H Ιαπωνία μέσα από τα μάτια του Νίκου Καζαντζάκη

Το 1935, ο Νίκος Καζαντζάκης βρέθηκε στην Ιαπωνία, σε ένα από τα πολλά ταξίδια που πραγματοποίησε στην πολυτάραχη ζωή του. Ο «παγκόσμιος Έλληνας» θέλησε να μοιραστεί κάποιες από τις εντυπώσεις του εκεί και έγραψε ένα γράμμα στη σύζυγό του, Ελένη.

Η γραφή του μεγάλου λόγιου είναι αριστουργηματική.

Διαβάστε την επιστολή, όπως ακριβώς την έγραψε…

“Βρέχει, βρέχει, κρύο. Χτες ολημέρα είμουν στο Νικκό, μια παλιά πολιτεία τρεις ώρες μακριά από το Τόκυο. Έξοχα βουνά, τεράστια δέντρα

cryptomeria, είδος κυπαρισσόπευκα, εξαίσιοι παλιοί ναοί, αγάλματα, ζωγραφιές, allées, από πέτρινα φανάρια…

Τώρα είμαι στο δωμάτιο μου, μακρουλό, στενό, μπροστά μου ένα ωραίο προύντζινο μαγκάλι και στον τοίχο η ζωγραφιά και kemono του Βούδα που αγόρασα… Προχτές μ ένα φίλο πήγαμε τη νύχτα σ’ ένα σπίτι geishas. Αδύνατο να Σας περιγράψω την αγνότητα και τη χαρά της ατμόσφαιρας. Ένα σπίτι ξύλινο, όπως όλα. Στην είσοδο δυο τεράστια χάρτινα φανάρια. Μόλις χτυπήσαμε, η πόρτα άνοιξε κι ένας σωρός κοπέλες πετάχτηκαν να μας υποδεχτούν. Σα να ‘μαστε παλιοί αγαπημένοι γνώριμοι. Μας έκαμαν υπόκλισες, ακουμπώντας το μέτωπο στη γης, μας έβγαλαν τα παπούτσια και μας οδήγησαν στο σαλόνι. Ψάθες, το ξύλο μύριζε, κανένα έπιπλο παρά ένα χαμηλό τραπεζάκι, δυο προύντζινα μαγκάλια, μαξιλάρια. Στον τοίχο ένα kakemono με θρησκευτικό περιεχόμενο: Ό Βούδας που συναντά μια γυναίκα και κουβεντιάζουν μέσα σε άνθη. Καθίσαμε διπλοπόδι, οι geishas γύρα. Εγώ με τα λίγα γιαπωνέζικα μου μιλούσα κι όλες γελούσαν. Μας έφεραν φιστίκια και γλυκά, σάκε ζεστή… Πίναμε. Μια πήρε το σαμισέν κι άρχισε να παίζει, διπλογόνατη. Μια μικρούλα σηκώθηκε και χόρεψε. Χάρη, γαλήνη, σεμνότητα, ντυμένες τα λαμπρόχρωμα κιμονό, τα μάτια τους χαρούμενα κι αθώα, όσο ποτέ δεν είδα σε καμιά ευρωπαϊκή οικογένεια. Ό φίλος μου ήξερε περίφημα γιαπωνέζικα, χωράτευε μαζί τους, όλες γελούσαν σαν παιδιά εφτά χρονών. Ποτέ, ποτέ δεν ένιωσα τόση αθωότητα και τη γλύκα της γυναίκας… Εγώ, ήσυχα καθούμενος, τις κοίταζα με τα χεριά σταυρωμένα, σα Βούδας. Δεν άπλωσα το χέρι να τις αγγίξω, τόσο φοβούμουν μην εξαφανιστεί η γοητευτική vision.

Φύγαμε αργά, έσκυψαν στη γης και μας προσκύνησαν, μας έβαλαν τα παπούτσια, μας προσκύνησαν πάλι χαρούμενες, τιτυβίζοντας σαν πουλιά: Αριγκάτο κοζάιμας! Αριγκάτο κοζάιμας! (ευχαριστούμε πολύ! ευχαριστούμε πολύ!).

Keywords
Τυχαία Θέματα