Ποιο κόμμα, ποια ΠτΔ; Η Γιάννα πάει για πλανητάρχης!

Το εξώφυλλο κάτω από το dust jacket μαρτυρεί ένα ταπεινό έλλειμμα αυταρέσκειας

Η επαφή με την πραγματικότητα είναι ζόρικο πράγμα. Και είτε η Γιάννα Αγγελοπούλου δεν έχει ιδέα τί κάνει, είτε ξέρει πάρα πολύ καλά τί κάνει.

Μέσα στον ορυμαγδό των μυριάδων -προφανώς ανιδιοτελών και αυτονόητα αυθόρμητων- δημοσιευμάτων σχετικά με την αυτοβιογραφία της Γιάννας Αγγελοπούλου-Δασκαλάκη, ο καλόπιστος αναγνώστης οδηγείται στο να ρίξει μια ματιά στο πόνημα.

Το πρώτο που παρατηρεί κανείς ξεφυλλίζοντας το βιβλίο είναι ο

νοσηρά απέραντος έρωτας της συγγραφέως με τον εαυτό της: από την πληθωρική παράθεση φωτογραφικών ενσταντανέ με «σημαντικούς» και «επωνύμους», τα περισσότερα από τα οποία οφείλονται στον σύζυγο και όχι στην ίδια, μέχρι τον αυτοθαυμαστικό τρόπο με τον οποίο αναφέρεται στον εαυτό της, στις ικανότητές της και στο «άστρο» της (μιλώντας συχνά για τα κοσμήματα και τα ρούχα της), το βιβλίο αναδίδει μια αυτοεικόνα της Γιάννας απωθητικά δυσανάλογη του πραγματικού της μεγέθους, σε φανερά παθολογικό σημείο. Σε κάποιο σημείο παραλληλίζεται υπορρήτως με άλλα αναστήματα «που γνώρισαν την αχαριστία», όπως ο Σωκράτης, ο Καποδίστριας, ο Φειδίας, ο Τρικούπης, ο Βενιζέλος…

Το εντυπωσιακό είναι βέβαια πως οι επιφανείς Αμερικανοί που έχουν γράψει για το βιβλίο την παρουσιάζουν με τον τρόπο που εκείνη βλέπει τον εαυτό της: ως αξεπέραστη ηγέτιδα με άφθαστα επιτεύγματα. Αν κάποιος δεν γνωρίζει την ιστορία της Γιάννας και διαβάσει το οπισθόφυλλο δια χειρός Bill Clinton και άλλων, θα συμπεράνει πως η Γιάννα της μιάμισης κοινοβουλευτικής θητείας έχει ήδη αναγνωριστεί παγκοσμίως ως πολιτικός ιστορικού βεληνεκούς, μια διασταύρωση Γκάντι, Τσώρτσιλ, Κέννεντυ και Μάο. Υποπτεύομαι βέβαια πως αν ήμουν κι εγώ η σύζυγος του Θεόδωρου Αγγελόπουλου, οι υπόλοιποι θα ανακάλυπταν σε εμένα πρωτόγνωρα ταλέντα και άφθαστη αξιοσύνη την οποία εγώ ο ίδιος δεν θα είχα αντιληφθεί προηγουμένως.

Το δεύτερο που παρατηρεί κανείς είναι ο σαφέστατος προσανατολισμός ολόκληρου του βιβλίου, από την αφιέρωση και το οπισθόφυλλο μέχρι το περιεχόμενο και τις αποστροφές του λόγου, στο επικείμενο εγχείρημα πολιτικού «ρεσάλτο» της Γιάννας στην Ελλάδα. Ο αυτοβιογραφικός λόγος της Γιάννας παρουσιάζεται ως «χρήσιμος οδηγός για όσους θέλουν να μεταμορφώσουν ολόκληρα έθνη» (Clinton), η ίδια αφιερώνει το βιβλίο στον «ελληνικό λαό, για τον οποίον -πιστεύω- έρχεται ένα καλύτερο κεφάλαιο», με την ίδια στο πηδάλιο βεβαίως, ενώ ο επίλογος αποτελεί μια πολιτική μπροσούρα σχετικά με το πόσο επιτακτική και αναγκαία είναι η αλλαγή στην Ελλάδα, παράλληλα με το πόσο άξια είναι η ίδια η Γιάννα. Κατά σχεδόν κωμικά προβλέψιμο τρόπο, το βιβλίο κλείνει με την φράση του Καζαντζάκη «εγώ, εγώ μονάχος μου θα σώσω τον κόσμο» – εντάξει, το πήραμε το μήνυμα!

Παρά την ακραία κινητοποίηση του αμερικανικού και ελληνοαμερικανικού παράγοντα και το περίσσευμα των τόσο σημαντικών στην ελληνική πολιτική χρημάτων, το κορίτσι που εισήχθη μέσω Μητσοτάκη στην ελληνική πολιτική ζωή και που τόσο μόχθησε για την ουδέποτε γεγονυία νίκη του ΣΥΡΙΖΑ στις τελευταίες εκλογές ξεχνά δύο πολύ σημαντικά πράγματα:

Πρώτον, το ότι οι πιθανότητες να θεωρήσει ο ελληνικός λαός πως μια νοσηρά φιλόδοξη σύζυγος μεγιστάνα, πλήρως αποκομμένη από την ζοφερή πραγματικότητα που βιώνει ο λαός, αποτελεί την μεγάλη ελπίδα και την χρυσή εφεδρεία για την αναδιάταξη της πατρίδας προσεγγίζει με μαθηματική βεβαιότητα το μηδέν. Κάθε προσπάθεια πολιτικού ρεσάλτο μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνον ερήμην του λαϊκού σώματος – όμως, αυτό είναι που τελικά προσέρχεται στην κάλπη.

Δεύτερον, η Γιάννα Αγγελοπούλου επενδύει όλη της την πολιτική αυτοπαρουσίαση στην επιτυχία των Ολυμπιακών Αγώνων, στην ελπίδα της ότι αυτοί αποτελούν την νοσταλγική συλλογική ανάμνηση μιας Ελλάδας που μπορεί, μιας Ελλάδας που λάμπει. Αυτό όμως καταδεικνύει το πόσο μακριά βρίσκεται από την κοινωνία μας. Εδώ στην Ελλάδα, οι υπερχρεωμένοι ελέω Γιάννας Ολυμπιακοί Αγώνες εγκαθίστανται όλο και περισσότερο στην συλλογική συνείδηση ως το αποκορύφωμα της ελλειμματικής και μεταπολιτευτικής Ελλάδας, το αποκορύφωμα της Ελλάδας που ζει με δανεικά, που καταχρεώνει τις επόμενες γενεές χωρίς έγνοια, που παρουσιάζει μιαν απαστράπτουσα εικόνα την οποία δεν μπορεί να πληρώσει. Την Ελλάδα που γκαζώνει χωρίς φρένο προς την αυτοκαταστροφή της τραγουδώντας λαϊκά άσματα, χωρίς να βλέπει τον τοίχο. Την Ελλάδα που προσπαθούμε όλοι μας να ξεχάσουμε και γρήγορα να ξεπεράσουμε, να την αφήσουμε για πάντα πίσω μας. Με αυτήν την Ελλάδα πασχίζει να ταυτιστεί η κ. Αγγελοπούλου, και μέχρι στιγμής τα καταφέρνει μια χαρά.

Άλλος για ίδρυση κόμματος; Το αφεντικό τρελλάθηκε!

Κ.Λ.Μ.

Keywords
Τυχαία Θέματα