Στάθης Κόικας στο topontiki.gr: «Στο θέατρο και την τηλεόραση σημασία έχουν οι συναντήσεις και οι λεπτομέρειες» (photos)

Ο Στάθης Κόικας σε σχετικά μικρό χρονικό διάστημα από τη στιγμή της αποφοίτησης του από τη δραματική σχολή του Εθνικού θεάτρου έως τώρα έχει διαμορφώσει μια πυκνή διαδρομή, με συμμετοχή σε αξιοσημείωτες συνεργασίες στο θέατρο πρωτίστως και στην τηλεόραση, αν και με ροπή στο σινεμά.

Φέτος κάνει τον Χέρμπερτ Βίσοφ στο «Μπερλίν Αλεξάντερπλατς» του Άλφρεντ Ντέμπλιν

στο θέατρο της Οδού Κυκλάδων – Λευτέρης Βογιατζής σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού.

Για τις τηλεοπτικές κάμερες είναι ο Σταύρος -κι επειδή παίζει πλήκτρα τον φωνάζουν Μπαχ– στη σειρά «Αυτή η νύχτα μένει» σε σκηνοθεσία Κατερίνας Φιλιώτου, για τον κόσμο της νύχτας και των μπουζουκιών στην επαρχία των 80’s.

«Με έναν τρόπο τα δύο αυτά έργα, στο θέατρο και στην τηλεόραση, είναι σαν να συνομιλούν μεταξύ τους. Πραγματεύονται το φως και το σκοτάδι. Την προσπάθεια  ανθρώπων να ξεφύγουν και να βρεθούν στο φως», λέει στο topontiki.gr ο Στάθης Κόικας, δίνοντας με μια «πινελιά» τη συνάφεια που έχουν οι δύο δουλειές στην οποίες συμμετέχει, με ρόλους κομβικούς σε κάθε μια από αυτές.

Υπάρχει κοινή συνισταμένη στα δύο πεδία έκφρασης;

Όταν το 2016 αποφοίτησα από τη δραματική σχολή του Εθνικού, εκείνο που ήθελα, ήταν να συνεχίσω τις σπουδές μου μέσα από παραστάσεις στη σκηνή και αισθάνομαι τυχερός, που καταφέρνω και συνεχίζω. Δεν σκεφτόμουν την τηλεόραση. Όμως, τα τελευταία περίπου δύο χρόνια είχα την τύχη να συναντηθώ με ανθρώπους σε ενδιαφέρουσες δουλειές στην τηλεόραση.

Για την τηλεόραση άκουγα διάφορα, όμως έχει σημασία, με ποιόν άνθρωπο  θα συνεργαστείς. Δεν έχει μεγάλη διαφορά η δουλειά  που κάνουμε στο θέατρο με εκείνην στην τηλεόραση. Στα πρώτα τηλεοπτικά μου βήματα είχα συμμετοχή σε δύο επεισόδια της σειράς «Ού φονεύσεις» του Πάνου Κοκκινόπουλου. Το γύρισμα για το επεισόδιο διαρκούσε μια βδομάδα. Όταν ως Αχιλλέας Μεγαρίτης βρέθηκα στις «Άγριες μέλισσες» να κάνω έναν ακροδεξιό φασίστα, διαπίστωσα πως η προετοιμασία και το γύρισμα ήταν κοντά σ’ εκείνη του θεάτρου. Το ίδιο βίωσα και στα «Καλύτερα μας χρόνια» αλλά και στο «Αυτή η νύχτα μένει».

Η διαφορά, η μεγάλη, έγκειται στην απουσία του κοινού την ώρα της τέλεσης. Κάτι που δεν συμβαίνει στο θέατρο.

Τί αλλάζει δηλαδή;

Είναι δύσκολο να μην υπάρχει η ανάσα του θεατή, κάτω από τη σκηνή, το βλέμμα του. Από την άλλη υπάρχει το «μάτι» της κάμερας. Ο Μάικλ Κέην στο βιβλίο του «Μπροστά στην κάμερα» αναφέρει ότι η κάμερα είναι παρτενέρ.  Και διερωτώμαι, γιατί να μην είναι και θεατής. Εν τέλει κάποιος μας βλέπει μέσω αυτής. Και πρέπει, να τον «αγγίξεις» μέσω της κάμερας.

Στην τηλεόραση, εκτιμώ, είναι πιο δύσκολη η μεταφορά εποχής. Η ατμόσφαιρα. Ο ηθοποιός πρέπει να μπει στο πνεύμα της και στη νοοτροπία των ανθρώπων, οι οποίοι ζουν και κινούνται σε αυτήν.  

Σε πυκνό διάστημα μέσα από τους πρόσφατους ρόλους βρεθήκατε σε διαφορετικές χρονικές περιόδους. Αισθάνεστε σαν ταξιδιώτης στο χρόνο;

Είναι συναρπαστικό αυτό. Σκεφτείτε, ότι στο «Μπερλίν Αλεξάντερπλατς» η  ιστορία εκτυλίσσεται στο Βερολίνο του Μεσοπολέμου, στις παρυφές του ναζισμού. Στο «Αυτή η νύχτα μένει» όλα συμβαίνουν στο 1985 στο Αγρίνιο κι εγώ ζώ στην Αθήνα του 2023.

Στο μεταξύ «πέρασα» τα προδικτατορικά χρόνια μέσα από τις «Άγριες μέλισσες», στα χρόνια της Μεταπολίτευσης στη σειρά «Τα καλύτερα μας χρόνια» και την σημερινή εποχή στις «Σέρρες».

Ενδιαφέρον έχει, διότι προσπαθώ να καταλάβω, να νιώσω τον καθένα από αυτούς τους  διαφορετικούς κόσμους. Για παράδειγμα στη σειρά «Αυτή η νύχτα μένει» έχει ενδιαφέρον, διότι αυτή τη συνθήκη του «μεγάλου πάρτι», του κόσμου της νύχτας των μπουζουκιών, δεν την γνωρίζω, δεν την έχω ζήσει.

Είναι επίσης και ένα ταξίδι στα είδη του θεάτρου. Από το κλασσικό ρεπερτόριο, στο αρχαίο δράμα, σε σύγχρονα έργα. Σε ιδιαίτερες παραγωγές, όπως εκείνη με το «Οικόπεδα με θέα» του Μάμετ, το οποίο ανεβάσαμε στις φυλακές Κορυδαλλού με την θεατρική ομάδα κρατουμένων, έπειτα από πρόβες 11 μηνών…

Μέσα από την ιστορία της σειράς τί έχετε «εισπράξει»;

Κοινή διαπίστωση νομίζω πολλών από εμάς, που δεν ζήσαμε αυτή την εποχή, είναι ότι ήρθαμε σε επαφή με την τρέλα εκείνη του κόσμου για αυτού του είδους τη διασκέδαση.

Αντιλήφθηκα, ότι εκείνοι οι άνθρωποι όταν είναι πάνω στην πίστα, αισθάνονται ότι είναι αθάνατοι. Και κρίνοντας από το πώς νιώθει ο ηθοποιός στη σκηνή του θεάτρου, μπορώ να καταλάβω, πώς είναι να βρίσκεται κάποιος/κάποια στην πίστα για επτά, οκτώ ακόμα και δέκα ώρες, για να διασκεδάσει τον κόσμο.

Ο Σταύρος ζει κι ανασαίνει για την Ζέτα;

Ο Σταύρος τυχαία βρίσκεται στο «Όνειρο». Πήγε για ένα- δυο νυχτοκάματα ως μουσικός, ο οποίος όμως υπηρετεί τη θητεία του στο Αγρίνιο. Είναι η ανάγκη του να βλέπει  και να ακούει τη Ζέτα. Γι’ αυτό φεύγει, όταν φεύγει κι εκείνη.

Την κερδίζει ή «τρώει» τα μούτρα του;

Έχει δύο εμπόδια. Το ένα είναι η θητεία στο στρατό με τους περιορισμούς τους οποίους επιβάλλει και το άλλο είναι ο Στρατής και ο έρωτας Ζέτας- Στρατή. Ο Σταύρος έχει «διαβάσει» τη Ζέτα, αντιλαμβάνεται, ότι έχει επιλέξει να κινείται στο σκοτάδι, αν και μέσα της έχει πολύ «φως» κι εκείνος θέλει να την τραβήξει από το σκοτάδι και να ζήσουν μαζί στο φως.

Κάτι ανάλογο συμβαίνει και στο «Μπερλίν Αλεξάντερπλατς». Ο Φραντς Μπίμπερκοπφ, τον οποίον κάνει ο Γιώργος Δάμπασης, θέλει να βγει στο φως αλλά επιστρέφει στο «σκοτάδι».

Γιατί;

Διότι είναι για εκείνον περιβάλλον γνώριμο, οικείο και νιώθει ασφάλεια. Αυτό συμβαίνει και με τη Ζέτα στο «Αυτή η νύχτα μένει».

Στη δουλειά σας τί έχει σημασία;

Οι συναντήσεις και οι λεπτομέρειες. Δίνω ιδιαίτερη προσοχή στις συναντήσεις με ανθρώπους, ώστε να είναι εποικοδομητικές και το αποτέλεσμα να με αντιπροσωπεύει. Νομίζω, το θέατρο αλλά η τηλεόραση, μιλώντας με τα βιώματα μου, είναι όπως και στη ζωή. Οι συναντήσεις με ανθρώπους σε πάνε παρακάτω. Σε εξελίσσουν.

Μπορεί κάποιος να έχει στα χέρια του ένα έργο- αριστούργημα και η συνάντηση με τους ανθρώπους, να μην φέρει τους καρπούς τους οποίους θέλει, επιθυμεί.

Έχει επίσης σημασία η λεπτομέρεια. Να εντοπίσω «πίσω» από τις λέξεις των κειμένων, αυτό που θέλω να πω. Αλλιώς, η ιστορία δεν αποκτά ενδιαφέρον και καταντά βαρετή.

Έχετε διαμορφώσει ως τώρα μια πορεία με αξιοσημείωτα έργα, μεταξύ των οποίων και έργα για παιδιά. Είναι πράγματι δύσκολο κοινό;

Τα παιδιά δεν έχουν φίλτρο. Δεν έχουν το τακτ των ενηλίκων, οι οποίοι θα επεξεργαστούν στο μυαλό, αυτό που θέλουν να εκφράσουν.

Το παιδί θα εκδηλωθεί φωναχτά. Αυτό έχει μεν τη δυσκολία του αλλά είναι και πρόκληση για τον ηθοποιό.

Τα παιδιά, σε τρυφερή ηλικία, δεν έρχονται από επιλογή στο θέατρο. Τα φέρνουν οι γονείς, για να αποκτήσουν επαφή, ερεθίσματα, προσλαμβάνουσες.

Όταν στην πλατεία, κατά την εξέλιξη της παράστασης, λιγοστεύουν οι κινήσεις, αραιώνουν οι ομιλίες και τα φωναχτά και τα αεικίνητα μάτια γλυκαίνουν και παρακολουθούν και προσέχουν, τότε καταλαβαίνεις ότι είναι μια παράσταση, όχι μια παιδική παράσταση, αλλά μια παράσταση και για παιδιά. Τα έχεις «πάρει» μαζί σου.

Το θέατρο για παιδιά είναι πολύ σημαντικό, διότι είναι η πρώτη επαφή με την Τέχνη και οι παραστάσεις, ως βιώματα, θα τους ακολουθούν στη μετέπειτα ζωή τους. Οπότε, το παιδικό θέατρο είναι σημαντικό.

Για το «Οικόπεδα με θέα», στις φυλακές Κορυδαλλού το 2019, κάνατε- είπατε- πρόβες επι 11 μήνες. Η πρόταση θέσπισης αμοιβής για τις πρόβες ακόμα και με αυτό το σχέδιο νόμου μπορεί να αποτελέσει μια βάση;

Αυτό που έχουμε μέχρι στιγμής είναι μια πρόθεση τροποποίησης, μιλώντας κατ΄αρχή για το πρόσφατο Προεδρικό Διάταγμα για τις σπουδές. Το θέμα είναι σοβαρό και προφανώς δεν είναι θέμα μόνον αναγνώρισης των σπουδών, του χρόνου, του κόπου, της επένδυσης που έχουμε κάνει. Αφορά σε μια σειρά δικαιωμάτων.

Η πρόταση νόμου για τις πρόβες συντηρεί τον διαχωρισμό της εργασίας μας, η οποία είναι μία και αδιαίρετη. Πρόβα και παραστάσεις είναι αλληλένδετες. Χωρίς πρόβες δεν μπορεί να υπάρξουν παραστάσεις.

Δεν μπορεί, ακόμα και με αυτή την πρόταση νόμου, ο ηθοποιός να αμείβεται με μπλοκάκι ή με όποιον άλλο τρόπο και όταν αρχίζουν οι παραστάσεις, να έχει άλλη μορφή εργασίας.

Όταν για παράδειγμα πάει κάποιος σε ένα εστιατόριο να φάει, δεν πληρώνει για την παρουσίαση του πιάτου από τον μάγειρα. Αλλά κυρίως για ό,τι έχει προηγηθεί, πριν το πιάτο φθάσει στο τραπέζι. Την ιδέα, τη συνταγή, την επιλογή των υλικών, το μαγείρεμα. Χωρίς αυτά φαγητό δεν μπορεί να υπάρξει.

Οι ηθοποιοί όμως αμειβόμαστε, όταν το αποτέλεσμα είναι έτοιμο. Η ζύμωση που έχει προηγηθεί όμως, είναι πιο σημαντική από το αποτέλεσμα.

Info

«Αυτή η νύχτα μένει», σενάριο Ιωάννα Κανελλοπούλου-Γιώργος Μακρής, σκηνοθεσία Κατερίνα Φιλιώτου, Πέμπτη & Παρασκεύη 22.40, Alpha

«Μπερλίν Αλεξάντερπλατς», Άλφρεντ Ντέμπλιν, σκηνοθεσία Στάθης Λιβαθινός, θέατρο Οδού Κυκλάδων (Κυκλάδων 11 & Κεφαλληνίας τηλ. 2108217877)

Keywords
Τυχαία Θέματα
Στάθης Κόικας, Στο,stathis koikas, sto