Miasma Chronicles | Review

Μερικά χρόνια πριν το Mutant Year Zero: Road to Eden της The Bearded Ladies είχε αποτελέσει μία ευχάριστη έκπληξη στο είδος των XCOMlike (αν μας επιτρέπεται ο όρος). Κατάφερνε να απλοποιήσει τις παραμέτρους του είδους και να το καταστήσει άκρως προσβάσιμο, ακόμα και για τους πλέον άπειρους. Επιπροσθέτως μετέφερε και μία ενδιαφέρουσα, ελαφρώς χιουμοριστική, περιπέτεια με κλεφτές ματιές προς το είδος των action-adventure.

Ως εκ

τούτου η επιστροφή των δημιουργών στο είδος με μία παραπλήσια εμπειρία ήταν κάτι παραπάνω από καλοδεχούμενη. Για αρκετές ώρες, η ενασχόλησή μας με το Miasma Chronicles μας δημιουργούσε ένα έντονο αίσθημα ικανοποίησης, δείχνοντας ότι βαδίζει σε -σχεδόν- πανομοιότυπα μονοπάτια με αυτά του Mutant Year Zero.

Ωστόσο, η αλήθεια είναι ότι δεν αργούν να έρθουν στη φόρα διάφορα στραβοπατήματα αλλά και η αίσθηση της σχεδόν ανύπαρκτης προσπάθειας εξέλιξης από την πλευρά των δημιουργών, κάτι που τελικά μεταφράζεται σε ένα παιχνίδι που όχι μόνο μένει στάσιμο αλλά και σε περιπτώσεις είναι υποδεέστερο από τον προκάτοχό του. Να αναφέρουμε εδώ ότι το Miasma Chronicles φαντάζει ως ένας πνευματικός διάδοχος του Mutant Year Zero, δεδομένου ότι ναι μεν λειτουργεί ως prequel αλλά στέκεται εντελώς αυτόνομα.

Εξαρχής παίρνουμε τον έλεγχο του Elvis που έχει στο πλευρό του το πιστό ρομπότ Diggs. Οι δύο τους βρίσκονται σε μία ρημαγμένη Γη, ελέω μίας απροσδιόριστης σκοτεινής ύλης που έχει μολύνει μεγάλα τμήματα του περιβάλλοντος και είναι άκρως θανατηφόρα. Από τα πρώτα λεπτά φαίνεται η προσπάθεια χτισίματος ενός πλούσιου lore, εμφανίζοντας ορισμένες παρατάξεις που πολεμάνε για τη σωτηρία ή την κυριαρχία του κόσμου και προσφέροντας απλόχερα διάφορες πληροφορίες, μέσα από έγγραφα που βρίσκουμε, για τα διάφορα στοιχεία και το παρελθόν αυτού του αφιλόξενου κόσμου.

Ανάμεσα σε όλη αυτήν τη δυσοίωνη κατάσταση ο νεαρός Elvis έχει βάλει ως στόχο την εύρεση της μητέρας του που χάθηκε πίσω από ένα συμπαγές τοίχος αυτού του μιάσματος. Για να το καταφέρει αυτό θα προσπαθήσει να βρει κάθε δυνατό μέσο για να καταστρέψει αυτό το τοίχος. Ήδη από την αρχή της περιπέτειας θα βρεθεί μαζί με τον Riggs μπροστά από ανθρωπόμορφα ζώα που δείχνουν να έχουν αναπτύξει νοημοσύνη και φέρουν μάλιστα πυροβόλα όπλα. Κάπου εκεί θα ξεκινήσει μία ασταμάτητη μάχη απέναντι από αυτά τα όντα καθώς και της αυταρχικής οργάνωσης της First Family.

Παρόλο που το lore είναι αρκετά δουλεμένο και παρουσιάζει ενδιαφέρον στο χτίσιμο του post-apocalyptic κόσμου δυστυχώς το ίδιο δεν ισχύει για τους χαρακτήρες. Ο Elvis δίνει την εντύπωση ενός θερμοκέφαλου εφήβου που σίγουρα δεν πείθει για τον ρόλο του ήρωα που πρόκειται να αναλάβει και συχνά γίνεται απλά εκνευριστικός. Ο Riggs από την άλλη βαδίζει σε μία πολύ λεπτή γραμμή μεταξύ πιστού φίλου και προσβλητικού στερεότυπου αφροαμερικανών, παρουσιάζοντας δίχως λόγο μία πολύ έντονη προφορά και κλισέ τρόπο ομιλίας.

Ανάλογα οι 2-3 χαρακτήρες που θα προστεθούν αργότερα στην ομάδα μας δεν έχουν κάποια ιδιαίτερη προσωπικότητα. Σταθερά το Miasma Chronicles κατάφερε τελικά να μας μειώσει αισθητά το αρχικό ενδιαφέρον για την παρακολούθηση της περιπέτειας του Elvis, κυρίως εξαιτίας των αδιάφορων διαλόγων που αδυνατούν να χτίσουν αξιομνημόνευτες σχέσεις αλλά και εξαιτίας των προβλέψιμων και σχετικά αδιάφορων main quests, που σαν ζητούμενα συχνά αναλώνονται σε fetch ζητούμενα.

Η προβληματική γραφή έρχεται σε αντίθεση με τον σχεδιασμό του κόσμου, ο οποίος σίγουρα είναι ελκυστικός. Υπάρχει μία αρκετά καλή ποικιλία από περιβάλλοντα, παρουσιάζοντας διαλυμένες αστικές τοποθεσίες και τα περίχωρά τους όπου η φύση αλλά και το μίασμα έχουν κυριαρχήσει. Πολύ καλή δουλειά έχει γίνει και στις διάφορες παραγκουπόλεις, αποτυπώνοντας ένα σκηνικό που πείθει χάρη στην ζωηρή ζωή που επικρατεί και τα πειστικά χτίσματα.

Ιδιαίτερο ενδιαφερόν παρουσιάζουν αργότερα και διάφοροι οικισμοί που κατοικούνται αποκλειστικά από ρομπότ, προσδίδοντας πολλούς πόντους στη φαντασία που διακατέχει το χτίσιμο του κόσμου. Ξανατονίζουμε όμως ότι δυστυχώς η γραφή των χαρακτήρων και της ίδιας της περιπέτειας δεν είναι σε θέση να εκμεταλλευτούν ουσιαστικά το σύμπαν και εν τέλει να υποστηρίξουν επαρκώς το lore.

Φυσικά ένα μεγάλο μέρος της βαρύτητας του Miasma Chronicles εναπόκειται στο πεδίο της μάχης. Οι κανόνες που διέπουν την turn-based μάχη είναι οι πλέον γνώριμοι. Στον γύρο μας μπορούμε να δώσουμε εντολές στην ομάδα μας (απαρτίζεται πάντα από τρεις χαρακτήρες) με όποια σειρά θέλουμε, επιλέγοντας μεταξύ της κίνησης και της χρήσης όπλου. Φυσικά, κάθε χαρακτήρας έχει τις δικές του ειδικές ικανότητες αλλά όλοι μπορούν να εξοπλιστούν με οποιοδήποτε όπλο.

Οι διαφορετικές ικανότητες των πρώτων τριών χαρακτήρων παρουσιάζουν μία σχετική ποικιλία και αναμφίβολα μας δίνουν ιδιαίτερα σημαντικά εργαλεία για την επιβίωση στη μάχη. Εδώ όμως έρχονται ορισμένοι περίεργοι περιορισμοί που θέτει η ομάδα ανάπτυξης. Όπως είναι φυσικό, διάφορα abilities συνοδεύονται από cooldowns όποτε τα χρησιμοποιήσουμε, κάτι που σημαίνει ότι θα πρέπει να περιμένουμε αρκετούς γύρους προτού γίνουν διαθέσιμα.

Ως εδώ όλα καλά, όμως η Beard Ladies αποφάσισε για ακατανόητο λόγο να διατηρεί τα cooldowns ακόμα και μετά το τέλος μίας μάχης. Τι σημαίνει αυτό; Άμα παραδείγματος χάρη στο τέλος μίας μάχης ένα ability μας χρειαζόταν ακόμα τρεις γύρους για να επανεργοποιηθεί τότε όταν εισέλθουμε σε μία νέα μάχη το cooldown θα παραμένει στους τρεις γύρους.

Αποτελεί έναν περιορισμό που δείχνει ιδιαίτερα άδικος και δεν προσφέρει πραγματικά τίποτα, πέρα ίσως από εκνευρισμό, όταν π.χ. έρθουμε σε μία ιδιαίτερα απαιτητική νέα μάχη, απέναντι από πολυάριθμους εχθρούς, με τους χαρακτήρες μας να είναι ανήμποροι να χρησιμοποιήσουν ορισμένα abilities στον πρώτο, νευραλγικό γύρο της σύγκρουσης.

Και εδώ θα πρέπει να αναφέρουμε ότι το Miasma Chronicles κάθε άλλο παρά περίπατος είναι, τοποθετώντας μας διαρκώς σε άκρως δύσκολες μάχες, όπου πρέπει να σκεφτούμε διπλά και τριπλά πως θα καταφέρουμε να εξοντώσουμε και με τι σειρά τους εχθρούς, οι οποίοι συχνά είναι πολύ περισσότεροι από την τριμελή ομάδα μας. Ως εκ τούτου θα ήταν σαφέστατα ευπρόσδεκτο να γνωρίζουμε πάντα ότι θα έχουμε το πλήρες ρεπερτόριο των κινήσεων από τον πρώτο γύρο.

Η ίδια η  μάχη προσφέρει ένα σχετικά καλό εύρος τακτικής, αν και δίχως κάποια έκπληξη σε σχέση με τους συμβατικούς τίτλους του είδους. Εάν ένας χαρακτήρας βρίσκεται πίσω από κάλυψη τότε υπάρχει ένα ποσοστό αστοχίας για να τον πετύχει ο εχθρός, ενώ εκτός κάλυψης ή αν πλαγιοκοπηθεί το ποσοστό ευστοχίας είναι πάντα 100% (εάν βέβαια το επιτρέπει το βεληνεκές του όπλου). Κατά τη δική μας εκτίμηση αυτή είναι μία καλή προσέγγιση -για το είδος γενικότερα- καθώς είναι θετικό να υπάρχει μία σιγουριά ιδίως στις πιο παράτολμες τοποθετήσεις των χαρακτήρων μας.

Επιστρέφοντας στο θέμα της δυσκολίας θα πρέπει να προσθέσουμε ότι οι χαρακτήρες μας γιατρεύονται αποκλειστικά με τη χρήση αναλώσιμων, καθώς ακόμα και στο 1hp να έχει πέσει η ενέργεια μετά το τέλος της μάχης τότε θα παραμείνει εκεί έως ότου χρησιμοποιήσουμε κάποιο healing potions, τον μοναδικό τρόπο να ανεβάσουμε την ενέργεια. Αυτό είναι κάτι που ίσως δημιουργήσει προβλήματα στις πρώτες ώρες δεδομένου ότι τα γιατρικά είναι αρκετά ακριβά και δυσεύρετα.

Ταυτόχρονα, πολλά από τα καλύτερα όπλα γίνεται να αγοράσουμε δίνοντας υπέρογκα ποσά, κάτι που δίνει την εντύπωση ότι το παιχνίδι μας τιμωρεί όποτε ξοδεύουμε χρήματα για να γιατρέψουμε την ομάδα μας. Συχνά πυκνά λοιπόν εισερχόμασταν σε νέες δύσκολες μάχες όπου οι χαρακτήρες μας δεν μπορούσαν να έχουν πλήρη ενέργεια καθώς επίσης (όπως αναφέραμε παραπάνω) ούτε να έχουν όλα τα abilities τους εξαρχής.

Η δυσκολία απόκτησης αναλώσιμων αφορά και στη χρήση των υπερφυσικών δυνάμεων του Elvis, οι οποίες χρειάζονται το εφάμιλλο του mana για να ενεργοποιηθούν. Η δυσκολία αναπλήρωσης του mana (για ανάλογους λόγους με αυτούς της ενέργειας) καθιστά αυτές τις δυνάμεις ιδιαίτερα περιοριστικές, δίνοντας την εντύπωση ότι οι δημιουργοί θέλανε, με έναν αρκετά άκομψο τρόπο, να δημιουργήσουν ισορροπία στη μάχη που όμως καταλήγει να θέτει πολλαπλούς και αχρείαστους περιορισμούς. Το αποτέλεσμα των παραπάνω είναι να δίνεται η εντύπωση πως οι χαρακτήρας μας έχουν διαρκώς ένα αόρατο “χαλινάρι” που τους κρατάει πίσω από την πλήρη αξιοποίηση όλης της “εργαλειοθήκης” τους.

Θα πρέπει να προσθέσουμε ότι επιστρέφει και η χρήση του stealth που είχαμε δει στο Mutant Year Zero, κάτι που σημαίνει ότι μπορούμε να εντοπίσουμε απομονωμένους εχθρούς προκειμένου να τους εξοντώσουμε αθόρυβα, μειώνοντας έτσι τους αριθμούς των εχθρών προτού εμπλακούμε στην επόμενη μάχη. Το stealth είναι ουσιαστικά ένα μίνι περιβαλλοντικό puzzle, δεδομένου ότι είναι εμφανέστατο ποιοι εχθροί είναι τοποθετημένοι με τέτοιο τρόπο ώστε να εξοντωθούν με stealth τακτικές. Εμείς απλά πρέπει να βρούμε την κατάλληλη στιγμή και τοποθέτηση των χαρακτήρων για βγάλουμε από τη μέση αυτούς τους εχθρούς.

Συνολικά βέβαια το σύστημα μάχης ακολουθεί τελικά την πεπατημένη, δίχως εκπλήξεις και ιδιαιτερότητες που θα του επέτρεπαν να προσφέρει κάτι ουσιαστικό στο είδος. Καταλήγει ως ένα προβλέψιμο turn-based tactical παιχνίδι που ταυτόχρονα δείχνει ιδιαίτερα περιοριστικό στο θέμα των συγκρούσεων.

Κάπου εκεί μέσα θα βρεθείτε σε ευχάριστα απαιτητικές μάχες, περιτυλιγμένες από έναν ελκυστικότατο post-apocalyptic καμβά αλλά από την άλλη πλευρά η ίδια η ομάδα ανάπτυξης φαίνεται σαν να βάζει από μόνοι της εμπόδια στο θέμα της τακτικής προσέγγισης. Το μεγαλύτερο πρόβλημα όμως είναι ότι τέσσερα χρόνια μετά από το Mutant Year Zero η The Bearded Ladies δίνει την εντύπωση ότι δεν μπορεί να προσφέρει το κάτι παραπάνω για το είδος, αρκούμενοι στους πλέον τυπικούς κανόνες που έχουν καθιερωθεί εδώ και δεκαετίες.

Το Miasma Chronicles κυκλοφορεί από τις 23/05/23 για PC, PlayStation 5 και Xbox Series X/S. To review code μας παραχώρησε η 505 Games.

The post Miasma Chronicles | Review appeared first on GameOver.

Keywords
Τυχαία Θέματα