Μια μέρα με τον Δημήτρη Μητροπάνο

Πριν από περίπου 3 μήνες, η Κάλλια Καστάνη  είχε την τύχη να συναντήσει τον Δημήτρη Μητροπάνο και να του πάρει συνέντευξη για το DownTown. Μια συνέντευξη με πάθος, τραγούδι, ψυχή και αγάπη. Μια συνέντευξη γεμάτη αλήθειες…

Πρέπει να ήταν η μοναδική φορά που έφτασα σε ραντεβού για συνέντευξη μισή ώρα νωρίτερα. Προπαραμονές Χριστουγέννων, μεσημέρι με ψιλόβροχο. Περίμενα στη βροχή, έξω από το σπίτι του – ντρεπόμουν να χτυπήσω τα κουδούνια - 

και οι παλάμες μου ίδρωναν. Περίμενα και χάζευα που στο πεζοδρόμιό του φυτρώνουν τρείς ελιές  – πουθενά τριγύρω, στο Ψυχικό, δεν θα βρεις τόσο ψηλόκορμα, ίσια, αντρίκια δέντρα. Και πουθενά δεν θ’ ακούσεις, ήχο φωνής σαν του Μητροπάνου – ήχο που λες και συνοψίζει το πάθος, τη χαρά, τον ελληνικό καημό, με κείνα τα «α» και τα «ι» που είναι «πλατιά», σαν κραυγές, τα  «ο» του που είναι ένας λυγμός βαθύς, σπλαχνικός, τα περίεργα λάμδα που γυρνάνε, γλυκαίνουν και καραμελώνουν μες στο στόμα του. Χτύπησα την πόρτα, μου άνοιξε ο ίδιος. Μιλούσε χαμηλόφωνα, σχεδόν ψιθυριστά, ήταν στέρεος σαν δέντρο. Γλύκανα κι εγώ. 

ΜΙΑ ΦΟΡΑ, ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΜΟΝΗ

Πέρασα στο σαλόνι του, μου΄βγαλε καφέ και νερό, ανάψαν τα κασετόφωνα. Λένε πως είναι  «ο τελευταίος μεγάλος των λαϊκών» – έτσι αισθάνεται ; Δεν ξέρει, δεν απαντά. Γεννήθηκε στις 2 Απριλίου του ’48 στην Αγία Μονή «μια συνοικία έξω από τα Τρίκαλα, όπου ήμασταν όλοι ίδιοι – οι αριστεροί, οι αποκομμένοι από την κοινωνία. «Μικρή Μόσχα» τη λέγανε τη γειτονιά. Εκεί, λοιπόν τα κάναμε όλα μαζί. Ο,τι μαγείρευε ο δίπλα, έτρωγε και ο από δω. Μαζί στο σχολείο, στη βόλτα, στο ποδόσφαιρο, όλα μαζί».

Παλιά χρόνια, πέτρινα. Φτώχεια, τρομοκρατία και ο χωροφύλακας μες στο σπίτι. Μεγάλωνε με μια μάνα και με μια μεγαλύτερη αδερφή. Πατέρας δεν υπήρχε – νόμιζαν πως είχε σκοτωθεί στο αντάρτικο. «Μέχρι τα δεκάξι μου γραφόμουν «ορφανός» -δεκάξι χρονών έμαθα ότι ζει ο πατέρας μου. Και μάλιστα έβριζα, «ωχ», έλεγα, «θα κάνω δυό χρόνια φαντάρος». Στα εικοσιεννιά μου τον πρωτοείδα. Αμήχανη συνάντηση – ήταν πια ένας ξένος, και ας ήμασταν απέξω ίδιοι. ΄Ιδιοι σου λέω! Αντίγραφο πιστό! Μετά έφυγε, ξαναπαντρεύτηκε, χαθήκαμε. Αλλά με τα παιδιά του είχαμε πάντα καλή σχέση».

Το τραγούδι, λέει ο Μητροπάνος, δεν του το ΄μαθε κανένας. Το ΄μαθε μόνος του από τις καντάδες, στις γειτονιές. Κι από ένα ραδιόφωνο που έπαιζε Τσιτσάνη, Μάρκο και Καζαντζίδη. «Δεν έμαθα ποτέ μουσική, δεν ξέρω μουσική. Δεν ξέρω που γράφεται το ντο, δεν ξέρω κανένα όργανο, δεν ξέρω τίποτα. Μια φορά αποφάσισα να μάθω λίγη κιθάρα, και πήγα στον Γεράσιμο τον Μηλιαρέση, έναν από τους καλύτερους κιθαρίστες. Αυτός όμως το ΄δε να με κάνει Σεγκόβια !«Είναι κρίμα», μου’ λεγε «έχεις καταπληκτικά χέρια, έχεις ταλέντο». Τον χαιρέτησα κι έφυγα. Δεν το ‘χα σκοπό να μάθω, ούτε διάθεση – είχα το σχολείο μου, είχα τόσα πράγματα δεν ήθελα να βάλω κι άλλο μπελά στο κεφάλι μου. Βέβαια, τόσα χρόνια που δουλεύω, με τόσους κιθαρίστες, κάτι θα μπορούσα να ΄χω πιάσει. Ε, τεμπελάκος ήμουνα, τ’ άφησα και πέρασε έτσι το πράγμα….»

Ο ΖΑΜΠΕΤΑΣ, Ο ΣΤΕ

Keywords
Τυχαία Θέματα