«Ἡ αποικία του Μάκη»

Του Κωνσταντίνου Σχοινά

Ἐκινούμην ἐπὶ τοῦ πεζοδρομίου, ὅταν αἰφνιδίως μετεβλήθησαν αἱ συνθῆκαι, τὸ συννεφόκαμα οὐσιαστικῶς ἐξηφανίσθη καὶ ἡ ζέστα ὑπεχώρησε. Ἕνα ζεῦγος ποὺ ἐβάδιζεν ὀπίσω μου μὲ προσπέρασε ταχέως, καθὼς ἡ γυνὴ ἔλεγε στὸν σύζυγο πὼς ὄφειλε νὰ ἔχει πεισθεῖ ἀπὸ τὸν Σάκην Ἀρναούτογλου στὸ δελτίο τῆς προηγουμένης ἡμέρας. Ἐκεῖνος τῆς ἀπαντοῦσε ὅτι, ἀκόμη καὶ μετὰ ἀπὸ τόσα ποὺ ἔγιναν, δὲν πιστεύει οὔτε τὴ βαθμολογικὴ θέση τοῦ ΠΑΟΚ ὅταν αὐτὴ μεταδίδεται ἀπὸ τηλεοράσεως! Ἕνας τρίτος, ποὺ κατηφόριζε βαρέως καὶ νωχελικῶς

ἐπὶ τοῦ αὐτοῦ πεζοδρομίου, βλέπων τὶς χονδρὲς στάλες καὶ ἡμᾶς κεκαλυμμένους ὑπὸ τοῦ μπαλκονίου νὰ τὶς κοιτᾶμε, εἶπε:

«Ῥὲ παιδιά, δὲν βρέχει. Οὔτε σᾶς φτύνουν, μὴν ἀνησυχεῖτε! Εἶναι ἕνα παλικάρι στὸν δεύτερο -μένω ἀπέναντι καὶ τὰ ξέρω-, φοιτητὴς στὸ πρῶτο ἔτος. Μιὰ φορὰ τοῦ ἔδειξε ἡ μάνα του πῶς να καθαρίζει λίγο περβάζια, μπαλκονόπορτες καὶ τὰ τοιαῦτα, ἀλλ’ αὐτὸς πιάνει, νὰ ποῦμε, τὴ μάνικα καὶ οὔτε πυρκαγιὰ στὴν Καλιφόρνια νὰ σβήνει. Ἀπάνω του νερά, νερὰ στὸν δρόμο, τὴ μαζεύει τὴ μάνικα, τὴν ξαναπλώνει…»

«Ἐντάξει, δὲν μᾶς κόφτει καὶ πολὺ τί κάνει ὁ καθένας στὸ δικό του μπαλκόνι» εἶπα ἐντελῶς διὰ χαβαλέ, ὡστόσο ὅλοι τους (λὲς καὶ ἔδωσα καμιὰ διαταγή) ἔσκυψαν τὸ κεφάλι, ἔπεσε βαρεῖα σιωπὴ καὶ συνέχισαν τὴν πορεία τους πρὸς ἔκπληξίν μου, ποὺ ἀπέμεινα αἴφνης μόνος.

Μπῆκα, ὀλίγον παραπάνω, στὸ ὀβελιστήριο τῆς γειτονιᾶς, ὅπου ὁ τεμαχιστὴς τῶν κρεάτων μὲ καλησπέρισε καὶ μὲ εἰσήγαγε πάραυτα, ὡς εἴθισται, στὴν προϋπάρχουσα συζήτηση:

«Νά, ἐδῶ λέγαμε μὲ τὸν Μάκη τί νὰ τσιμπήσουμε στὸ διάλειμμα. Αὐτός, λέει, σήμερα θὰ κανονίσει τρία μπριζολάκια, δυο κοντοσούβλια ἀτομικά, πέντε σουβλάκια κοτόπουλο καὶ τρεῖς σαλάτες τοῦ Καίσαρα».

«Τοῦ Καίσαρα…» ἐπανέλαβα μηχανικῶς.

«Αὐτὸ σοῦ ἔκανε ἐσένα ἐντύπωση, δηλαδή;»

«Καὶ αὐτό. Καί… πῶς καὶ τόσο πράμα;»

«Ῥὲ σύ», εἶπε ὁ Μάκης, «ὁ ἄλλος μιὰ μέρα πρὶν γίνει πρόεδρος ἔβγαλε τὸν σκύλο βόλτα κι ἔκανε τὸ χοντρό του ὁ σκύλος καὶ τὸ βγάλανε στὶς εἰδήσεις! Ἄμα ἔγινε θέμα ὁ σκύλος, ἐγὼ μὲ ὅλα αὐτὰ ποὺ ἄκουσες δὲν ἔχω πιθανότητες;».

Τὸ μισὸ μαγαζὶ ποὺ τὸν ἄκουσε ξέσπασε εἰς σφοδρὸν γέλωτα, δυὸ τρεῖς κοπέλαι συνάδελφοί του πάλι ἔμειναν σχετικῶς ἀνέκφρασται καὶ κάπως ἀπεμακρύνθησαν. Ἀφοῦ ἐπανῆλθα, εἶπα:

«Γιὰ νὰ ἔχεις πιθανότητες -μὲ ἔκανες καὶ γέλασα!-, κατ’ ἀρχὰς πρὲπει νὰ εἶσαι πιὸ εὐγενὴς ἐνώπιον τῶν κυριῶν. Μὴ σὲ κατηγορήσουν γιὰ διακρίσεις καὶ τὰ λοιπά! Ἐὰν τὸ καταφέρεις αὐτό, ὁ δρόμος εἶναι ἀνοιχτὸς καὶ τὰ σκυλιὰ δεμένα! Ἀλλά… ποῦ θέλεις ἐσὺ νὰ γίνεις πρόεδρος;»

«Δικό μου μαγαζί σκέφτομαι ν’ ἀνοίξω, ῥέ. Ἄκου πρόεδρος! Διαφήμιση ψάχνω. Ξέρεις τί; Ἐκεῖνον τὸν πρέσβη τὸ ἀλάνι, τὸν Τσούνη, νὰ εἴχαμε γνωστό… Μερακλής καὶ καλοφαγᾶς!

Ἕνας μυστηριώδης θαμών, ποὺ τόση ὥρα ἔτρωγε διώροφο burger φορῶντας μαῦρα RayBan, πηγαίνοντας νὰ πληρώσει ἄφησε στὸν Μάκη μιὰ κάρτα καὶ τοῦ ἔκανε νόημα γιὰ τηλεφώνημα. Ἀφοῦ ἐκεῖνος ἔφυγε, μεταξὺ τῶν ἐλαχίστων ἡμῶν ποὺ κάτι εἴδαμε, εἶπε: «Σὰν νὰ τὸ βλέπω, παιδιά, τὸ μαγαζί… Ταχυφαγεῖο ‘Ἡ ἀποικία τοῦ Μάκη’. Καὶ ὅλα ἑλληνικὰ στὸν τίτλο, ἔ!».

The post «Ἡ αποικία του Μάκη» appeared first on antinews.gr.

Keywords
Τυχαία Θέματα