Η αποστολή του Λιουτπράνδου, επισκόπου της Κρεμώνας στην Κωνσταντινούπολη

18:06 27/2/2012 - Πηγή: Olympia

Ένα ακόμη δείγμα της εφαρμογής της θελήσεως του ισχυροτέρου, όπως μας την καθόρισε ο Θουκυδίδης. Εκείνη την εποχή στη θέση του ισχυρού ήταν η Βυζαντινή αυτοκρατορία και ο επικεφαλής αυτής Βυζαντινός αυτοκράτωρ.

Τα θέματα που συζητήθηκαν μεταξύ Λιουτπράνδου και Βυζαντινών στην Κωνσταντινούπολη

Ο Όθων ο Α’ κατόρθωσε περί τα μέσα του 10ου αιώνος να συνενώσει υπό το σκήπτρο του την κεντρική Ευρώπη. Εμφανίζονταν ως συνεχιστής του Καρλομάγνου, επιθυμώντας να ενώσει ολόκληρη τη Δυτική

και Κεντρική Ευρώπη υπό τη γερμανική επικυριαρχία. Με αυτό τον τρόπο επιχειρούσε να αποκαταστήσει τη δυτική αυτοκρατορία του Καρλομάγνου που είχε διασπαστεί μετά το θάνατό του.

Όμως, για να κατοχυρώσει τον τίτλο του θα έπρεπε να έχει την αναγνώριση του αυτοκράτορος του Βυζαντίου. Ακόμη περισσότερο, αν κατάφερνε να συνδεθεί εξ αγχιστείας με τη βυζαντινή αυτοκρατορική οικογένεια, τότε η αναγνώρισή του δεν θα επεδέχετο αμφισβητήσεως. Για τους λόγους αυτούς αποφάσισε να στείλει στον τότε βυζαντινό αυτοκράτορα Νικηφόρο Φωκά περί το 968 μία αντιπροσωπεία με επικεφαλής τον επίσκοπο της Κρεμώνας Λιουτπράνδο, ο οποίος ήταν ελληνομαθής, πολύ καλός γνώστης του βυζαντινού τρόπου ζωής και της εν γένει βυζαντινής κοσμοθέασης.

Το θέμα που μονοπώλησε τις συζητήσεις ήταν η φύση του αυτοκρατορικού αξιώματος. Οι αιτιάσεις των Βυζαντινών επικεντρώνονταν στη νομιμοποίηση της Κωνσταντινουπόλεως ως τη Νέα Ρώμη, από τη στιγμή που μεταφέρθηκε εκεί η πρωτεύουσα της ενιαίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας από την Παλαιά Ρώμη με απόφαση του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Κατά συνέπεια η Ανατολική Ρωμαϊκή αυτοκρατορία αποτελεί πλέον τη μοναδική αυτοκρατορία. Η παραπάνω απάντηση των Βυζαντινών διπλωματών στον Λιουτπράνδο εμπεριέχει μία επιδέξια μεταχείριση απέναντι στο παπικό κατασκεύασμα της «Κωνσταντίνειας Δωρεάς».

Εδώ, όμως, να σημειώσουμε ότι το ζήτημα της Κωνσταντινείου Δωρεάς ήταν μία κατασκευή της Δυτικής Εκκλησίας που αποσκοπούσε αποκλειστικά και μόνον στην πρωτοκαθεδρία της έναντι του πατριαρχείου της Κωνσταντινουπόλεως. Η χρησιμοποίηση αυτού του επιχειρήματος από τους Βυζαντινούς με σκοπό να υποστηρίξουν την μοναδικότητα της αυτοκρατορίας τους, μπορεί να τους έδινε το πλεονέκτημα έναντι του Λιουτπράνδου, και κατ’ επέκταση έναντι του Όθωνος, δημιουργούσε όμως εκ νέου ερωτηματικά ως προς το αν το Πατριαρχείο της Νέας Ρώμης (Κωνσταντινούπολης) εξακολουθούσε να έχει τα πρωτεία.

Επανερχόμενοι, τώρα, στην αντιπαράθεση των επιχειρημάτων εκατέρωθεν, οι βυζαντινοί αντιπρόσωποι ισχυρίζονται ότι η Ρώμη τελεί υπό την κατάληψη των Λογγοβάρδων, οι οποίοι δεν είναι Ρωμαίοι. Επίσης, οι ίδιοι, προσπαθώντας να προφυλάξουν το κύρος του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως (πιθανότατα να αντιλήφθηκαν ότι το αντεπιχείρημά τους που στηρίχθηκε στην Κωνσταντίνειο Δωρεά υποβίβαζε την Ανατολική Εκκλησία), προτάσσουν τη μεγάλη παράδοση της Εκκλησίας τους που έχει συγκαλέσει και τις επτά οικουμενικές συνόδους με την εντολή του βυζαντινού αυτοκράτορα. Θεωρούν, δηλαδή, ότι οι δυτικοί είναι νέοι στη χριστ

Keywords
Τυχαία Θέματα