μπορούν να προσφέρουν δηλητηρίαση, θάνατο με ένα χτύπημα και αλλά χαρακτηριστικά, οι νίκες θα είναι ακόμα πιο εύκολες.

Επίσης, υπάρχει και η δυνατότητα ενίσχυσης ή δημιουργίας όπλων και πανοπλιών μέσω της αλχημείας, οπότε αν επιθυμούμε να γίνουμε άτρωτοι, γίνεται εύκολα εφικτό. Από εκεί και πέρα, η συγκεκριμένη έκδοση των παιχνιδιών φέρνει ορισμένες τεχνικές βελτιώσεις και σταθερό frame rate, ενώ μέσα στην τριλογία διαθέσιμο είναι και όλο το επιπρόσθετο περιεχόμενο (κοστούμια, χαρακτήρες και σενάριο) που κυκλοφόρησαν κατά καιρούς.

Εν κατακλείδι, η τριλογία Dusk -και γενικότερα η σειρά Atelier- πλέον απευθύνεται σε ένα κοινό το οποίο δεν αναζητά πρόκληση, ούτε μια σημαντική ιστορία και αξιομνημόνευτα πρόσωπα, αφού το μόνο που προσφέρει με τις ετήσιες κυκλοφορίες -που εκτιμάμε ότι την έχουν φέρει πια σε τέλμα- είναι απλά και μόνο η ιδιαίτερη φύση του harvest και του crafting. Αν αναζητάτε κάτι τέτοιο, το εν λόγω Deluxe Pack είναι ένα πραγματικό "value for money".

Το review βασίστηκε στην έκδοση του Atelier Dusk Trilogy Deluxe Pack για το PS4.

pcps4switch
Keywords
Τυχαία Θέματα