Μια ανάσα αισιοδοξίας

Αδυνατώ να πιστέψω ότι ο Ολυμπιακός πήρε το Χαβιέ Σαβιόλα. Συμβαίνει να είχα ακούσει από την περασμένη Παρασκευή ότι οι διαπραγματεύσεις του Ολυμπιακού με τον Αργεντινό είναι πολύ προχωρημένες και ότι η κρίσιμη μέρα ήταν η Κυριακή, καθώς τότε έληγε η προθεσμία που του είχε βάλει η Σάντος για να απαντήσει στην πρόταση που του είχε κάνει – όμως ομολογώ πως παρά την καλή ενημέρωση δεν πίστευα ότι η μεταγραφή θα ολοκληρωθεί. Αδυνατώ
να πιστέψω ότι ο Ολυμπιακός πήρε το Χαβιέ Σαβιόλα. Συμβαίνει να είχα ακούσει από την περασμένη Παρασκευή ότι οι διαπραγματεύσεις του Ολυμπιακού με τον Αργεντινό είναι πολύ προχωρημένες και ότι η κρίσιμη μέρα ήταν η Κυριακή, καθώς τότε έληγε η προθεσμία που του είχε βάλει η Σάντος για να απαντήσει στην πρόταση που του είχε κάνει – όμως ομολογώ πως παρά την καλή ενημέρωση δεν πίστευα ότι η μεταγραφή θα ολοκληρωθεί. Καλά καλά δεν το πιστεύω και τώρα. Όχι γιατί ο 31χρονος επιθετικός είναι ένας από τους καλύτερους Αργεντινούς παίκτες της τελευταίας δεκαετίας , αλλά γιατί ποτέ δεν περίμενα πως στην Ελλάδα θα ξαναβλέπαμε τέτοιου είδους ποδοσφαιριστές. Μιλάμε για τον Σαβιόλα, έναν από τους ελάχιστους που έχουν αγωνιστεί και στη Μπαρτσελόνα και στη Ρεάλ Μαδρίτης, ένα παίκτη που πέρυσι έπαιξε 35 ματς με τη Μάλαγα με την οποία έφτασε ενάμισι λεπτό πριν τον ημιτελικό του Τσάμπιονς λιγκ. Και μιλάμε για την Ελλάδα που βρίσκεται στον έκτο χρόνο της ύφεσης, πράγμα που δεν έχει γίνει ούτε στο διάστημα του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου! Ακόμα και τότε, έξι χρόνια ύφεσης δεν υπήρξαν.Πέρυσι τέτοιο καιρό εδώ στο Sport. gr είχα γράψει ένα κομμάτι με τίτλο «η Ελλάδα του Ντελ Πιέρο», στο οποίο υπογράμμιζα την αδυναμία να ξεφύγουμε από την ψευδαίσθησή μας πως όλα μπορεί να είναι ξανά ίδια. Ένα χρόνο μετά, και ακριβώς γιατί όλα όσα τότε σημείωνα εξακολουθούν να ισχύουν, η απόκτηση του Σαβιόλα μοιάζει όνειρο: θα έλεγα ότι ο Βαγγέλης Μαρινάκης τρελάθηκε και πιθανότατα θα συμφωνούσε μαζί μου και ο ίδιος ο πρόεδρος του Ολυμπιακού που γνωρίζει πόσο δύσκολο είναι να πείσεις να έρθει στην Ελλάδα, όχι ένας ποδοσφαιριστής σαν τον Σαβιόλα, αλλά ο οποιοσδήποτε ξένος ποδοσφαιριστής επιπέδου! Κι όμως ο Μαρινάκης και οι συνεργάτες του το κατάφεραν το μεγάλο κόλπο – και πέρα από την απόκτηση του παίκτη που είναι ένας καλός κράχτης για τους οπαδούς του Ολυμπιακού έδωσαν ξαφνικά και μια περίεργη ανάσα αισιοδοξίας: ακόμα και σε αυτή την Ελλάδα της οικονομικής δυστυχίας, ακόμα και σε αυτή τη χώρα που διαρκώς φλυαρούμε αντί να δουλεύουμε, ακόμα και σε αυτό τον τόπο που για τα διεθνή μέσα κακώς έγινε συνώνυμο της τεμπελιάς και της ρεμούλας, υπάρχει περιθώριο να κάνεις εντυπωσιακά πράγματα αν κινηθείς σωστά. Γιατί η απόκτηση του Σαβιόλα είναι χωρίς αμφιβολία πρώτα από όλα αυτό: δηλαδή μια εντυπωσιακή, και ως προς την επιχειρηματική της ουσία, κίνηση.Παίκτες σαν τον Σαβιόλα έχουν έρθει και στην Ελλάδα κι άλλοι. Ο Ριβάλντο κάτοχος της Χρυσής Μπάλας και παγκόσμιος πρωταθλητής. Ο Καρεμπέ, κατευθείαν από την πανίσχυρη τότε Εθνική Γαλλίας. Ο Τζιοβάνι και ο Ζάχοβιτς ένα καλοκαίρι που τους ήθελε πολύς κόσμος. Ο Λουτσιάνο Γκαλέτι με παράσημα και χρόνια μπροστά του. Ο μεγάλος Σισέ, για να μην αναφέρομαι μόνο σε παίκτες του Ολυμπιακού. Όμως ο Ρίμπο ήρθε γιατί δεν μπορούσε να βρει ομάδα – είχε απορριφθεί και από την Μπόλτον, πριν πει το ναι στον Ολυμπιακό και ήταν για μήνες στα αζήτητα. Ο Καρεμπέ, ο Ζιοβάνι κι ο Ζάχοβιτς είχαν αποκτηθεί με το χρηματιστήριο στις 6000 μονάδες και ο Γκαλέτι τον καιρό που τον Κόκκαλη τον αποκαλούσαν «Εθνικό προμηθευτή». Κι όσο για το Σισέ, όταν ήρθε, οι μέτοχοι του ΠΑΟ είχαν βάλει γύρω στα 120 εκατ ευρώ στις αυξήσεις του μετοχικού κεφαλαίου της ΠΑΕ γιατί τότε πραγματικά δέναμε τα σκυλιά με τα λουκάνικα! Καμία από αυτές τις σπουδαίες όντως μεταγραφές δεν συγκρίνεται με αυτό που πέτυχε ο Μαρινάκης αυτό τον καιρό: θυμίζω πως ένα μήνα πριν, όταν ο ΠΑΟΚ έκανε πρόταση στον Πόουλσεν της Σαμπντόρια οι δανέζικες εφημερίδες έγραφαν ότι αν ο παίκτης πει το «ναι» καλό είναι να έχει υπόψη του ότι θα πάει σε μια χώρα όπου θα κινδυνεύει να χάσει τα λεφτά του.Είναι χρήσιμο να δούμε πως η διοίκηση του Ολυμπιακού οδηγήθηκε σε αυτή την υπέρβαση: δεν εννοώ ότι ντε και καλά πρέπει να μάθουμε πως ο παίκτης δελεάστηκε, τι του έταξαν και άλλα τέτοια σκαμπρόζικα, αλλά το πώς είναι δυνατόν να βάλεις ένα τέτοιο στόχο, όταν κινείσαι μέσα σε τέτοιες συνθήκες. Αυτό που εγώ καταλαβαίνω είναι ότι σε αυτή την περίπτωση μέτρησαν καταλυτικά, πέρα από τα χρήματα και τη διάθεση του Μαρινάκη, δυο πράγματα: το πρώτο η ίδια η συμπεριφορά του κόσμου του Ολυμπιακού και το δεύτερο η κατανόηση του δίκαιου του αιτήματος του. Ο κόσμος του Ολυμπιακού πέρυσι διαμαρτυρήθηκε ζητώντας κάτι καλύτερο: δεν είχε μια αόριστη απαίτηση, αλλά μια συγκεκριμένη ανάγκη – την ανάγκη να δει την ομάδα του να παίζει καλύτερο ποδόσφαιρο. Ο συγκεκριμένος κόσμος εξέφρασε αυτό το αίτημα παραμένοντας ωστόσο στο Καραϊσκάκη: παρά την πίκρα του από άτυχα αποτελέσματα ή από εμφανίσεις που μαρτυρούσαν ότι οι παίκτες δεν τον σεβάστηκαν όσο θα πρεπε (όπως π.χ εκείνες στα βαθμολογικά αδιάφορα ντέρμπι με ΠΑΟΚ και ΠΑΟ), ο κόσμος δεν έφυγε, δεν γύρισε στην ομάδα την πλάτη, δεν σταμάτησε να τη στηρίζει. Ετσι ήταν αδύνατο η όποια διοίκηση να μην δει το αίτημά του με σεβασμό: πρώτα κατέβασε τις τιμές των διαρκείας, αναγνωρίζοντας ότι οι εποχές έχουν αλλάξει και έπειτα προσπάθησε να ικανοποιήσει τις προσδοκίες, όχι γιατί φοβήθηκε να μην χάσει τον κόσμο, αλλά γιατί είχε τη βεβαιότητα ότι θα τον έχει δίπλα της. Είναι επίσης εξίσου σημαντικό ότι αυτή την απαίτηση του κόσμου η διοίκηση τη θεώρησε δίκαιη – και μην το θεωρείται δεδομένο. Μια άλλη διοίκηση θα μπορούσε να επικαλεστεί την πτώχευση της ΑΕΚ, τη φτωχοποίηση του Παναθηναϊκού, την απόλυτη απουσία επενδυτών που δεν προκαλούν γέλιο όπως ο Τσάκας, την μείωση των εσόδων – πράγμα που είναι και το μόνο βέβαιο για όλους τη νέα σεζόν καθώς και η Νοva και ο ΟΠΑΠ θα πληρώσουν λιγότερα. Όλα αυτά ισχύουν και θα μπορούσαν να γίνουν σεβαστά από τον κόσμο – όμως η διοίκηση του Ολυμπιακού δεν τα χρησιμοποίησε. Πιθανότατα να είναι μια από τις ελάχιστες εταιρίες (κι όχι μόνο τις ποδοσφαιρικές) που δεν αντιλαμβάνεται την εποχή ως ευκαιρία για να ρίξει στον κόσμο το βάρος της λιτότητας της, και κυρίως μια από τις λίγες που προσπαθεί να μείνει υγιής σκεπτόμενη την ανταγωνιστικότητα της. Και ανταγωνιστικός δεν είσαι όταν φτωχαίνεις, αλλά όταν κρατάς αξιοπιστία και κύρος, ώστε να μπορεί να ελπίζεις πως ο κόσμος θα σε στηρίξει.Ο «Ολυμπιακός του Σαβιόλα» είναι ένα μάθημα για κάθε ντόπιο επιχειρηματία, που το έβαλε στα πόδια, ελπίζοντας ότι θα επιστρέψουμε στη δραχμή και θα φέρει πίσω τα χρήματα που έβγαλε στο εξωτερικό αυγατισμένα. Αν κάτι χρειαζόμαστε είναι μια τέτοια επιχειρηματική λογική: επιχειρήσεις που να εξακολουθούν να λαμβάνουν υπόψην τους τον κόσμο, που να μην αποδέχονται την ιδέα της συρρίκνωσης, που να μάχονται για να φέρουν σε πέρας επιχειρηματικά project που μοιάζουν αδύνατα. Δεν ξέρω τι θα κάνει ο Σαβιόλα: κανείς ποτέ δεν ξέρει πόσο επιτυχημένη θα είναι μια μεταγραφή. Αλλά ο ερχομός του είναι μια σταλιά αισιοδοξίας: η πρώτη απόδειξη πως πολλά μπορεί να γίνουν, με λίγη τρέλα, λίγη τόλμη, και πολύ σεβασμό στον κόσμο που απαιτεί χωρίς να ονειροβατεί ή να ουρλιάζει διάφορα ακατανόητα…
Keywords
Τυχαία Θέματα