Περί στρατηγικής στο Κυπριακό

Μετά το τέλος της διαπραγματευτικής διαδικασίας στο Κράν Μοντανά και ειδικότερα μετά την εκλογή του Έρσιν Τατάρ στην ηγεσία της Τουρκοκυπριακής κοινότητας, οι Τούρκοι αξιωματούχοι δηλώνουν επανειλημμένως ότι ο στόχος τους είναι τα δύο κράτη στην Κύπρο. Το δήλωσε και με τον πλέον επίσημο τρόπο ο Πρόεδρος της Τουρκίας, Ερντογάν, από το βήμα της τελευταίας συνόδου της Γενικής συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών.

Η πραγματικότητα είναι ότι μετά από 49 χρόνια κατοχής οι Τούρκοι δεν έχουν κάποιον ιδιαίτερο λόγο να αποχωρήσουν από

την Κύπρο στο πλαίσιο μιας αμοιβαίας αποδεκτής λύσης Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας (ΔΔΟ).  Ως γνωστό η Τουρκία βρίσκεται στην Κύπρο για τα δικά της στρατηγικά συμφέροντα και όχι για την προστασία του Τουρκοκυπρίων, όπως λέει συχνά στα δημόσια φόρα. Οι πενιχρές οικονομικές κυρώσεις από την Ευρωπαϊκή Ένωση όποτε αυτές εν τέλει επιβάλλονται στην Τουρκία για διάφορους λόγους, δεν μπορούν να αντισταθμίσουν τα μεγάλα στρατηγικά οφέλη που έχει η Τουρκία από την κατοχή του 36% του εδάφους της Κύπρου.

Έχοντας εκδιώξει όλο τον Ελληνοκυπριακό πληθυσμό από τα κατεχόμενα εδάφη και έχοντας μεταφέρει εποίκους που πλέον ίσως είναι περισσότεροι και από τους Τουρκοκύπριους, πραγματικά ποιους λόγους έχει για να φύγει? Θα φύγει τώρα που έχει κάνει όλη τη δύσκολη δουλειά?

Συνειδητοποιώντας ότι οι εξαναγκαστικές εγγυήσεις από ένα κράτος σε ένα άλλο στον σύγχρονο κόσμο συνιστούν στην ουσία ένα μη ανεξάρτητο κράτος, και δύσκολα θα μπορέσουν να το εξηγήσουν και να βρουν διεθνή υποστήριξη για αυτό, έχουν αλλάξει τη στρατηγική τους σχετικά με τη ΔΔΟ και πλέον μιλούν ανοιχτά για συνομοσπονδία ή δύο κράτη. Τα δύο αυτά μοντέλα είναι λύσεις που θα τους επιτρέψουν τη διατήρηση ισχυρών στρατευμάτων στην Κύπρο, με τη δικαιολογία της σύμφωνης γνώμης της Τουρκοκυπριακής κοινότητας, αφού μόνο αυτή τη σύμφωνη γνώμη θα χρειάζονται στο πλαίσιο μιας εκ των δύο αυτών λύσεων.

Η Τουρκία για να εξαναγκαστεί σε μία υποφερτή λύση του Κυπριακου η όποια θα ήταν για παράδειγμα παρόμοια στο μοντέλο του Βελγίου στην καλύτερη περίπτωση, θα πρέπει να πειστεί ότι υπάρχει πραγματικός κίνδυνος να χάσει όλα όσα έχει στην Κύπρο αυτή τη στιγμή. Θα πρέπει να πειστεί ότι θα μπορούσε να πάθει ότι έχει πάθει η Αρμενία στο Ναγκόρνο Καραμπάχ για παράδειγμα. Στο συγκεκριμένο παράδειγμα, το Αζερμπαιτζάν, η χαμένη πλευρά του πολέμου, του 1988-1994, αλλά η πλευρά που βάσει των διεθνών συνθηκών, μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, της ανήκε η περιοχή του Ναγκόρνο Καραμπάχ, δεν υπέγραψε ποτέ μια συμφωνία με την Αρμενία, μετά την ήττα του στον πόλεμο. Με στρατηγική, πλάνο αλλά και εκμεταλλευόμενη τα λάθη του αντιπάλου και τις διεθνείς συγκυρίες, βρήκε την ευκαιρία να αντεπιτεθεί σε πρώτη φάση το 2020, και εν συνεχεία το 2023, και να πάρει πίσω όλα όσα έχασε στον πόλεμο του 1988-1994. Η Τουρκία για να δώσει τη συγκατάθεση της στη λύση του Κυπριακού, θα πρέπει να πειστεί ότι θα μπορούσε να συμβεί το ίδιο και σε αυτήν, στην περίπτωση της Κύπρου. Φυσικά όμως τα ισοζύγια δυνάμεων στις δύο περιπτώσεις είναι εντελώς διαφορετικά, και αυτό ενισχύει την αδιαλλαξία και την αυτοπεποίθηση της Τουρκίας.

Η ιστορία διαχρονικά, αλλά και οι πόλεμοι των τελευταίων χρόνων, συνεχώς επιβεβαιώνουν ότι ο ισχυρός επιβάλλει το δίκαιο του.  Οπότε δεν είναι αρκετό να προσδοκούμε σε κάτι απλά επειδή έχουμε δίκαιο, με βάση τους κανόνες και νόμους του διεθνούς δικαίου και την ηθική. Πρέπει να μπορούμε να υποστηρίξουμε το δίκαιο μας, είτε με τη δική μας ισχύ, είτε με απαραίτητες δεσμευτικές συμμαχίες, που θα είναι και στρατιωτικές!

Τί θα μπορούσαμε να κάνουμε?

Κατά τη γνώμη μου θα πρέπει να προχωρήσουμε άμεσα με μια στρατηγική, αμυντική συμφωνία για προστασία της Κυπριακής Δημοκρατίας αλλά και των ενεργειακών της πόρων, γύρω από όλη την Κύπρο, που με βάση το διεθνές δίκαιο της ανήκουν, μέχρι τουλάχιστον να βρεθεί λύση στο Κυπριακό.  Αυτή η συμφωνία-συμμαχία θα πρέπει να είναι με μία χώρα που θα είναι πιο ισχυρή από την Τουρκία και θα ήταν έτοιμη ακόμα και να συγκρουστεί με την Τουρκία σε πόλεμο αν χρειαστεί. Αυτή θα ήταν ίσως η μοναδική κίνηση που θα μπορούσε πραγματικά να αλλάξει τα δεδομένα στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Δεν ισχυρίζομαι ότι αυτό είναι εύκολο, αλλά πιστεύω ότι είναι εφικτό αν δοθούν τα σωστά ανταλλάγματα. Τα ανταλλάγματα θα μπορούσαν να ήταν ισχυρές στρατιωτικές βάσεις σε στρατηγικά σημεία της Κύπρου – αλλά ακόμα και σε σημεία κοντά στην πράσινη γραμμή, μεγάλη ναυτική βάση για τον έλεγχο της ανατολικής μεσογείου και των ενεργειακών της πόρων και σημαντικό μερίδιο στην εκμετάλλευση των ενεργειακών πόρων της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η προφανής Ευρωπαϊκή χώρα που θα μπορούσε να παίξει αυτό τον ρόλο είναι η Γαλλία της οποίας ήδη η μεγαλύτερη ενεργειακή εταιρία, η TOTAL Energies, είναι αναμεμιγμένη στο Κυπριακό ενεργειακό πρόγραμμα με αδειοδότηση για έρευνα και εκμετάλλευση σε διάφορα οικόπεδα της Κυπριακής Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ). Άλλη χώρα που θα μπορούσε να έχει αυτόν τον ρόλο θα μπορούσε να ήταν οι ΗΠΑ, οι οποίες επίσης έχουν δύο από τις μεγαλύτερες ενεργειακές τους εταιρίες, την ExxonΜobil και την Chevron, αναμεμειγμένες στο κυπριακό ενεργειακό πρόγραμμα. Αυτό ίσως έχει μεγαλύτερο βαθμό δυσκολίας λόγω των υπαρχόντων συμφερόντων που έχουν οι ΗΠΑ με την Τουρκία, αλλά και λόγω του εν εξελίξει πολέμου μεταξύ Ρωσίας – Ουκρανίας, και του διαμεσολαβητικού - ειρηνευτικού ρόλου που προσπαθούν να παίξουν οι Τούρκοι.

Μια συμφωνία στο πλαίσιο των παραπάνω θα μπορούσε να ταρακουνήσει την Τουρκία. Η σκέψη, ότι στη Κύπρο έχουν ζωτικά συμφέροντα μεγαλύτερες από αυτήν γεωπολιτικές δυνάμεις έτοιμες να αναμετρηθούν μαζί της στο μέλλον αν χρειαστεί, θα μπορούσε να την κάνει να αλλάξει τακτική και να συγκατατεθεί στη λύση ενός ομοσπονδιακού μεν, πραγματικά ανεξάρτητου κράτους δε, χωρίς εγγυήσεις, με ένα μοντέλο παρόμοιο με αυτό του Βελγίου.

Το 1967 στον πόλεμο των 6 ημερών, το Ισραήλ επικράτησε όλων των Αραβικών κρατών της περιοχής, κατακτώντας ανάμεσα σε άλλα και όλη τη χερσόνησο του Σινά από την Αίγυπτο. Η χερσόνησος του Σινά είναι περίπου 6% του εδάφους της Αιγύπτου και τρείς φορές το έδαφος του κράτους του Ισραήλ. Η Αίγυπτος, ταπεινωμένη από τον πόλεμο του 1967 και αποφασισμένη να ανακαταλάβει τη χαμένη της επικράτεια, προσπάθησε ανεπιτυχώς να ανακαταλάβει τη χερσόνησο του Σινά, με μια ξαφνική επίθεση στον πόλεμο του Γιομ Κηπούρ το 1973. Το Ισραήλ πάλι επικράτησε. Παρόλα αυτά όμως το Ισραήλ συνειδητοποίησε ότι δεν μπορεί να είναι σίγουρο στο μέλλον, ότι θα έχει πάντα την στρατιωτική υπεροχή απέναντι όλων των αραβικών κρατών της περιοχής των οποίων κατέχει εδάφη που διεκδικούν. Έτσι αποφάσισε να επιστρέψει τη χερσόνησο του Σινά στην Αίγυπτο, με τη συνθήκη ειρήνης του 1979, ομαλοποιώντας με αυτόν τον τρόπο τις σχέσεις του με την Αίγυπτο, και μειώνοντας την απειλή στα σύνορα του. Με την αποχώρηση του από το Σινά το Ισραήλ εγκατέλειψε 18 οικισμούς τους οποίους είχε χτίσει κατά τη διάρκεια της κατοχής και ανάγκασε όλους τους έποικους του να επιστρέψουν στο Ισραήλ.

Η Τουρκία για να συναινέσει σε μια δίκαιη,  υπό τις περιστάσεις πάντα,  λύση του Κυπριακού, πέραν από τα οικονομικά οφέλη τα οποία ξέρει ότι θα έχει, συμπεριλαμβανομένων των σχέσεων που θα αναπτυχθούν μεταξύ μια επανενωμένης ευρωπαϊκής Κύπρου και της ίδιας, καλύτερες και στενότερες σχέσεις με την Ευρωπαϊκή Ένωση, συμπερίληψη στους ενεργειακούς σχεδιασμούς της περιοχής για το μέλλον, θα πρέπει επίσης να πειστεί ότι υπάρχει και μελλοντικός στρατιωτικός κίνδυνος για την ίδια και τα κατεχόμενα αν δεν λύσει το Κυπριακό, και αν δεν ομαλοποιήσει τις σχέσεις της με την Κυπριακή Δημοκρατία. Όπως έκανε δηλαδή στο παράδειγμα πιο πάνω το Ισραήλ με την Αίγυπτο.

Η στρατηγική της Κυπριακής κυβέρνησης θα πρέπει να εστιάζεται στη σύναψη μιας τέτοιας αμυντικής συμφωνίας και την παράλληλη επίσπευση του ενεργειακού της προγράμματος όσον αφορά το φυσικό αέριο. Αυτό είναι το κλειδί που θα μπορούσε να σπάσει το αδιέξοδο και να οδηγήσει σε μια αποδεκτή λύση του Κυπριακού, στο σύντομο μέλλον.

Ασχέτως με το Κυπριακό, αν η Κύπρος θέλει να αξιοποιήσει το φυσικό της αέριο θα πρέπει να επισπεύσει το ενεργειακό της πρόγραμμα. Με την ενεργειακή μετάβαση να είναι σε εξέλιξη και τις επενδύσεις σε έργα ανανεώσιμων πηγών ενέργειας να αυξάνονται διεθνώς, παράλληλα με τη βελτίωση της τεχνολογίας και της αποδοτικότητας των συγκεκριμένων έργων, ίσως σταδιακά να μειωθεί το ενδιαφέρον για επενδύσεις ανάπτυξης κοιτασμάτων ορυκτών καυσίμων. Ειδικά στα βαθιά νερά της Κυπριακής ΑΟΖ.  Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει ως στόχο τη σταδιακή κατάργηση του φυσικού αερίου για να επιτευχθεί η κλιματική ουδετερότητα, με ορίζοντα το 2050. Δεν είναι και τόσο μακριά.

O πόλεμος μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας, που οδήγησε σε αυστηρές αμερικάνικες και ευρωπαϊκές κυρώσεις σε βάρος της Ρωσίας, προκάλεσε σημαντικά προβλήματα στην παγκόσμια ενεργειακή εφοδιαστική αλυσίδα. Την περίοδο της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία, το 50% σχεδόν του φυσικού αερίου που χρειάζονται οι χώρες τις Ευρωπαϊκής Ένωσης προερχόταν με αγωγούς από τη Ρωσία.  Αυτό έχει μειωθεί σημαντικά, γύρω στο 12%, έχοντας αντικατασταθεί σε σημαντικό βαθμό με εισαγόμενο υγροποιημένο φυσικό αέριο (LNG) από τρίτες χώρες, π.χ. ΗΠΑ, που είναι πολύ πιο ακριβό.  Ως συνέπεια του πολέμου και των κυρώσεων, οι τιμές του πετρελαίου και του φυσικού αερίου αυξήθηκαν, οδηγώντας τις μεγάλες πετρελαϊκές εταιρίες να αυξήσουν σημαντικά τα ετήσια κέρδη τους. Τα μεγάλα κέρδη αυτής της περιόδου έχουν κάνει κάποιες από αυτές τις εταιρίες να μειώσουν το ενδιαφέρον τους, τουλάχιστον προσωρινά, για σημαντικές επενδύσεις σε Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ), τις οποίες σχεδίαζαν π.χ Shell, και να επικεντρώσουν ξανά την προσοχή τους σε έργα ορυκτών καυσίμων, ειδικά φυσικού αερίου. Αυτή είναι μια ιδανική συγκυρία για την Κύπρο να αναδείξει τη σημαντικότητα των δικών της κοιτασμάτων φυσικού αερίου και την ανάγκη της όσο πιο έγκαιρης γίνεται εκμετάλλευσης τους! Όχι μόνο για το δικό της όφελος, σε οικονομικό και πολιτικό επίπεδο, αλλά για το όφελος όλων των κρατών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, προσφέροντας μια εναλλακτική πηγή ενέργειας για την Ευρώπη, αλλά και για το οικονομικό όφελος των ίδιων των εταιριών.

Κυριάκος Χωματάς

Πολιτικός Μηχανικός στον τομέα της Ενέργειας,

Λονδίνο, Ηνωμένο Βασίλειο

Keywords
Τυχαία Θέματα