Ω, λε φιλαλάκο!

Με αφορμή τη βραδιά παρουσίασης του βιβλίου του Νίκου Γιαννόπουλου στον χώρο της Τσαμαδού 15, κάποιοι άνθρωποι βρήκαμε την ευκαιρία να το ξαναδιαβάσουμε. Και ψυχαγωγηθήκαμε (τουλάχιστον όσοι και όσες δεν ξαφνιαζόμαστε στη μυρωδιά του δακρυγόνου) και αναστοχαστήκαμε πάνω στους αγώνες του παρελθόντος και στη σχέση τους με αυτούς του παρόντος και του μέλλοντός μας.

Ας δούμε λοιπόν τι είναι αυτό το βιβλίο: Τυπικά είναι η καταγραφή της πολιτικής πορείας του Νίκου γραμμένη από τον ίδιο. Κι όπως ο ίδιος ξεκαθαρίζει απ’ την αρχή, οποιουδήποτε τύπου αυτοβιογραφία εμπεριέχει ενός είδους αλαζονεία,

πλην όμως δηλώνει ότι δεν είναι αρκετά αλαζόνας για να καταργήσει την ανθρώπινη ματαιοδοξία και, ευτυχώς για εμάς, δεν επιχείρησε να το κάνει – σε μια τέτοια περίπτωση δεν θα είχαμε αυτό το βιβλίο στα χέρια μας.

Ο «Φιλαλάκος» όμως, πέρα από μια απολαυστική πολιτική αυτοβιογραφία, είναι ταυτόχρονα και μια πολύ ιδιαίτερη, όσο και χρήσιμη, καταγραφή των προθέσεων αλλά και των δυνατοτήτων της «Ζωηρής Άκρας Αριστεράς», των υπερβάσεων αλλά και των υποχωρήσεών της, της πολιτικής της ατζέντας αλλά και των ανθρώπων που ανέλαβαν να την υλοποιήσουν.

Αλλά είναι πολλά περισσότερα κι απ’ αυτά:

Είναι οι μικρές ιστορίες πίσω απ’ τη μεγάλη εικόνα, είναι το πλήθος των ανέκδοτων περιστατικών που, όχι, δεν θα τα βρει κανείς στο ίντερνετ. Περιστατικά που τα διηγήθηκε κόσμος που τα έζησε, γύρω από μπάρες και τραπέζια, ή στα μεσοδιαστήματα κάποιας εξαντλητικής νυχτερινής κινηματικής βάρδιας. Ακριβώς όπως κάποτε αναβίωναν χαμηλόφωνα οι ιστορίες παλιών αγώνων στο αντιφέγγισμα της φωτιάς, από τα στόματα των ίδιων των πρωταγωνιστών τους. Γι’ αυτό έχει πολύ μεγάλη σημασία και ποιος έγραψε αυτό το βιβλίο.

Βιωματική ματιά και προσέγγιση

Δεν αναφέρομαι μόνο στα ιδιαίτερα χαρίσματα του Νίκου, στην εντυπωσιακή μνήμη, τη μαεστρία του λόγου, το ξεκαρδιστικό χιούμορ, την επίμονη τσαχπινιά, τη συνεκτικότητα της αφήγησης. Ούτε μόνο στις ιδανικές ισορροπίες ανάμεσα στο προσωπικό και το κινηματικό, ή στην εξιστόρηση και στο πολιτικό συμπέρασμα.

Κυρίως είναι το βίωμα – η βιωματική ματιά και προσέγγιση.

Γι’ αυτό και ο πλούτος της έκφρασης και των συναισθημάτων, και πάνω απ’ όλα όλη αυτή η ζαπατίστικη τρυφερότητα με την οποία περιβάλλει τις συντρόφισσες και τους συντρόφους αυτού του ταξιδιού.

Αν αυτό το βιβλίο το έγραφε κάποιος άλλος, τρίτος ή αμέτοχος σε όσα εξιστορούνται, αν ήταν για παράδειγμα μια μεταπτυχιακή εργασία, μια δημοσιογραφική έρευνα, μια ιστορική καταγραφή, θα ήταν ένα άλλο βιβλίο. Όπως θα ήταν διαφορετική μια ιστορικοπολιτική προσέγγιση κάποιου τρίτου για την Ε.Ο. 17Ν από το «Γεννήθηκα 17 Νοέμβρη» του Δ. Κουφοντίνα, ή ένα εκτενές ρεπορτάζ αντί του «Μια φυσιολογική ζωή» του Β. Παλαιοκώστα.

Είναι μια βιωματική καταγραφή μιας πολιτικής Οδύσσειας και, σε ό,τι με αφορά, βιωματικά διαβάζεται. Με μισά χαμόγελα, αναστεναγμούς και τη διάθεση να μοιραστείς με τρίτους γεγονότα που αναφέρονται και περιστατικά που (για ευνόητους λόγους) ενίοτε παραλείπονται.

Ένας διαφορετικός κόσμος

Ξαναδιαβάζοντας λοιπόν τον «Φιλαλάκο» σχεδόν πέντε χρόνια μετά, μπορώ να διαβεβαιώσω ότι ήταν μια πολύ διαφορετική ανάγνωση. Κι αυτό γιατί ο κόσμος γύρω μας, το πλαίσιο, είναι εξαιρετικά διαφοροποιημένο.

Εύλογα θα αναρωτηθεί κανείς, τι είναι πέντε χρόνια, αν όχι σταγόνες στον ωκεανό της ιστορίας των ταξικών αγώνων και των ανταγωνιστικών κινημάτων, αν όχι μια αμελητέα ποσότητα;

Κι όμως.

Πέρα από επιμέρους γεγονότα που προωθούν ή αναστέλλουν την εξέλιξη των αγώνων και των κινημάτων, είναι και η ίδια η μετεξέλιξη, μετάλλαξη πιο σωστά, του ίδιου του κόσμου όπως τον ξέραμε:

Η διαρκώς επιταχυνόμενη αντικατάστασή του (αυτού του παλιόκοσμου) από τον θαυμαστό ψηφιακό κόσμο σε όλα τα επίπεδα (τηλεργασία, τηλεκπαίδευση, τηλεφλέρτ, αλλά και η ίδια η πολιτική τηλεδραστηριοποίηση – και η δική μας φυσικά) συμβαίνει πλέον σε οικουμενική κλίμακα και είναι σαρωτική. Η δε ταχύτητα αυτής της αλλαγής είναι ιλιγγιώδης.

Η ψηφιακή ζωή αποδυναμώνει το ίδιο το βίωμα, αντικαθιστώντας το από έναν βομβαρδισμό πληροφορίας και, κυρίως, εικόνας. Σε αντίθεση μάλιστα με τις περασμένες εποχές του τηλεοπτικού ολοκληρωτισμού στην πληροφόρηση, τώρα υπάρχει επιπλέον και η ψευδαίσθηση της ελευθερίας της επιλογής. Και η ταχύτητα της άμεσης απόκρισης με μια ανάρτηση απ’ τον καναπέ (ψηφιακός ακτιβισμός) επιβάλλεται πλέον, αφού και οι υπόλοιποι αυτό κάνουν.

Όλα τα παραπάνω, αντί να συνδράμουν σε μια πιο συνολική εικόνα και άποψη για τον κόσμο γύρω μας, παραδόξως, αλλά όχι ανεξήγητα, οδηγούν στο ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα:

Η μεν πληροφορία αποσπά την προσοχή και τελικά καταλήγει σε μια αποσπασματική και κατακερματισμένη, άρα στρεβλή, εικόνα για τον κόσμο. Η δε ταχύτητα δεν αφήνει πια χρόνο και χώρο στην κριτική σκέψη, καθιστώντας μας ευάλωτους δέκτες μιας παραποιημένης εικόνας του κόσμου – και οι παραποιημένες εικόνες προέρχονται συνήθως από εκείνους που έχουν λόγους να τις παραποιούν.

Οι φρικαλεότητες των βαρβάρων έναντι του πολιτισμένου Δυτικού κόσμου (στην Ουκρανία ή το Ισραήλ), ψέματα που όταν αποκαλύπτονται έχουν ήδη επικαλυφθεί από τα επόμενα ψέματα, είναι απλώς κάποια απ’ τα πιο πρόσφατα παραδείγματα της παραπάνω διαδικασίας.

Η ευκολία της αντίδρασης και η ασφάλεια της φυσικής απόστασης και της αλγοριθμικής διαμεσολάβησης βαφτίζονται απελευθέρωση. Αλλά είναι τα ψηφιακά μας προφίλ που βγαίνουν από τις ντουλάπες και απελευθερώνονται, όχι εμείς. Εμείς πρέπει να πληρώσουμε με επιδόματα τη σύνδεσή μας στον πάροχο, για να μην σκάσουν τα προφίλ μας στις ντουλάπες.

Μελαγχολία και περιφάνια

Και τι σχέση έχουν όλα αυτά με τον «Φιλαλάκο»;

Ξαναδιαβάζοντας τον «Φιλαλάκο» σε ένα, όπως υποστήριξα, αρκετά διαφοροποιημένο (επιεικώς) κοινωνικό πλαίσιο, έμεινα τελικά με δυο έντονα, όσο και αντικρουόμενα, συναισθήματα:

Το πρώτο είναι η μελαγχολία. Μια υπαρξιακού τύπου, πολιτική μελαγχολία. Όχι μόνο για τις συντρόφισσες και τους συντρόφους που χάσαμε αυτήν την πενταετία, ούτε πρόκειται για νοσταλγία για τις παλιές καλές μέρες που αμφιβάλλω αν υπήρξαν ποτέ ως τέτοιες, τουλάχιστον στο σύνολό τους. Θα το πω με ένα παράδειγμα:

Είναι τα τραύματα. Κυριολεκτικά. Οι σελίδες του «Φιλαλάκου» μυρίζουν δακρυγόνο. Περιγράφουν δύσπνοιες, εκδορές, μώλωπες, ράμματα, κατάγματα. Και λίγα χρόνια μετά, αμελητέα σε αριθμό, η πλειοψηφία των συντρόφων και των συντροφισσών πάσχει βασικά από τενοντίτιδα, λόγω υπερχρήσης του αντίχειρα.

Ψηφιακός ακτιβισμός με φατσούλες angry στην Πρόεδρο της Δημοκρατίας (αλλά οι μπάτσοι έφυγαν τελικά από τη Ν. Σμύρνη με την παραδοσιακή ινδιάνικη μέθοδο της κλωτσοπατινάδας), αγώνες για ένα δημοκρατικότερο Facebook και Twitter (λες και πρόκειται για δημόσιο χώρο και όχι για τις εταιρείες των κυρίων Ζάκερμπεργκ και Μασκ), κατακερματισμένη και αποσπασματική αντίληψη των ίδιων των αγώνων (η αίσθηση ότι οι απεργοί της efood νίκησαν επειδή κόσμος ξεγράφτηκε απ’ την εφαρμογή, μια εφαρμογή που κατά τα άλλα μέσω GPS θέτει τους ίδιους τους εργαζόμενους υπό συνεχή παρακολούθηση και αξιολόγηση απ’ τους καταναλωτές με ό,τι αυτό συνεπάγεται – π.χ. εργατικά ατυχήματα – και στην εφαρμογή αυτή ο ίδιος αλληλέγγυος κόσμος ξαναγράφτηκε ικανοποιημένος που συνέβαλε στη νίκη της απεργίας. Και η ζωή συνεχίζεται; Ναι, εκτός αν το εργατικό ατύχημα ήταν θανατηφόρο.

Είναι, τελικά, η μελαγχολική αίσθηση ότι η βιωματική πολιτική δράση ολοένα και υποκαθίσταται από την ψηφιακή της διαμεσολάβηση.

Είναι όμως κι ο «Φιλαλάκος» τόσο επίμονα και πεισματικά αισιόδοξος (είναι κι αυτός ο συγκινητικός, κάποιες στιγμές, βολονταρισμός της «Ζωηρής Άκρας»), που χέρι – χέρι με τη μελαγχολία είναι και η αίσθηση της περηφάνιας που μένει τελικά. Περηφάνια, γιατί κάναμε καλά που μπλέξαμε εκεί που δεν μας έσπειραν και, δεδομένων των μικρών μας δυνάμεων, το κάναμε και καλά. Κι ο Νίκος όλα αυτά τα περιγράφει με ζωντάνια, άνεση, ιδιοφυία και ανελέητη τσαχπινιά.

Αυτοί είναι και οι λόγοι για να ξαναδιαβάζεται κατά καιρούς ο «Φιλαλάκος»: Για να μαθαίνουν οι νεότεροι, να θυμούνται οι παλιοί, και όλοι και όλες μαζί να αναστοχαζόμαστε για τον κόσμο γύρω μας και τη θέση μας σ’ αυτόν – αν προλαβαίνουμε. Είναι εποχές δύσκολες αυτές που ζούμε κι αυτές που έρχονται, δυστοπικές, αλλά τι να κάνουμε (κατά Λένιν), έτσι είναι η ζωή. Αυτή είναι (κατά Κουτσούμπα). Για μια ακόμα φορά, Νίκο, σ’ ευχαριστούμε ρε φιλαλάκο.

Διαβάστε επίσης:

«Ο αρχάγγελος των Βράχων»: Ένα βιβλίο-γροθιά που κόβει την ανάσα!

«Democracy» σε σκηνοθεσία του Ένκε Φεζολάρι στο Ιδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης

Το μυστικό πίσω από τη σειρά των διάσημων πινάκων «The Lovers» του René Magritte

Keywords
Τυχαία Θέματα
Ω,λε φιλαλάκο!