Τι είναι ο πληθωρισμός και γιατί αυξάνονται τα επιτόκια

Τι είναι ο πληθωρισμός

Σε μια υγιή οικονομία, οι τιμές των προϊόντων και των υπηρεσιών παραμένουν σταθερές. Αυτός είναι ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες για την ομαλή λειτουργία της οικονομίας και για την προσέλκυση επενδύσεων, αφού η σταθερότητα στις τιμές επιτρέπει στους ιδιώτες και στις εταιρείες να προγραμματίζουν τα μελλοντικά τους έξοδα και έσοδα.

Όταν οι τιμές στην οικονομία αυξάνονται υπερβολικά γρήγορα, όπως συμβαίνει από την έναρξη του πολέμου της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας και αυτό συνεχίζεται μέχρι και

σήμερα, δηλαδή όταν ο πληθωρισμός είναι υπερβολικά υψηλός, η αύξηση των επιτοκίων βοηθά στην επαναφορά του πληθωρισμού σε ένα υγιές επίπεδο του 2%, όπως αυτό έχει συμφωνηθεί από τις κεντρικές τράπεζες της Ευρωζώνης.

Τον τελευταίο χρόνο οι τιμές έχουν αυξηθεί υπερβολικά λόγω του πολέμου, ιδίως όσον αφορά την ενέργεια, τις πρώτες ύλες και τα τρόφιμα. Πολλές επιχειρήσεις δυσκολεύονται περισσότερο να εξασφαλίσουν τα υλικά, τα ανταλλακτικά και τους μισθούς των εργαζομένων τους, και αυτό επιτείνει τα προβλήματα που, ήδη, είχε προκαλέσει η πανδημία.

Γιατί αυξάνονται τα επιτόκια

Τα επιτόκια δανεισμού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) αυξάνονται ως η πιο ισχυρή ένδειξη ότι οι κεντρικές τράπεζες δεν θα αφήσουν τον πληθωρισμό να παραμείνει πάνω από το 2%, και έτσι οι προοπτικές ελέγχου του πληθωρισμού γίνονται ελπιδοφόρες.

Τα επιτόκια που προσφέρουν οι τράπεζες στους πολίτες και στις επιχειρήσεις συνήθως συμβαδίζουν με τα επιτόκια που καθορίζει η ΕΚΤ, επηρεάζονται, όμως, και από άλλους παράγοντες. Σε μια οικονομία ελεύθερης αγοράς όπως η ζώνη του ευρώ, τα επιτόκια καθορίζονται επίσης από τη ζήτηση και την προσφορά. Με άλλα λόγια, από το πόσα χρήματα προτίθενται να ξοδέψουν σε επενδύσεις και δαπάνες οι επιχειρήσεις και οι πολίτες, και το πόσες πιστώσεις είναι διαθέσιμες από το τραπεζικό σύστημα.

Η αύξηση των επιτοκίων δεν θα λύσει από μόνη της όλα αυτά τα προβλήματα. Τα υψηλότερα επιτόκια δεν θα μειώσουν το κόστος της ενέργειας και δεν θα γεμίσουν τα ράφια στις υπεραγορές. Ήδη φαίνεται να έχουν αρνητικό αποτέλεσμα στην πραγματική οικονομία, αφού ιδιώτες και επιχειρήσεις βρίσκουν ολοένα και πιο δύσκολο να προχωρήσουν σε νέες επενδύσεις, λόγω του υψηλού τους κόστους, ενώ οι υφιστάμενες τους επενδύσεις ολοένα και ακριβαίνουν.

Ο ρόλος των τραπεζών

Στην περίπτωση της Κυπριακής αγοράς δανείων, παρατηρείται ότι οι τράπεζες συλλογικά προσέφεραν μέχρι τώρα δάνεια που είναι συνδεδεμένα με το επιτόκιο που θέτει η ΕΚΤ. Κάτι τέτοιο είναι σύνηθες φαινόμενο, όμως, στο εξωτερικό οι τραπεζικοί οργανισμοί προσφέρουν επίσης δάνεια που είναι συνδεδεμένα με το επιτόκιο της ΕΚΤ την χρονική περίοδο που πραγματοποιήθηκε το δάνειο. Αυτό γίνεται διότι την χρονική στιγμή που γίνεται το δάνειο, η τράπεζα δανείζεται από την ΕΚΤ το σύνολο του ποσού, στο επιτόκιο της χρονικής εκείνης στιγμής. Άρα, το να το προσαρμόζει στο σημερινό επίπεδο, εφόσον το δανείστηκε σε πολύ χαμηλότερο, αποτελεί πολιτική που οδηγεί σε υπερκέρδη εις βάρος των ιδιωτών και των επιχειρήσεων.

Για αυτό τον λόγο, στόχος της κυβέρνησης θα πρέπει να είναι να δημιουργήσει το θεσμικό πλαίσιο ώστε να σπάσει το μονοπώλιο των τραπεζών στη χορήγησή δανείων. Ο ανταγωνισμός στη χορήγηση δανείων και πιστώσεων θα προσφέρει στους καταναλωτές και στις επιχειρήσεις πιο ανταγωνιστικούς όρους και θα ανακόψει την επιβράδυνση του ρυθμού ανάπτυξης της οικονομίας. Αυτό συμβαίνει, ήδη, στη ζώνη του Ευρώ, όπου περισσότερα από ένα στα τέσσερα δάνεια δίνονται από εταιρείες fintech, επενδυτικά funds και άλλους οργανισμούς, με αποτέλεσμα η αγορά δανείων να είναι πιο ανταγωνιστική.

Εκτός από τα επιτόκια δανεισμού, υπάρχουν και τα καταθετικά επιτόκια που έχουν παραμείνει σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα, αφού στην Κύπρο οι τράπεζες έχουν “τρέξει” για να επιβάλουν υψηλότερα επιτόκια στα δάνεια των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων, όμως έχουν διατηρήσει τα χαμηλά επιτόκια στις καταθέσεις, κάτι που περαιτέρω διογκώνει τα υπερκέρδη τους, εις βάρος των καταναλωτών.

Την περασμένη εβδομάδα παρατηρήσαμε τον Ιταλικό κυβερνητικό συνασπισμό να απαντά στις προκλήσεις των τραπεζών, ανακοινώνοντας έναν έκτακτο φόρο 40% επί των τραπεζικών κερδών που προήλθαν από τα υψηλότερα επιτόκια. Ο φόρος πρόκειται να επιβληθεί στα καθαρά έσοδα από τόκους που θα προκύψουν από τη διαφορά μεταξύ των επιτοκίων καταθέσεων και δανείων.

Η νομισματική πολιτική που ασκεί η Κεντρική Τράπεζα οφείλει να παραμείνει ανεξάρτητη και να μην επηρεάζεται από τις πολιτικές της εκάστοτε κυβέρνησης. Την ίδια στιγμή, οι τράπεζες δεν μπορούν να κρύβονται πίσω από τις ορθές αποφάσεις νομισματικής πολιτικής και να προσαρμόζουν τα περιθώρια της κερδοφορίας με τις συνθήκες της αγοράς των πελατών τους.

Keywords
Τυχαία Θέματα