Moss Book 2 review

Το καταπληκτικό Moss “τάραξε τα νερά” του PSVR, προσφέροντάς μας ένα αρτιότατο, μαγικό και συναισθηματικό παραμύθι. Τέσσερα χρόνια μετά, η συνέχειά του είναι εδώ και μας ταξιδεύει ξανά στον σαγηνευτικό κόσμο της Quill.

Το Moss: Book 2 συνεχίζει από εκεί που σταμάτησε το πρώτο κεφάλαιο στο βιβλίο. Εσείς, ως ο Reader και το αόρατο πνεύμα που βοηθάει και συντροφεύει την Quill, επανέρχεστε στην μεγαλοπρεπή βιβλιοθήκη προκειμένου να διαβάσετε και γιατί όχι να γράψετε την μοίρα του κόσμου της. Μετά την εξουδετέρωση του Sarffog και την ανάδειξή

της σε champion, όλοι αναμέναμε πως η ειρήνη είχε επανέλθει. Όμως ένα μεγαλύτερο κακό παραμόνευε, η κουκουβάγια Tylan, αναζητώντας όλα τα κομμάτια των glass relics που είχαν διασκορπιστεί σε πέντε βασίλεια. Αποκτώντας όλα τα κομμάτια και επανενώνοντας τα glass, η ιστορία θα ξαναγραφτεί από τον Tylan με το χειρότερο δυνατό τρόπο. Έτσι λοιπόν, η Quill, με την παντοτινή βοήθειά σας, αποφασίζει να μαζέψει όλα τα glass relics, να νικήσει το κακό και να επαναφέρει μια για πάντα την αρμονία στον κόσμο της. Η απόφασή της μόνο εύκολη δεν είναι. Πρέπει μαζί της να περάσετε από διάφορα βασίλεια, να πείσετε τον κόσμο ότι πρέπει να εναντιωθεί και βέβαια να μεταβείτε σε περιοχές σκοτεινές και επικίνδυνες προκειμένου να ολοκληρώσετε την αποστολή σας. Κατά την πορεία σας αυτή, συμβαίνουν πολλά γεγονότα, άλλα ευχάριστα και άλλα πολύ δυσάρεστα. Επίσης γνωρίζετε νέους χαρακτήρες, ένας εκ των οποίων είναι playable. Πρόκειται για την Sahima, μία ποντικίνα που χρόνια τώρα κρατάει ένα glass relic και το προστατεύει από το να βρεθεί σε λάθος χέρια.

Η ιστορία του Moss: Book 2 είναι μία υπέροχη συνέχεια και σε γενικές γραμμές ό,τι ακριβώς περιμέναμε. Πρόκειται για την ολοκλήρωση ενός πανέμορφου παραμυθιού, που ειλικρινά θα μπορούσε να γίνει βιβλίο και σίγουρα ταινία. Συγκεντρώνει στοιχεία από όλες τις ιστορίες που μας άρεσαν σαν παιδιά και τις μετουσιώνει σε ένα αφηγηματικό πυροτέχνημα με φόντο έναν ποντικίσιο μικρόκοσμο. Συγκινεί, ενθουσιάζει, στεναχωρεί και εκπλήσσει. Έχει όλα τα χαρακτηριστικά της σωστής και πλήρους σεναριακής εξέλιξης σε ένα παιχνίδι. Αυτή τη φορά, μάλιστα, η ιστορία είναι σαφώς μεγαλύτερη, τόσο σε διάρκεια όσο και σε ποικιλία. Υπολογίστε περίπου πέντε-έξι ώρες, οι οποίες μπορούν να γίνουν ακόμη περισσότερες αν θέλετε να μαζέψετε όλα τα collectibles και βέβαια ανάλογα με το πόσο σας δυσκολεύουν οι πίστες.

Στην ιστορία, όπως προαναφέρθηκε, εντάσσεται και η Sahima. Για την ακρίβεια, σε ένα καίριο σημείο του παραμυθιού, εσείς ως Reader αλλάζετε βιβλίο και διαβάζετε κάτι σαν prequel όλου αυτού που ζείτε με την Quill. Εκεί γνωρίζετε και την Sahima, μία ποντικίνα που κρύβει ένα glass relic και προσπαθεί να αποφύγει τα μάτια του κακού από το να την εντοπίσουν. Η Sahima με τη βοήθειά σας, παρόλο που δε συμπαθεί τους Readers, πρέπει να εντοπίσει την Quill, να της δώσει το glass relic και να τη βοηθήσει στον απώτερο στόχο της: τη σωτηρία του Moss. Αν κάτι με ξένισε είναι αυτή η αλλαγή των δύο ιστοριών. Χωρίς να το θεωρώ spoiler, υπάρχει ένα σημείο στην ιστορία στο οποίο αφήνεται να εννοηθεί πως η Quill πέθανε. Εκεί και χωρίς το παιχνίδι να σας δώσει άλλα στοιχεία, απλά αλλάζετε βιβλίο και ξεκινάτε μία νέα ιστορία με νέα ηρωίδα. Η σύνδεση των δυο σαφώς ολοκληρώνεται αργότερα, αλλά στην αρχή προσωπικά αναρωτιόμουν τι συνέβη. Με την Sahima αποκτάτε τον έλεγχο νέου όπλου, ενώ η δυσκολία στις πίστες κορυφώνεται.

Γιατί αυτή τη φορά η δυσκολία στο παιχνίδι πραγματικά εκτοξεύεται. Η δημιουργός Polyarc κατάφερε και μετέτρεψε ένα εξαιρετικό puzzle/platform παιχνίδι σε ένα δύσκολο puzzle/platform παιχνίδι χωρίς όμως να καταστρέψει τίποτα από τη συνολική συνοχή. Έτσι, λοιπόν, νέοι τρόποι gameplay ενσωματώνονται και ορισμένοι από αυτούς χρειάζονται αρκετή σκέψη. Υπάρχουν πίστες στις οποίες δεν είναι καθόλου ξεκάθαρο πώς θα ανοίξετε όλες τις πόρτες και τους μηχανισμούς και πρέπει πραγματικά να σκέφτεστε διαφορετικά. Για το λόγο αυτό δίνω τα εύσημα στην Polyarc, καθότι θα μπορούσε να στηριχτεί πλήρως στους μηχανισμούς του πρώτου Moss για όλο το παιχνίδι και να αποφύγει τα ρίσκα. Τα ρίσκα, όμως, είναι αυτά που όταν χρησιμοποιηθούν σωστά δίνουν και το εκπληκτικό αποτέλεσμα.

Έτσι, λοιπόν, εμφανίζονται κάποιοι ροζ κρύσταλλοι, τους οποίους πρέπει να σπάτε προκειμένου να ανοίξουν πόρτες. Για το σπάσιμο των κρυστάλλων αυτών πρέπει να έχετε αρκετά ανοιχτό μυαλό, καθώς δεν είναι καθόλου προφανές το πώς θα το καταφέρετε. Στη συνέχεια συναντάτε κάποια μεγάλα κουμπιά που ανοίγουν προσωρινά πόρτες ή σηκώνουν πλατφόρμες. Στο τελευταίο δε μέρος, που είναι και το αγαπημένο μου, όλες οι διαστάσεις μπαίνουν στο παιχνίδι, καθώς μέσω καθρεπτών μεταφέρεστε σε σημεία στις πίστες με διαφορετική φορά της βαρύτητας και εννοείται διαφορετική όψη των πραγμάτων. Όλα τα παραπάνω πρέπει να τα συνδυάζετε προκειμένου να προχωράτε παρακάτω. Τα boss δεν είναι πολλά και σε γενικές γραμμές είναι βατά. Θεωρώ λογικό ένα VR παιχνίδι να μη βασίζεται στις μάχες με boss αλλά στο συνολικό gameplay.

Είναι, όμως, όλα τόσο τέλεια; Δυστυχώς όχι. Ένα πρώτο πρόβλημα είναι ότι ο μηχανισμός μάχης παραμένει εντελώς ο ίδιος. Ενώ οι πίστες έχουν κυριολεκτικά μεταμορφωθεί, ο τρόπος με τον οποίο βγαίνουν οι εχθροί και τους κατατροπώνετε παραμένει ο γνωστός. Δεν είναι κακό αυτό, δεδομένου ότι λειτουργεί και αποφεύγει να μεγαλώσει περαιτέρω την ήδη αυξημένη δυσκολία. Θα ήθελα παρόλα αυτά να υπήρχε ο ενθουσιασμός και η έκπληξη και εδώ. Οι εχθροί είναι κατά 60% οι ίδιοι: τα γνωστά σκαθάρια, οι αράχνες με το εκρηκτικό και τα σκαθάρια-τανκ με τα πυροβόλα όπλα. Σε αυτά προστίθενται σκαθάρια με πανοπλία που χρειάζονται ειδική μεταχείριση, ένα είδος σαρανταποδαρούσας που τη χρησιμοποιείτε κυρίως για να βάλετε σε λειτουργία κάποιους μηχανισμούς, καθώς και κάποια σκαθάρια που κουβαλάνε κανόνια και τα οποία τα χρησιμοποιείτε για δικούς σας σκοπούς. Με εξαίρεση τις σαρανταποδαρούσες και τα κανόνια, όλα τα άλλα είναι γνώριμα από το πρώτο παιχνίδι και δεν προσφέρουν την επιθυμητή ανανέωση.

Επιπλέον, στο πρώτο δίωρο περίπου, το παιχνίδι φαντάζει ακριβώς ίδιο με τον προκάτοχό του. Η δυσκολία στις πίστες είναι βατή, ενώ έχουν προστεθεί κάποιοι νέοι μηχανισμοί που δίνουν ένα φρέσκο αέρα, χωρίς όμως να ανανεώνουν το παιχνίδι. Ξαφνικά με την Sahima είναι λες και παίζετε κάτι άλλο. Παραμένει η ατμόσφαιρα και η μαγεία του Moss, όμως η δυσκολία στις πίστες αυξάνεται απότομα, ενώ τα νέα όπλα ενθουσιάζουν. Δε μου άρεσε, λοιπόν, η απότομη αυτή μετάβαση από το ένα στο άλλο. Είναι λίγο λες και το πρώτο δίωρο αποτελεί μέρος του πρώτου παιχνιδιού το οποίο οδηγεί στο δεύτερο. Ενδεχομένως αν παιχτούν μαζί (Moss 1 και 2 εννοώ) να βγάζει νόημα. Μετά από τέσσερα χρόνια, όμως, είναι λίγο δύσκολο να κάνετε όλο αυτόν το συνειρμό.

Στην πορεία η Quill αποκτά και ένα τρίτο όπλο: μία βαριοπούλα που φέρνει μαζί ακόμα πιο ωραίους μηχανισμούς στο gameplay. Στο τελευταίο μέρος του παιχνιδιού, εσείς και η Quill χρησιμοποιείτε και τα τρία όπλα με τους μηχανισμούς τους προκειμένου να ξεπεράσετε τα εμπόδια, κάτι που δεν είναι καθόλου εύκολο, αλλά προσφέρει αυτό τον ενθουσιασμό που θέλουμε να βλέπουμε στα παιχνίδια. Μαζί με τα όπλα, η Quill μαζεύει και πανοπλίες, κάτι που αρχικά φαίνεται εντυπωσιακό, παραπέμποντας σε στοιχειώδες RPG που θα μπορούσε να ενσωματωθεί στο καταπληκτικό αυτό παιχνίδι. Φευ. Η χρήση τους είναι καθαρά διακοσμητική και όποια πανοπλία και να φοράτε, στα τρία χτυπήματα η Quill πεθαίνει. Είναι κρίμα, καθώς πραγματικά θεωρώ πως μία μικρή δόση RPG θα εκτόξευε ακόμα περισσότερο την εμπειρία.

Το VR immersion παραμένει κορυφαίο, ειδικά εφόσον ο κόσμος είναι ακόμα πιο ζωντανός. Υπάρχουν κάποια σημεία που χάνεστε μέσα στον κόσμο (με την καλή έννοια). Το ένα είναι όταν συναντάτε μία τεράστια βατραχίνα – η όψη της είναι τόσο ζωντανή που πραγματικά θα τη χάζευετε από κοντά. Το δεύτερο είναι στο παραμυθένιο δάσος στην αρχή της ιστορίας, όπου υπάρχουν ολούθε αστέρια και ουρανός και εσείς με την Quill ζείτε στο μικρό κομματάκι όλου αυτού του δάσους. Το τρίτο μέρος είναι στη σπηλιά με τα ηφαιστειακά πετρώματα. Εκεί όπου πετάνε νυχτερίδες γύρω από τις μικροσκοπικές ράγες τρένου που ακολουθεί η Quill. Όπου και να γυρίσετε το κεφάλι σας υπάρχουν λεπτομέρειες που σας αφήνουν με το στόμα ανοικτό. Πρέπει να σημειώσω, παρόλα αυτά, πως τουλάχιστον σε μένα, αυτό όλος ο κόσμος κουνιόταν. Δεν το θεωρώ αρνητικό, καθώς ενδεχομένως το δικό μου PSVR είχε θέματα και μετά από λίγο το αγνοούσα. Δείχνει, όμως, τις τεχνικές αδυναμίες του μέσου και το πόσο κάτι τέτοιο μπορεί να αποθαρρύνει τον κόσμο από το να ζήσει τις μαγικές περιπέτειες της Quill. Ο χειρισμός παραμένει ο γνωστός. Εσείς είστε σε καθιστή θέση και χειρίζεστε την Quill ή την Sahima, ενώ ταυτόχρονα μπορείτε να επιδράσετε πάνω σε μηχανισμούς σε κάθε πίστα. Όπως και στο πρώτο παιχνίδι, έτσι και εδώ ο χειρισμός είναι εύκολος, εύχρηστος και εξαιρετικά λειτουργικός.

Ας περάσουμε στα γραφικά, όμως. Αχ αυτά τα γραφικά. Στο πρώτο Moss είχα ενθουσιαστεί με το πώς τα πάντα υπάρχουν σε ένα μικρόκοσμο που περιβάλλεται από τον κανονικού μεγέθους κόσμο. Εδώ όλα αυτά υπάρχουν, αλλά πόσο μα πόσο πιο όμορφα έχουν γίνει. Από μαγευτικά δάση μέχρι χιονισμένα βουνά, σπηλιές και κάστρα, η καλλιτεχνική δημιουργία του κόσμου είναι από άλλη φαντασία. Οι λεπτομέρειες είναι εξωφρενικές και προσωπικά το θεωρώ το πιο μαγευτικό παιχνίδι που έχω παίξει. Το γράφω και συγκινούμαι. Είναι όπως φαντάζεστε εικόνες όταν διαβάζετε ένα παραμύθι – ακριβώς έτσι. Για παιχνίδι του PSVR η δουλειά που έχει γίνει είναι το λιγότερο τιμητική. Δε νομίζω να έχουμε ξαναδεί στο PSVR (αν όχι και γενικότερα) κόσμο με τόση μικρολεπτομέρεια και τόση μαγεία μαζί. Και βέβαια, εάν τα γραφικά με συγκίνησαν, με το animation κόντεψα να βάλω τα κλάματα. Η Quill είναι τόσο ζωντανή, τόσο καταπληκτικά σχεδιασμένη. Υπάρχει ένα σημείο όπου η καρδιά της σπαράζει και η ίδια πενθεί. Δε ξέρω πώς να σας μεταφέρω το συναίσθημα του να θέλετε να αγκαλιάσετε τον ήρωα και να του πείτε πως είστε εσείς εκεί μαζί του και θα τα περάσετε όλα μαζί. Και όλα αυτά με το animation. Τα ΑΑΑ στούντιο εκεί έξω πρέπει να πάρουν μάθημα από την Polyarc. Κατάφερε ένα τόσο μικρό πλασματάκι να το κάνει να μοιάζει λες και ξεπήδησε από μία γωνιά στο σπίτι σας και μπήκε στην οθόνη σας.

Ο δε ήχος επίσης παραμένει μαγικός. Κομμάτια με τσέλο και φλάουτο ενισχύουν την παραμυθένια ατμόσφαιρα του παιχνιδιού, ενώ είναι τόσο ωραίο να τα ακούτε. Οι ήχοι, δε, των ποντικών και των άλλων πλασμάτων πραγματικά ενθουσιάζουν. Τέλος, δε θα μπορούσα να μην αναφέρω την καταπληκτική αφηγήτρια, που με τις εναλλαγές στη φωνή της ζωντανεύει κάθε χαρακτήρα και σας κάνει να νιώθετε πως είστε παιδί και η μητέρα σας σας διαβάζει παραμύθι πριν κοιμηθείτε.

Το Moss: Book 2 είναι ένα καταπληκτικό παιχνίδι και μάλλον το "κύκνειο άσμα" του PSVR. Αποτελεί άξια συνέχεια του Moss, ειδικά αν θεωρήσουμε τα δύο παιχνίδια ως μία ενιαία εμπειρία. Αξίζουν συγχαρητήρια στους δημιουργούς, που, παρά τους τεχνολογικούς περιορισμούς της πλατφόρμας, έδωσαν τα πάντα για να υλοποιήσουν το όραμά τους. Το Moss: Book 2 είναι μια μαγευτική εμπειρία και μας θυμίζει ότι με το ταπεινό PSVR, που είχε ένα σωρό προβλήματα, ζήσαμε μεγαλοπρεπείς ιστορίες και παραμύθια.

Ονειρικά γραφικά και animationΜεγαλύτερη δυσκολία και διάρκειαΗ QuillΥπερβολική ομοιότητα με το πρώτο Moss σε κάποιους τομείςΑπότομη αύξηση δυσκολίας μετά το πρώτο δίωροΒΑΘΜΟΛΟΓΙΑ: 9.5

ΠΛΑΤΦΟΡΜΑ:PSVR (PS4)ΑΝΑΠΤΥΞΗ:PolyarcΕΚΔΟΣΗ:Polyarc

Game20.gr, το Άσυλο των gamers

Keywords
Τυχαία Θέματα