Η...φιλία που έγινε σκλαβιά

02:00 30/7/2011 - Πηγή: AEK365
«Ο δρόμος από την ελευθερία στη σκλαβιά είναι ξαφνικός και γρήγορος. Το βράδυ κοιμάσαι ανεξάρτητος και το πρωί ξυπνάς αλυσοδεμένος. Μια δύση και μια ανατολή αρκούν για να σε κάνουν σκλάβο. Στη φυλή Μέντι, που ζούμε στην περιοχή που ξέρετε σήμερα ως Σιέρα Λεόνε, οι άνθρωποι έχουν πνεύμα ελεύθερο, ποτέ δεν ήταν δούλοι. Ώσπου ήρθαν οι Ισπανοί... Με δόλο και πονηριά ένα βράδυ ενώ κοιμόμασταν μπήκαν αθόρυβα στα σπίτια μας και μας πέρασαν τις αλυσίδες. Αλυσίδες βαριές που δε σε άφηναν να σηκωθείς. Πριν ξημερώσει η μέρα μας έχωσαν σε ένα πλοίο που λεγόταν Τεκόρα. Εκατοντάδες συμπατριώτες
μου στιβαγμένοι ο ένας πάνω στον άλλο σε χώρους που δε σε άφηναν να κουνηθείς και με τις αλυσίδες που σου έσκιζαν τα χέρια και την ψυχή. Δυο φεγγάρια κάναμε να φτάσουμε σε στεριά ξανά και μια νύχτα που το φεγγάρι ήταν στη χάση του μας έβγαλαν έξω στο λιμάνι της Κούβας. Πολλοί ξεκινήσαμε και λίγοι φτάσαμε από τις κακουχίες και τις αρρώστιες από τα περιττώματα μέσα στο καράβι. Στην αποβάθρα είχαν έρθει δυο Κουβανοί, ο Δον Χοσέ Ρουίς και ο Δον Πέδρο Μοντέζ. Ο πρώτος διάλεξε 49 άντρες από μας και ο δεύτερος 4 παιδιά, τα τρία κορίτσια. Μας πήραν με το ζόρι και μας έβαλαν σε ένα πλοίο που το ονόμαζαν «Φιλία»(Άμισταντ). Τι ειρωνεία! Ποιος ήταν φίλος με μας; Ευτυχώς εκεί τα πράγματα ήταν καλύτερα από το Τεκόρα. Αν και ήμασταν πάντα με τις αλυσίδες, τουλάχιστον είχαμε περισσότερο χώρο ο καθένας για τον εαυτό του και με μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων. Πριν ανεβούμε στο πλοίο όλος αυτός ο συμφερτός των λευκών μας έδειχνε και μας έλεγε ότι τώρα πια θα μας έλεγαν αλλιώς. Το όνομά μου δεν ήταν πια Σενγκμπέ Πιέχ, αλλά Τζοζέφ Σινκέ. Άλλο πράγμα κι αυτό! Και αν μας ρωτούσαν, είπαν, θα λέγαμε ότι είμαστε μαύροι Λατίνοι. Ο φίλος μου ο Μπάνα που ήξερε λίγα αγγλικά, άκουσε ότι στη νέα χώρα που ήρθαμε απαγορευόταν εδώ και πολλά χρόνια να φέρεις σκλάβους από την Αφρική και να τους πουλήσεις. Γι' αυτό έπρεπε να μας αλλάξουν ταυτότητα. Σκλάβοι. Αυτό ήμασταν τελικά. Το Άμισταντ ξεκίνησε μια αφέγγαρη νύχτα από το λιμάνι της Κούβας με προορισμό σίγουρα όχι την Αφρική. Όλο αυτόν τον καιρό, κανείς δεν ήξερε που πάμε και γιατί. Για ποιο λόγο ένας άνθρωπος να θέλει να βάλει αλυσίδες σε έναν άλλο. Με ποιο δικαίωμα το κάνει αυτό. Μήπως οι λευκοί τελικά προέρχονταν από τέρατα; Στο πλοίο βρίσκονταν εκτός από τους...αφέντες μας, ένας λευκός καπετάνιος, ένα μαύρο αγόρι που δούλευε σκλάβος ως καμαρώτος του, και ένας στριμμένος αρχιμάγειρας που αν και στο αίμα του έτρεχε και μαύρο αίμα, ήταν χειρότερος και από φίδι. Τη δεύτερη μέρα που ταξιδεύαμε, ο μάγειρας αυτός μας έφερε τα αποφάγια να φάμε. Τον θεωρήσαμε δικό μας, αφού ήταν μισός τουλάχιστον μαύρος και θελήσαμε να μας πει γιατί μας πήραν αυτοί οι άντρες και που μας πάνε. Θα σας σκοτώσουν και θα σας φάνε, μας είπε, αφού εγώ σας μαγειρέψω! Αυτό ήταν λοιπόν, οι λευκοί ήταν κανίβαλοι και τους άρεσε το καψαλισμένο μας δέρμα! Γι' αυτό έπαιρναν συνέχεια μαύρους από την χώρα μας. Έπρεπε κάτι να κάνω, να ξεσηκώσω τους δικούς μου, να μην πάμε από το στόμα των λευ
Keywords
Τυχαία Θέματα