Από την Σάττι στο Μπέρκλεϊ

.

Η παρουσία της Σάττι στην συνέντευξη τύπου της Eurovision, στο δοσμένο επίπεδο που εκδηλώθηκε βέβαια, θίγει διαστάσεις της πραγματικότητας πολύ ευρύτερες από το γεγονός καθεαυτό, αλλά και τον αντίκτυπο που είχε στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης.

Κατ’ αρχάς σε σχέση με το τρίγωνο ”Ελλάδα-Ισραήλ και Τουρκίας”. Είδαμε την Σάττι την ίδια στιγμή να μιλάει για την συναδέλφωση των δύο λαών και την μουσική υπεράνω των συνόρων, και να απορρίπτει συνάμα την υποψήφια του Ισραήλ. Σε ένα ευρύτερο επίπεδο,

αυτό θα είναι και η λογική συνέπεια της ελληνοτουρκικής προσέγγισης με τον τρόπο που επιχειρείται σήμερα (η γραμμή της προσέγγισης παρά τις αντιθέσεις). Κι αυτό γιατί οι ελληνοτουρκικές αντιθέσεις προκύπτουν από τον τουρκικό επεκτατισμό, και την επιθυμία του επί της παρούσης να αναχθεί αυτόνομος πόλος στο παγκόσμιο σύστημα. Κάτι που προϋποθέτει αφενός την σύγκρουση με το Ισραήλ (γιατί η αμφισβήτηση του δικαιώματος ύπαρξης του κράτους του, όπως απέδειξε η πολιτική των μουλάδων του Ιράν, είναι το στοιχείο εκείνο που επιτρέπει την οριζόντια ενοποίηση του μουσουλμανικού κόσμου πέραν των εσωτερικών του, κοινωνικών ή εθνικών διαιρέσεων). Και αφ’ ετέρου την δορυφοριοποίηση της Ελλάδας, ακριβώς διότι η ανεξάρτητή της ύπαρξη συνιστά σφήνα για την προβολή της τουρκικής ισχύος προς τα δυτικά.

Η “προσέγγιση παρά τις αντιθέσεις” του Μαξίμου και του Υπ. Εξ. προϋποθέτει να κάνει τα στραβά μάτια στην κλιμάκωση της αντι-ισραηλινής ρητορικής από τον Ερντογάν, στάση που προφανώς προκαλεί ρωγμές στις σχέσεις της Ελλάδας με το Ισραήλ. Κάτι που με τη σειρά του επιθυμεί και η Τουρκία, καθώς μια Ελλάδα που δεν τα έχει καλά με το Ισραήλ, είναι μια Ελλάδα που μπορεί να δορυφοριοποιηθεί πιο εύκολα σε εκείνην. Όπερ έδει δείξαι, λοιπόν, για τους τάχα ρεαλιστές, θιασώτες της ε/τ προσέγγισης.

Δεύτερο. Μέσα από περιστατικά τύπου Σάττι στην Eurovision, ή τις εικόνες των ελίτ φοιτητών που καλούν Ιμάμηδες και συμμετέχουν στην προσευχή της Παρασκευής στο Κολούμπια και το UCLA, αντιλαμβάνεται κανείς ότι το Παλαιστινιακό έχει μεταβληθεί σε γκάτζετ για την νέα γενιά των ελίτ. Κάτι που συμβαίνει με ιδιότυπο τρόπο, και οπωσδήποτε σε βάρος των Παλαιστινίων της Γάζας και της τραγικής τους θέσης. Δεν είναι πλέον, η κοινότητα των πολιτικών προταγμάτων, σ’ ένα πλαίσιο αδέσμευτου σοσιαλισμού και εθνικής αυτοδιάθεσης όπως το έβλεπαν πολλοί νέοι στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ το 1970. Είναι ”χαμασοWoke”. Δηλαδή, η συνάντηση μιας ιδεολογίας που επιδιώκει την αυτοακύρωση του Δυτικού Πολιτισμού με τον ισλαμοφασισμό. Και το σημείο σύγκλισης δεν είναι επί του προκειμένου ο αντιϊμπεριαλισμός (γιατί προφανώς δεν νοείται ένας αντι-ιμπεριαλισμός των δύο μέτρων και δύο σταθμών που εξαντλεί όλη την αυστηρότητά του έναντι της Δύσης, την ίδια στιγμή που συμπλέει με την ρωσική ή την ισλαμική επέκταση) αλλά το μίσος για τις εθνικές ταυτότητες, και τους πολιτισμούς της Δύσης, και την κοινότητα των κλασικών αξιών που διατηρούν μεταξύ τους.

Τρίτον, ως γκάτζετ των ελίτ, και ως ”χαμασοwoke” σύνθεση το Παλαιστινιακό έχει αισθητικοποιηθεί. Συνοδεύεται από μια κουλτούρα που αντικατοπτρίζεται χαρακτηριστικά στα βίντεο κλίπ και την αισθητική της Σάττι, ιδίως στο κομμάτι τους εκείνο που αντικατοπτρίζει αυτόν τον μεταμοντέρνο οριενταλισμό. Με ολίγη από τραπ, σκηνογραφίες συνοικιών που θυμίζουν τα μουσουλμανικά προάστια της Βηρυτού (ή κάποια συνοικία της Στοκχόλμης και των Βρυξελλών), και με μια διάθεση αποκαθήλωσης όλων των κλασικών στυλ, η οποία εκφράζεται μέσα από το κιτς, την εξύμνηση της υπερβολής και κάθε τι του υβριδικού. Διότι σύμφωνα με την νέα mainstream ‘αντιαισθητική’ το κιτς και η υπερβολή συνιστά ωμό ρεαλισμό, η πηγαία ασχήμια συνιστά ευθύτητα και αμφισβήτηση κάθε προσπάθειας καλλιέργειας του ωραίου, καθώς το τελευταίο αντιμετωπίζεται πλέον σαν φτιασίδωμα και προσποίηση.

Τέταρτον, η παιδαριώδης συμπεριφορά. Σε συνέχεια, ίσως με τα αμέσως προηγούμενα, η επιτηδευμένη γλώσσα του σώματος με την οποία η Σάττι εκδήλωσε την δυσφορία της για την ισραηλινή υποψηφιότητα (που πολύ συχνά είναι κομμάτι αυτής της “slatina” υποκριτικής που συνοδεύει τις χορογραφίες του συγκεκριμένου μουσικού είδους) συνιστά και ένα δείκτη για την ηθική της συμπεριφοράς στην οποία προσανατολίζονται οι νέες γενιές των ελίτ. Και εδώ οι καλοί τρόποι, η συγκροτημένη παρουσία, το να διατυπώσει κανείς την αντίθεσή του με μια στοιχειώδη ευπρέπεια –όλα αυτά θεωρούνται υποκρισία, προσποίηση, σεμνοτυφία, και εν τέλει φτιασίδωμα και συγκάλυψη της ‘λευκής υπεροχής’. Αντίθετα η αγένεια, κάθε είδους υστερία, και προγλωσσική αντίδραση, το να φέρεται κανείς σαν εγωτικό νευρόσπαστο ή να κάνει ό,τι του καπνίσει, θεωρείται η νέα εικονοκλαστική στάση και αποτελεί την γλωσσική έκφραση αυτού του μηδενιστικού ριζοσπαστισμού.

Και επειδή κάποιοι αντιτείνουν ότι η Σάττι παρ όλη την ατυχή της εμφάνιση στην συνέντευξη τύπου της Eurovision είναι καλλιεργημένη και σπούδασε στο μουσικό σχολείο του Μπέρκλι. Μα, πλέον στα κορυφαία αμερικανικά πανεπιστήμια, αυτά ακριβώς που θίγονται τα παραπάνω ”μαθαίνουν” και κοντεύουν να γίνουν κομμάτι της διδακτέας ύλης (αν ορισμένα δεν έχουν γίνει ήδη…).

Keywords
Τυχαία Θέματα