Σαχάρ Ντελιτζανί: Η ιρανή συγγραφέας που γεννήθηκε στη φυλακή, παρουσίασε Τα Παιδιά της Τζακαράντας

19:15 10/6/2013 - Πηγή: TNSite

Μαζί της στην παρουσίαση ήταν η δημοσιογράφος/blogger Ειρήνη Νικολοπούλου και η μεταφράστρια του βιβλίου Μαρία Φακίνου. Αποσπάσματα διάβασε η ηθοποιός Παναγιώτα Βλαντή.

"Τα παιδιά της Τζακαράντας" είναι το παρθενικό της μυθιστόρημα, εμπνευσμένο από την ιστορία της ίδιας της οικογένειάς της.

Η πιο ανατριχιαστική στιγμή που περιγράφει είναι η ώρα που η μητέρα της είναι έτοιμη να γεννήσει και την μεταφέρουν αλυσοδεμένη με κλούβα της αστυνομίας στο νοσοκομείο, ενώ παράλληλα με τις οδύνες του τοκετού την ανακρίνουν.

"Προσπάθησα να γράψω τα γεγονότα, όπως μου τα

διηγήθηκε η μητέρα μου και να χτίσω μια ιστορία. Δεν ήθελα να γράψω απλώς τη βιογραφία της, αλλά ήθελα να δείξω και τι έκανε το καθεστώς, τη βία και την αυστηρότητα που επικρατούσε" δήλωσε η Σαχάρ Ντελιτζανί.

Το βιβλίο "Τα Παιδιά της Τζακαράντας", μιλάει για τρία παιδιά που μεγαλώνουν χωρίς γονείς σε μια αυλή, γύρω από ένα δέντρο τζακαράντας.

Η Σαχάρ Ντελιτζανί δημιουργεί μια αξέχαστη αφήγηση με ήρωες που εμπνέονται απ' την αγάπη, την πίστη στα ιδανικά και την ελπίδα. Το βιβλίο αυτό ζωντανεύει την ανθρώπινη πλευρά μιας επανάστασης μέσα από τις δικές τους ιστορίες.

Η ίδια, παρουσίασε το βιβλίο της και στο βιβλιοπωλείο Ευριπίδης Κηφισιά (Λ. Κηφισίας 310) την προηγούμενη Τρίτη. Μαζί της ήταν και η συγγραφέας/blogger Κατερίνα Τσεμπερλίδου.

Λίγα λόγια για τη Σαχάρ Ντελιτζανί:

Η Σαχάρ Ντελιτζανί γεννήθηκε το 1983 στην φυλακή Εβίν στα βόρεια της Τεχεράνης, κοντά σε ένα χωριό που λέγεται Νταρακέ. Την ίδια χρονιά οι γονείς της συνελήφθησαν και φυλακίστηκαν από το ισλαμικό καθεστώς του Ιράν λόγω των πολιτικών τους δραστηριοτήτων για την υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, του δικαιώματος της ελευθερίας της γνώμης και της έκφρασης και το σεβασμό των θεμελιωδών ελευθεριών, χωρίς διάκριση φυλής, γλώσσας ή θρησκείας.

Σε ηλικία 12 ετών μετακόμισε με την οικογένειά της στην Καλιφόρνια των ΗΠΑ, μετά από προσπάθειες συγγενών της επί πολλούς μήνες κατά την διάρκεια του 1996. Στις ΗΠΑ ολοκλήρωσε τις βασικές της σπουδές και πήρε πτυχίο στην Λογοτεχνία από το γνωστό πανεπιστήμιο του Μπέρκλεϊ.

Από το 2006 αρθρογραφούσε σε εφημερίδες και λογοτεχνικά περιοδικά, όπως Battered Suitcase, Tryst, Slice Magazine, Border Hopping, Berkeley Poetry Review, Sangam Review και το Iran-Emrooz (Iran of Today), συγγράφοντας παράλληλα το πρώτο της μυθιστόρημα, το οποίο και ολοκλήρωσε πέρυσι.

Το 2010 και το 2011 προτάθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες, για αρκετά βραβεία, όπως το Pushcart Prize, με το οποίο τιμώνται οι καλύτεροι συγγραφείς διηγημάτων, ποίησης και δοκιμίων στην Ανατολική ακτή των ΗΠΑ.

Τα τελευταία χρόνια ζει μόνιμα στην Ιταλία με τον σύζυγό της.

Το βιβλίο

* Υποψήφιο για το Βραβείο Pushcart Prize (Με το βραβείο τιμώνται οι καλύτεροι συγγραφείς διηγημάτων, ποίησης και δοκιμίων στην Ανατολική ακτή των ΗΠΑ)

* Κυκλοφορεί σε 27 χώρες

* Μεταφράστηκε σε 24 γλώσσες

Απόσπασμα από το βιβλίο:

Η Αζάρ ήθελε να κλείσει τα μάτια και να προσποιηθεί ότι βρίσκεται κάπου αλλού, σε άλλο χρόνο, σε άλλο τόπο, σε άλλο δωμάτιο νοσοκομείου, ο Ισμαήλ να στέκεται στο πλευρό της, να της χαϊδεύει το πρόσωπο κοιτάζοντάς τη με ενδιαφέρον, χωρίς να αφήνει το χέρι της, και έξω να την περιμένουν οι γονείς της, ο πατέρας της να βηματίζει πάνω κάτω στο διάδρομο, η μητέρα της να σφίγγει στα δάχτυλά της την τσάντα του νοσοκομείου, καθισμένη άκρη-άκρη στην καρέκλα, έτοιμη να ορμήσει στο δωμάτιο όταν τη χρειάζονταν.

Εδώ αν άπλωνε το χέρι της, δεν θα άγγιζε τίποτε. Κενό. Ήταν ολομόναχη.

«Το μωρό έχει πάρει θέση».

Η Αζάρ άκουσε τη φωνή της γιατρού και κοίταξε χαμηλά την κοιλιά της. Ο σφιχτός σβόλος που κάποτε ξεπρόβαλλε κοντά στον αφαλό της τώρα φαινόταν σαν να είχε σκαρφαλώσει ανάμεσα στα στήθη της.

Η γιατρός στράφηκε στις δύο γυναίκες πίσω της.

«Πρέπει να το σπρώξουμε να κατέβει».

Το στόμα της Αζάρ στέγνωσε. Να το σπρώξουν να κατέβει; Πώς; Οι γυναίκες, που προφανώς ήταν οι μαίες, πλησίασαν, οι ρυτίδες στα πρόσωπά τους και τα χέρια τους ανέδιδαν τη δυσάρεστη οσμή επαρχίας, απομονωμένων χωριών που βρίσκονταν πάνω σε στροφές στενών, λασπωμένων δρόμων. Στα χέρια τους κρατούσαν κομμάτια που είχαν σκίσει από κάποιο ύφασμα. Ο τρόμος τής έκοψε την ανάσα. Τι ήθελαν τα κομμάτια υφάσματος; Τι θα της έκαναν; Θα τη φίμωναν για να μην ακούγονται έξω οι κραυγές της; Οι γυναίκες κοίταξαν την Αδερφή, η οποία άρπαξε ένα κομμάτι ύφασμα και τους έδειξε πώς να δέσουν το πόδι της Αζάρ. Η Αζάρ μόρφασε από αποστροφή καθώς αυτά τα υγρά, ροζιασμένα δάχτυλα την έδεναν στα κάγκελα του κρεβατιού. Οι γυναίκες κοίταξαν διστακτικές, αλλά τελικά τη μιμήθηκαν. Η μία έπιασε την Αζάρ από τα πόδια και η άλλη από τα χέρια. Η Αζάρ τινάχτηκε νιώθοντας μέσα της μια βίαιη ώθηση. Το διάλειμμα τελείωσε• ο πόνος είχε επιστρέψει.

Η γιατρός άπλωσε μια κουβέρτα στα πόδια της Αζάρ και έσκυψε μπροστά της.

«Αρχίζουμε».

Αφού την έδεσαν, οι μαίες έπλεξαν τα δάχτυλά τους μεταξύ τους και έβαλαν τα χέρια τους κοντά στο στήθος της. Εκείνη τις παρατηρούσε, παραιτημένη εξαιτίας του πόνου, ενώ η καρδιά της χτυπούσε δυνατά στο στέρνο της. Φοβόταν, τι θα έκαναν στην ίδια και στο παιδί της; Ήταν αυτό πραγματικό νοσοκομείο; Ποιες ήταν αυτές οι γυναίκες, από πού είχαν έρθει; Ήξεραν τι κάνουν;

Βόγκηξε δυνατά. Οι γυναίκες πήραν βαθιές ανάσες για να προετοιμαστούν, σαν πυγμάχοι που συγκεντρώνουν τις δυνάμεις τους πριν την πάλη. Έπειτα, ανοίγοντας διάπλατα τα μάτια και σφίγγοντας τα χείλη, μ’ αυτά τα χέρια που ίσως κάποτε είχαν ζουπήξει τη φουσκωμένη κοιλιά μιας αγελάδας ή είχαν τραβήξει τα τρεμάμενα πόδια ενός αρνιού, έσπρωξαν με δύναμη το παιδί της.

Για μια στιγμή η Αζάρ πάγωσε από τη φριχτή, βίαιη ώθηση. Έπειτα μια άγρια και ανοίκεια κραυγή βγήκε βαθιά από μέσα της. Μια κραυγή τόσο δυνατή, που αντηχούσε στο τρεμάμενο σώμα της. Έγειρε μπροστά παλεύοντας να απομακρύνει τις γυναίκες από την κοιλιά της, από το παιδί της. Θα πίεζαν το παιδί μέχρι να πεθάνει; Θα το στραγγάλιζαν; Η Αζάρ δεν μπορούσε να κουνήσει τα χέρια της, προσπάθησε να τεντώσει το λαιμό για να τις δαγκώσει, αλλά μια σουβλιά πόνου την έριξε πίσω στο κρεβάτι.

«Σπρώξε!» φώναξε η γιατρός.

Η φουσκωμένη κοιλιά της δεν υποχωρούσε. Οι γυναίκες πίεζαν με τα χέρια, τα πρόσωπά τους ήταν αναψοκοκκινισμένα από τη δύναμη που κατέβαλλαν τα τραχιά, πλεγμένα δάχτυλά τους. Ιδρώτας γυάλιζε στα μέτωπά τους, κυλούσε πάνω στη μύτη τους. Τα στόματά τους ήταν σφιγμένα από την πίεση.

Η Αζάρ ένιωσε να κρυώνει κι έβγαλε ακόμα μια κραυγή. Για μια στιγμή τα πάντα θόλωσαν. Έπειτα είδε μία από τις γυναίκες να στέκεται δίπλα της. Ήταν πιο νέα από την άλλη, ίσως στην ηλικία της, κοντά στα είκοσι. Τα αμυγδαλωτά, μαύρα μάτια της έλαμπαν ευγενικά.

«Όλα καλά», ψιθύρισε ενθαρρυντικά, ακουμπώντας το κρύο χέρι της πάνω στο καυτό μέτωπο της Αζάρ. «Το κεφάλι του μωρού έχει κατέβει, τώρα πρέπει να σπρώξεις».

Καθώς οι πόνοι ξεκινούσαν ξανά, της είπε:

«Το μωρό σου σχεδόν φαίνεται».

Η γυναίκα χαμογέλασε, αλλά η Αζάρ την αγριοκοίταξε. Δεν ήξερε τι σήμαιναν όλα αυτά, τι της έλεγε αυτό το κορίτσι. Κάτι μέσα της την πίεζε ανεξέλεγκτα. Σφίχτηκε κι έβγαλε ακόμα μια κραυγή.

«Αυτό είναι, σπρώξε. Άλλη μια φορά».

Η Αδερφή άρπαξε το χέρι της Αζάρ.

«Φώναξε! Κάλεσε το Θεό! Κάλεσε τον Ιμάμ Αλί! Κάλεσέ τους τουλάχιστον τώρα!»

Ο πόνος διαπερνούσε την Αζάρ, παγωμένος και σκοτεινός. Ούρλιαζε σφίγγοντας το μπράτσο του κοριτσιού. Δεν κάλεσε κανέναν.

«Κατεβαίνει!» φώναξε η γιατρός. «Μπράβο, κορίτσι μου, σπρώξε άλλη μια φορά!»

Κάτι μέσα της σκιζόταν στα δύο. Σκιζόταν στα δύο και ξεκολλούσε.

Με όση δύναμη της είχε απομείνει, η Αζάρ έσπρωξε άλλη μια φορά. Τα πάντα γύρω της μαύρισαν. Από μακριά άκουσε τα αδύναμα κλάματα ενός μωρού να πλημμυρίζουν το δωμάτιο.

Το δωμάτιο ήταν άδειο όταν άνοιξε τα μάτια της. Το παγωμένο αεράκι από το ανοιχτό παράθυρο την έκανε να ανατριχιάσει. Ήταν ακόμη δεμένη στο κρεβάτι και τα πόδια της είχαν μουδιάσει. Τα υγρά μαλλιά είχαν κολλήσει στο πρόσωπό της• τα πόδια της πονούσαν σαν να είχαν μέσα τους μια στρώση σπασμένα γυαλιά.

Δεν είχε ιδέα πόση ώρα ήταν ξαπλωμένη εκεί. Ώρες, μέρες, μια αιωνιότητα. Τα μάτια της κοιτούσαν ανυπόμονα, με αγωνία την πόρτα. Πού πήγαν το μωρό μου; Σε λίγο η πόρτα άνοιξε τρίζοντας και εμφανίστηκε η Αδερφή μαζεύοντας το μαύρο τσαντόρ γύρω της. Η Αζάρ άνοιξε το στόμα της να πει κάτι, να ρωτήσει για το παιδί, όμως τα χείλη της ήταν τόσο στεγνά, που οι άκρες του στόματός της σκίστηκαν. Πίσω από την Αδερφή μπήκαν βιαστικά οι δύο μαίες.

«Η κόρη σου είναι στο άλλο δωμάτιο», είπε η Αδερφή σαν να είχε διαβάσει τις σκέψεις της Αζάρ, σαν να είχε δει την ερώτηση στα πληγιασμένα χείλη της. «Δεν ξέρω πότε θα τη φέρουν εδώ».

Η Αζάρ έκλεισε τα μάτια. Είναι κορίτσι, σκέφτηκε. Ένα κουρασμένο αλλά θριαμβευτικό χαμόγελο τρεμόπαιξε στα χείλη της, κι όμως την ίδια στιγμή ήταν ανήσυχη. Δεν ήταν σίγουρη αν έπρεπε να πιστέψει την Αδερφή. Κι αν το παιδί είχε πεθάνει και η Αδερφή τής έλεγε ψέματα; Κι αν της έπαιζαν κάποιο άσχημο παιχνίδι; Κι αν τα κλάματα που είχε ακούσει στο δωμάτιο σταμάτησαν λίγο μετά; Κοίταξε τη νεαρή μαία, η οποία της χαμογέλασε κουνώντας καταφατικά το κεφάλι. Η Αζάρ έπρεπε να το πιστέψει.

Οι μαίες έβγαλαν τσουλώντας το κρεβάτι της Αζάρ από το δωμάτιο προχώρησαν στο διάδρομο και μπήκαν σε ένα άλλο δωμάτιο, όπου το παράθυρο ήταν κλειστό. Την έλυσαν. Τα πρόσωπα αυτών των γυναικών θύμιζαν στην Αζάρ τα πρόσωπα που είχαν οι μανάδες των παιδιών που τους έκανε μάθημα στα χωριά γύρω από την Τεχεράνη, την πρώτη χρονιά μετά την επανάσταση. Ήπια, υπάκουα, έστεκαν δίπλα στα φτωχοντυμένα παιδιά τους και δέχονταν ό,τι τους έλεγε η Αζάρ. Το βλέμμα τους ήταν γεμάτο θαυμασμό και σεβασμό, έδειχναν σχεδόν φοβισμένα απέναντι στο κορίτσι της πόλης που άνοιγε και έκλεινε τόσο εύκολα τα βιβλία, μιλούσε άπταιστα φαρσί και έδειχνε παράταιρη με τα ρούχα της πόλης σ’ αυτή την αίθουσα, που ήταν το σχολείο, με τους τοίχους από πηλό.

Η Αζάρ ένιωσε ένα τσίμπημα στην καρδιά καθώς θυμήθηκε εκείνες τις μέρες που εργαζόταν πυρετωδώς για μια νέα χώρα, μια καλύτερη και πιο δίκαιη χώρα. Πόσο χαρούμενη ήταν παίρνοντας το λεωφορείο για να επιστρέψει στην Τεχεράνη το απόγευμα. Ένιωθε ένα με την πόλη, δονούνταν και πάλλονταν από την αναστάτωση και τον ενθουσιασμό για όσα επιφύλασσε το παρόν και το μέλλον. Ανυπομονούσε να επιστρέψει σπίτι, στο μικρό τους διαμέρισμα, όπου ήξερε ότι την περίμενε ο Ισμαήλ. Ακόμη θυμάται πως πετούσε από χαρά όταν έβλεπε το φως του καθιστικού να αχνοφαίνεται πίσω από τις κουρτίνες. Κάθε βράδυ αυτό το φως, που σήμαινε ότι ο Ισμαήλ ήταν στο σπίτι και σύντομα θα βρισκόταν στην αγκαλιά του, την έκανε να χαμογελά καθώς ορμούσε καρδιοχτυπώντας στις σκάλες. Το άρωμα από το ρύζι στον ατμό τής έσπαγε τη μύτη μόλις έμπαινε στο διαμέρισμα, και ο Ισμαήλ την πλησίαζε, την τραβούσε στην αγκαλιά του λέγοντας «Khaste nabaashi azizam». Μακάρι να μην κουραστείς ποτέ. Κι εκείνη έφτιαχνε τσάι, το έπιναν πλάι στο στενό παράθυρο βλέποντας τη νύχτα να πέφτει πάνω στα δέντρα της αυλής, ενώ της μιλούσε για τον Καρλ Μαρξ κι αυτή του διάβαζε ποιήματα της Φορούχ Φαροχζάντ.

Ούτε χρόνος δεν είχε περάσει από την επανάσταση και η Αζάρ με τον Ισμαήλ ακόμη φλέγονταν εκστασιασμένοι. Ακόμη τους έρχονταν δάκρυα χαράς στα μάτια και οι φωνές τους ράγιζαν, γεμάτες συναίσθημα, όταν μιλούσαν για το θρίαμβό τους, το θρίαμβο ενός έθνους που έδιωξε το μονάρχη που κάποτε ήταν στο απυρόβλητο. Ήταν γεμάτοι ελπίδα.

Και όμως ήξεραν ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Ανατρίχιαζαν με τους άντρες που είχαν αυστηρά πρόσωπα και οργισμένα, αδυσώπητα στόματα τα οποία μιλούσαν διαρκώς για το Θεό, αυτοί που είχαν αναλάβει την εξουσία στη χώρα και ισχυρίζονταν ότι είναι οι λυτρωτές των ηθικών λόγων και των ιερών νόμων. Τι συμβαίνει; ρωτούσε καμιά φορά τον Ισμαήλ απελπισμένη. Σιγά-σιγά καταλάβαιναν όλοι ότι οι άνθρωποι αυτοί θεωρούσαν την επανάσταση νόμιμη ιδιοκτησία τους και τους ίδιους αδιαμφισβήτητους νικητές. Ξεκίνησαν να εκκαθαρίζουν τα πανεπιστήμια από αντεπαναστατικές δράσεις, όπως τις αποκαλούσαν, έκλεισαν εφημερίδες, έκριναν ως παράνομα πολιτικά κόμματα. Ο λόγος τους έγινε νόμος και όλοι οι άλλοι πέρασαν στην αντίσταση. Μαζί τους και η Αζάρ με τον Ισμαήλ.

Η Αζάρ έφερε τα χέρια και τα πόδια της κοντά στο σώμα της. Είχε ρίγη και δεν μπορούσε να σταματήσει να τρέμει. Η νεαρή γυναίκα βγήκε από το δωμάτιο και έφερε μια κουβέρτα για να τη σκεπάσει. Η Αζάρ κουλουριάστηκε από κάτω προσπαθώντας να ζεσταθεί. Οι γυναίκες έφυγαν από το δωμάτιο κλείνοντας σιγά την πόρτα πίσω τους.

Η Αζάρ τράβηξε την κουβέρτα πάνω απ’ το κεφάλι της και προσπάθησε να ανασάνει μες στη ζέστη. Έκλεισε τα μάτια και λικνίστηκε δεξιά αριστερά, περιμένοντας να ζεσταθεί, να γαληνέψει. Έμεινε αρκετή ώρα κάτω από την κουβέρτα, μια άμορφη μάζα.

Μόλις η ζέστη άρχισε σιγά σιγά να μπαίνει στους πόρους της, η Αζάρ έβγαλε έξω το κεφάλι και έπειτα τους ώμους. Δίπλα της, στην άλλη άκρη του δωματίου, υπήρχε ένα άδειο κρεβάτι με τσαλακωμένα σεντόνια και ένα βαθούλωμα στο μαξιλάρι. Σαν να είχαν πρόσφατα μεταφέρει κάποιον. Στο πάτωμα δίπλα στο κρεβάτι υπήρχε ένα πιάτο, το ρύζι και ο αρακάς μισοφαγωμένα. Μόλις το είδε, η Αζάρ ξαφνικά συνειδητοποίησε πόσο πεινούσε. Είχε να φάει από το προηγούμενο βράδυ. Το βλέμμα της καρφώθηκε στο πιάτο καθώς έσπρωχνε από πάνω της την κουβέρτα με τα πόδια της. Αυτή ήταν η ευκαιρία της. Το πιάτο έπρεπε να γίνει δικό της. Προσπάθησε να σταθεί όρθια, όμως τα πόδια της έτρεμαν και τα γόνατά της λύγιζαν. Για να μην πέσει, κρατήθηκε από την άκρη του κρεβατιού και γονάτισε προσεχτικά. Η καρδιά της χτυπούσε ανυπόμονα στο στήθος της καθώς στηρίχτηκε πάνω στα παγωμένα πλακάκια και άρχισε να σέρνεται.

Όσο πλησίαζε το πιάτο, τόσο πιο θαρραλέα γινόταν, τόσο πιο αποφασισμένη να φάει λαίμαργα και το τελευταίο σπυρί ρυζιού. Θα έτρωγε και θα το έκανε χωρίς την άδεια της Αδερφής. Θα άρπαζε αυτό το πιάτο και θα καταβρόχθιζε τα πάντα. Θα το έκανε δικό της, μέρος του σώματός της, μέρος της ύπαρξής της. Θα της ανήκαν όλα, το ρύζι, ο αρακάς, το πιάτο. Σκέφτηκε μάλιστα να κρύψει κάπου το πιάτο και να το πάρει μαζί της στη φυλακή. Ζαλιζόταν από την πείνα, από το θράσος της, από την προοπτική να φάει, από το φόβο μήπως την πιάσουν προτού ακουμπήσει το πιάτο, αυτό το θησαυρό, το οποίο τούτη τη στιγμή ήταν σαν την ίδια τη ζωή. Πίεσε τους αγκώνες της στο πάτωμα και σύρθηκε ακόμα πιο γρήγορα.

Το ρύζι ήταν κρύο και στεγνό και καθώς η Αζάρ το κατάπινε λαίμαργα, ένιωθε τα μυτερά σπυριά να γδέρνουν το λαιμό της και σκέφτηκε τους κουβάδες με το φαγητό που η Αδερφή θα μοίραζε στις κρατούμενες την ώρα του μεσημεριανού. Τα δάχτυλά της πηγαινοέρχονταν γρήγορα, μάζευαν το ρύζι και τον αρακά, τα έφερνε στο στόμα της, στα δόντια της που πονούσαν, στη γλώσσα της που δεν ένιωθε καμία γεύση. Μασούσε βιαστικά, τα σπυριά έπεφταν από τα δάχτυλά της. Από στιγμή σε στιγμή όλα θα χάνονταν κι αυτή θα επέστρεφε σε μια πραγματικότητα όπου τίποτα δεν της ανήκε, δεν είχε τίποτα να δώσει ή να πάρει. Από στιγμή σε στιγμή η Αδερφή μπορεί να έμπαινε στο δωμάτιο και να της έπαιρνε το πιάτο. Όμως τώρα μπορούσε να το φάει. Αυτή ήταν η δική της στιγμή.

Η λευκοντυμένη γιατρός χαμογέλασε στην Αζάρ καθώς της έπαιρνε την πίεση. Οι γαλαζωπές σακούλες κάτω από τα μάτια της έδειχναν παράταιρες πάνω στο στρογγυλό, ευχάριστο πρόσωπό της. Η Αδερφή στεκόταν στην άλλη άκρη του κρεβατιού, τα χέρια της ήταν ανοιχτά και ελεύθερα. Έδειχνε τόσο άνετη μέσα στο μαύρο τσαντόρ της. Όλες έτσι έδειχναν. Οι Αδερφές. Περπατούσαν, χειρονομούσαν, μοίραζαν κουβάδες με φαγητό, έδεναν μαντίλια γύρω από τα μάτια, κλείδωναν και ξεκλείδωναν πόρτες, έλυναν και έδεναν χειροπέδες με τέτοια ευκινησία, λες και το βαρύ, γυαλιστερό ύφασμα δεν υπήρχε, λες και δεν τις έζωνε σαν φτερά κοιμισμένης νυχτερίδας. Η Αζάρ ήξερε ότι ήταν καλύτερα να μην πολυρωτά την Αδερφή για το μωρό της. Αν έδειχνε ενθουσιασμένη, ίσως η Αδερφή καθυστερούσε κι άλλο να της φέρει το παιδί, μόνο και μόνο για να την πεισμώσει, για να την κάνει να υποφέρει. Η Αζάρ έπρεπε να είναι καλή. Έπρεπε να είναι υπομονετική.

Διαβάστε εδώ το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου

News247

Keywords
παιδια, φυλακη, το φως, βιβλιοπωλείο, ηπα, poetry, iran, today, νέα, φως, ρυζι, μαρξ, ώμους, κινηση στους δρομους, βιβλια, εφημεριδες, παγκόσμια ημέρα της γυναίκας 2012, Καλή Χρονιά, νικολοπουλος, εκλογες ηπα, ξανα, κομματα, δυνατα, αδεια, αρακας, γυναικα, ηθοποιος, ηπα, ιμαμ, ιραν, ιταλια, κηφισια, μητερα, μωρο, περιοδικα, πιεση, πλακακια, ποιηματα, ρουχα, φως, ωθηση, ωρα, iran, αγαπη, αγκαλια, αγωνια, απταιστα, αρπαξε το, αρωμα, αφηγηση, βιβλιο, βλεμμα, βορεια, βραδυ, βρισκεται, φαγητο, γεγονοτα, γευση, γινει, γυαλια, γλωσσα, γονεις, δακρυα, δαχτυλα, δεντρα, δεντρο, δυναμη, δικη, δοντια, δωσει, ευχαριστο, εγινε, ευκαιρια, ευκολα, αιθουσα, ειπε, ειρηνη, ελπιδα, επρεπε, ετων, ζεστη, ζωη, ιδεα, ιδια, η δικη, εικοσι, ηλικια, ηνωμενες πολιτειες, ηρωες, ισμαηλ, θρασος, υγρα, υφασμα, καγκελα, κεφαλαιο, κηφισιας, κι αλλο, κουρτινες, λεωφορειο, λογια, λογοτεχνια, μαυρο, μαζα, μακρια, μαλλια, μαρξ, ματια, μηνες, μικρο, μαρια, μυθιστορημα, μυτη, νυχτα, παντα, κοιλια, οικογενεια, αφαλο, παιδι, παρουσιαση, πηγαινε, πιστη, πορτες, πορτα, πτυχιο, ριγη, ρυτιδες, σεντονια, σιγουρη, συζυγο, συντομα, σκεψεις, σωμα, σπιτι, στομα, σχολειο, τσαι, το φως, τρια, τριτη, φτερα, φωνη, φορα, χερι, χαμογελο, χειλη, χρονος, χαρα, ωρες, οσμη, αντρες, αυλη, δωματιο, ετοιμη, ευριπιδης, χωρα, ιδρωτας, κλειστο, κομματι, καρδια, κρεβατι, μια φορα, μπροστα, νοσοκομειο, ποδια, poetry, ώμους, χειροπεδες, χερια
Τυχαία Θέματα