Μια καρτούλα από τη Ρώμη

Το σινεμά ήταν φίσκα: το κοινό του Γούντι Αλεν στην Ελλάδα είναι περισσότερο ετερόκλητο και από αυτό που πήγαινε στις διαδηλώσεις των «Αγανακτισμένων», αλλά είναι και πιστό και τεράστιο. Η κριτική έθαψε με το γάντι το «To Rome with Love», αλλά για τις ταινίες δημιουργών που έχουν δικό τους κοινό, όπως ο Γούντι Αλεν, η κριτική ελάχιστο ρόλο παίζει: το κοινό τους θα τις δει ό,τι και να τις
ακολουθεί - λοιδορία ή έπαινος. Κάθε φορά που βγαίνει μια καινούργια ταινία του αμερικάνου, βλέποντας τις γεμάτες αίθουσες, αναρωτιέμαι πως εξηγείται το σχεδόν μόνιμο σουξέ του. Υπάρχουν άνθρωποι, συνήθως μεγάλη σε ηλικία, που πάνε σινεμά μόνο μια φορά το χρόνο: για αυτόν. Ο,τι σαχλαμάρα και αν αποφασίσει να γυρίσει, το κοινό την αντιμετωπίζει με κατανόηση: γελάει π.χ συχνά με αστεία που ελάχιστα αστεία είναι. Σχεδόν πάντα η συντριπτική πλειοψηφία του κοινού του συγχωρεί ακόμα και τις πιο ανολοκλήρωτες ιδέες ή τα πιο κουτά σεναριακά ευρήματα. Προφανώς ο τύπος έχει κερδίσει το σεβασμό χάρη στο σπουδαίο παρελθόν του: ούτε από αυτό απουσίαζαν οι μπαλαφάρες ή οι κουταμάρες, αλλά έβλεπες συχνά πυκνά και σπουδαία πράγματα. Τώρα αυτό συμβαίνει ολοένα και λιγότερο, όμως η αγάπη του κοινού παραμένει χωρίς απαιτήσεις ή απληστίες: κανείς δεν ζητάει παραπάνω. Τι συμβαίνει; Νομίζω ότι ο Γούντι Αλεν έχει με τον καιρό αποκτήσει για τον καθένα μας το ρόλο του καλού θείου – του αδερφού του παππού ή της γιαγιάς. Οσοι ένα τέτοιο θείο είχατε, νομίζω με καταλαβαίνετε. Ο καλός θείος ήταν πάντα εντός αλλά και εκτός της οικογένειας: συμμετείχε πολύ στα ωραία και πολύ λιγότερο στα δράματα. Οι γονείς τον σέβονταν γιατί δεν τον είχαν διαρκώς μέσα στα πόδια τους, όπως π.χ την πεθερά ή τον πεθερό. Μια στις τόσες τον καλούσαν σπίτι για φαγητό γιατί τους θύμιζε τον παππού και τη γιαγιά και τη χαρά της μεγάλης οικογένειας. Στους πιτσιρίκους άρεσαν οι διηγήσεις, οι γονείς διακριτικά παρίσταναν ότι τον συμβουλεύονταν, σχεδόν πάντα μιλούσαν για ένα και μόνο βράδυ για αυτόν - σπανίως επικριτικά και συνήθως με ένα κουμπωμένο θαυμασμό. Συμφωνούσαν πάντα ότι είναι καλά και ότι είναι ο καλύτερος. Αν είχε σπίτι στην εξοχή πήγαιναν να τον βρουν κι ο θείος ήταν πάντα φιλόξενος. Αν έρχονταν αυτός για επίσκεψη, έφερνε μαζί του δώρα – τα παιδιά τα περίμεναν, η μαμά έλεγε «θείε δεν είναι ανάγκη». Ο καλός θείος δημιουργούσε πάντα μια ωραία ατμόσφαιρα ακόμα κι αν οι διηγήσεις του με τον καιρό γίνονταν λίγο μονότονες, ήταν παραλλαγές άλλων που είχαμε ακούσει, αφορούσαν ανθρώπους και εποχές που δεν ξέραμε. Την ταινία «Το Rome With Love», αν την είχε κάνει άλλος, νομίζω θα τον έπαιρναν με τις πέτρες. Το σενάριο περιέχει μια σειρά από ιστορίες που ισορροπούν ανάμεσα στο μπανάλ και στα κλισέ: οι Ιταλοί περιφέρονται σαν καρικατούρες – οι πιο πολλοί δεν είναι καν Ρωμαίοι. Απουσιάζουν η ντοπιολαλιά των ντόπιων, οι τρόποι τους, οι φάτσες τους, η κουζίνα τους, η Ρόμα, η Λάτσιο. Ο Αντόνιο Αλμπανέζε σε ρόλο σταρ-ιταλού-ηθοποιού (κάτι ανάμεσα σε Αλμπέρτο Σόρντι και Λίνο Μπάνφι) και η Πενέλοπε Κρουζ (καρικατούρα της ιταλίδας
Keywords
Τυχαία Θέματα