Ο «Μύθος του Σίσυφου» και οι σύγχρονοι έλληνες

Τούτο τον καιρό της βαθιάς οικονομικής κρίσης ο «Μύθος του Σίσυφου» έχει μεγάλη «πέραση», καθώς γίνεται συχνότατη αναφορά στο «μαρτύριό» του για να παρομοιαστεί μ’ αυτό του λαού μας που, εδώ και δυο χρόνια, βιώνει τη λαίλαπα των σκληρών μνημονιακών οικονομικών μέτρων, και που οι κυβερνώντες όλο τον διαβεβαιώνουν ότι με τα μέτρα που πάρθηκαν γλιτώσαμε την πτώχευση, κι όλο (ξανά) απαιτούνται νέα επαχθέστερα μέτρα για τη διάσωσή μας!

Κόψε και
ξανακόψε μισθούς και συντάξεις, κι όλο κατρακυλούμε στου «κακού τη σκάλα» ή όπως το είπε ο Καβάφης «Ειν’ η προσπάθειές μας των συφοριασμένων/ ειν’ οι προσπάθειές μας σαν των Τρώων./ Κομμάτι κατορθώνουμε, κομμάτι/ παίρνουμ’ επάνω μας, κι αρχίζουμε/ να ‘χουμε θάρρος κι ελπίδες…./ Όμως η πτώση μας είναι βεβαία. Επάνω,/ στα τείχη άρχισε ο θρήνος…»…
«Η πτώση μας είναι βεβαία», λοιπόν, όπως και η πτώση του βράχου που κουβαλά ο Σίσυφος, το μαρτύριο του οποίου όλοι γνωρίζουμε, μα το «γιατί;» τιμωρήθηκε από τους Θεούς, μάλλον οι περισσότεροι το αγνοούμε…
“Ο μύθος του Σίσυφου”: Ένας από τους γνωστότερους της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας με ήρωα τον Σίσυφο, τον “κέρδιστον ανδρών”, τον πανουργότατο, όπως τον χαρακτηρίζει η Ιλιάδα, και που τα πάθη του, συγκλονιστικά ιστορημένα από τον Όμηρο στη Νέκυια της Οδύσσειας. Ο Σίσυφος είναι καταδικασμένος από τους βλοσυρούς Θεούς να ανεβάζει στον αιώνα τον άπαντα έναν πελώριο βράχο έως την κορυφή ενός βουνού πνιγμένος στον ιδρώτα (“κατά δ’ ιδρώς έρρεεν εκ μελέων”), και μόλις φτάνει πάνω να τον βλέπει να κατρακυλάει και πάλι άσπλαχνος, “αναιδής”, σπρωγμένος από το ίδιο του το βάρος…

Λένε λοιπόν οι μύθοι για τον Σίσυφο, που “πρώτος εν τοις Έλλησιν” μετήλθε το δόλο και την απάτη, πως μια φορά κι έναν καιρό, αδίστακτος καθώς ήταν, δεν φοβήθηκε να καταδώσει τον ίδιο τον Δία!

Είχε, που λέτε λοιπόν, κατέβει ο πατέρας των Θεών και των ανθρώπων στη γη, φλογισμένος για μια φορά ακόμα από το πάθος του έρωτα για μια θνητή, και απήγαγε την Αίγινα, την κόρη του Ασωπού.

Τους πήρε στο κυνήγι ο αδικημένος πατέρας, και πάνω που ο Ασωπός άρχισε να χάνει τα ίχνη του Δία με την απαχθείσα κόρη, τον φώτισε ο Σίσυφος, που είχε δει τον ερωτύλο Θεό με το λάφυρό του και αποκάλυψε ποιος ήταν ο απαγωγέας και ποια η διαδρομή του.

Δε δυσκολεύτηκε βέβαια ο αρχιθεός να μάθει ποιος τον πρόδωσε και οργίστηκε κι άστραψε και βρόντηξε. Κι ένας κεραυνός του γκρέμισε στα Τάρταρα τον Σίσυφο, αναπολόγητο φυσικά.

Αυτή η μυθολογική εκδοχή δεν μας ενδιαφέρει, επειδή δε μας συμφέρει. Ας δούμε λοιπόν τη δεύτερη αφήγηση, την “αντικανονική”, εκείνη που αναδεικνύει νικητή τον άνθρωπο και ηττημένο το Θεό και το γιο του το Θάνατο.

Χολωμένος ο Δίας, λέει ο Φερεκύδης, Αθηναίος ιστορικός του 5ου αιώνα π.Χ., “επιπέμπει τω Σίσυφω τον Θάνατον”, για να του πάρει τη ζωή προς παραδειγματισμόν. Αλλά ο πονηρός θνητός παγιδεύει το δαίμονα του θανάτου, τον αιχμαλωτίζει και τον καθηλώνει “δεσμοίς κρατεροίς”. Κι όσο τον κρατούσε σφιχτά αλυσοδεμένο δεν πέθαινε κανέ
Keywords
Τυχαία Θέματα