Η Google τιμά τον Οδυσσέα Ελύτη

22:32 2/11/2012 - Πηγή: Olympia

«Αν αποσυνθέσεις την Ελλάδα, στο τέλος θα δεις να σου απομένουν μια ελιά, ένα αμπέλι κι ένα καράβι. Που σημαίνει με άλλα τόσα την ξαναφτιάχνεις»!

Με σύμβολα, μια ελιά, ένα τσαμπί σταφύλια κι ένα καράβι, η Google αφιερώνει την πρώτη της σελίδα στο Νομπελίστα ‘Ελληνα ποιητή Οδυσσέα Ελύτη

που γεννήθηκε σαν σήμερα, 2 Νοεμβρίου, πριν από 101 χρόνια, το 1911.
Γιατί ο ποιητικός λόγος του Ελύτη είναι περισσότερο επίκαιρος από ποτέ;
«Γιατί μέσα στη σύγχρονη καταστροφολογία, ο λόγος του φέρνει ελπίδα. Γιατί η ταπείνωση που νιώθουμε είναι άδικη και ο ποιητής την ανατρέπει. Γιατί η Ελλάδα, από την αρχαιότητα ως σήμερα, γεννοβολά στοχαστές και ποιητές», ισχυρίζονται οι σύγχρονοι μελετητές του έργου του ποιητή, που το 1979 τιμήθηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας και θεωρείται από τους σημαντικότερους ποιητές, μέλος της λογοτεχνικής γενιάς του τριάντα.

«Γράφει ελληνικά ποιήματα ξέροντας ότι τοποθετείται στην ποίηση της Ευρώπης. Κι αυτό όχι από φιλοδοξία, αλλά από φυσική συγγένεια», εξηγεί η σύντροφος του ποιητή, ποιήτρια και η ίδια, Ιουλίτα Ηλιοπούλου. Και ίσως στην απάντηση βρίσκεται η εξήγηση για το σημερινό αφιέρωμα της Google.

Ο Οδυσσέας Ελύτης έφυγε από τη ζωή στις 18 Μαρτίου του 1996 από ανακοπή καρδιάς αφήνοντας πίσω του πλούσια λογοτεχνική κληρονομιά.

Παρακάτω αναδημοσιεύουμε το Πρώτο Ανάγνωσμα. 
Το κείμενο είναι του έργου του Οδυσσέα Ελύτη «`Αξιον εστί». Η ποιητική αυτή σύνθεση δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1959. Διαιρείται σε τρία μέρη: «Η Γένεσις», «Τα Πάθη» και «Το Δοξαστικόν». Το Πρώτο Ανάγνωσμα ανήκει στη δεύτερη ενότητα της συλλογής «`Αξιον εστί», που τιτλοφορείται «Τα Πάθη». Είναι γραμμένο σε πεζό λόγο – όπως άλλωστε και τα υπόλοιπα πέντε Αναγνώσματα που υπάρχουν στο «`Αξιον εστί». Ειναι ενα συγκλονιστικό κείμενο του Ελυτή που αναφέρεται στον ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940, που έγινε κατά το μεγαλύτερο μέρος του στα βουνά της Αλβανίας.

“Ξημερώνοντας τ’ Αγιαννιού, με την αύριο των Φώτων, λάβαμε τη διαταγή να κινήσουμε πάλι μπροστά, για τα μέρη όπου δεν έχει καθημερινές και σκόλες. Έπρεπε, λέει, να πιάσουμε τις γραμμές που κρατούσανε ως τότε οι Αρτινοί, από Χιμάρα ως Τεπελένι. Λόγω που εκείνοι πολεμούσανε απ’ την πρώτη μέρα, συνέχεια, κι είχαν μείνει σκεδόν οι μισοί και δεν αντέχανε άλλο.

Δώδεκα μέρες κιόλας είχαμε μεις πιο πίσω, στα χωριά. Κι απάνω που συνήθιζε τ’ αυτί μας πάλι στα γλυκά τριξίματα της γης, και δειλά συλλαβίζαμε το γάβγισμα του σκύλου ή τον αχό της μακρινής καμπάνας, να που ήταν ανάγκη, λέει, να γυρίσουμε στο μόνο αχολόι που ξέραμε: στο αργό και στο βαρύ των κανονιών, στο ξερό και στο γρήγορο των πολυβόλων.

Νύχτα πάνω στη νύχτα βαδίζαμε ασταμάτητα, ένας πίσω απ’ τον άλλο, ίδια τυφλοί. Με κόπο ξεκολλώντας το ποδάρι από τη λάσπη, όπου, φορές, εκαταβούλιαζε ίσαμε το γόνατο. Επειδή το πιο συχνά ψιχάλιζε στους δρόμους έξω, καθώς μες στην ψυχή μας. Και τις λίγες φορές όπου κάναμε στάση να ξεκουραστούμε, μήτε που αλλάζαμε κουβέντα, μονάχα σοβαροί και αμίλητοι, φέγγοντας μ’ ένα μικρό δαδί

Keywords
Τυχαία Θέματα