Η πολιτική οικονομία της αλλοτρίωσης. Το παράδειγμα της χειραγωγημένης εκπαίδευσης ως μέσου χειραγώγησης

ΆρθραΑρθρογράφος: Χρήστος Δ. Τουρτούρας

ΤΙΤΛΟΣ: «Η πολιτική οικονομία της αλλοτρίωσης.

Το παράδειγμα της χειραγωγημένης εκπαίδευσης ως μέσου χειραγώγησης».

Τουρτούρας Δ. Χρήστος

Λέκτορας Παιδαγωγικής

Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης

Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης

e-mail: [email protected]

Α΄ Μέρος

Αλλοτρίωση σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο

Ο Χέγκελ ισχυριζόταν ότι, κάτι είναι πραγματικό όταν είναι λογικό και λογικό όταν αυτό καθίσταται πραγματικό. Ως λογικό, ωστόσο, εκλαμβάνεται εκείνο που αποτελεί αναγκαιότητα στη συγκεκριμένη πάντα ιστορική και κοινωνικοπολιτική κατάσταση. Με αυτή την έννοια, κάτι που είναι αναγκαίο και, άρα, λογικό, ενώ θεωρείται πραγματικό στο πεδίο της ανθρώπινης ιστορίας, γίνεται με τον καιρό παράλογο, επομένως και μη αναγκαίο να υπάρχει στην πραγματικότητα. Αντιστοίχως, ό,τι είναι λογικό για τους ανθρώπους, τείνει να γίνει και πραγματικό, όσο κι αν αντιφάσκει στην πραγματικότητα που υπάρχει φαινομενικά.[1] Έτσι, η χεγκελιανή θέση μετατρέπεται σε αντίθεση μέσα από την ίδια τη χεγκελιανή διαλεκτική. Με βάση τα παραπάνω, ένα κυβερνητικό μέτρο ή μια ευρύτερη κυβερνητική πολιτική, δε συνιστούν εξορισμού μια πραγματικότητα, αφού συχνά δεν είναι ούτε αναγκαία ούτε λογικά. Στην περίπτωση δε αυτή, αν συνεχίσουν να υφίστανται και να γίνονται ανεκτά από το λαό, τότε μπορούμε να πούμε ότι πρόκειται για έναν κακό λαό, που έχει την κυβέρνηση που του αξίζει.[2]

Στο σημείο αυτό, είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον να δούμε, αν υφέρπει κάποια αμφίδρομη σχέση μεταξύ της υφιστάμενης οικονομικοπολιτικής πραγματικότητας και της υποκειμενικής ιδιοσυστασίας του καθενός μας. Με άλλα λόγια, αν η τρέχουσα οικονομική και πολιτική κατάσταση εδραιώνεται, συντηρείται και αναπαράγεται μέσω της ηθικής έκπτωσης των μελών της κοινωνίας ενώ, ταυτόχρονα, συμβάλλει η ίδια στη διαφθορά τους. Αναλογιζόμενοι τα όσα υφίσταται η ελληνική κοινωνία τα τελευταία 2-3 χρόνια σε πολιτικό και οικονομικό επίπεδο, θα μπορούσαμε να καταλήξουμε πολύ γρήγορα σε κάποιες πρώτες διαπιστώσεις. Αρχικά, ότι υφιστάμεθα μια πραγματικότητα που, ούτε την είχαμε φανταστεί προηγουμένως ούτε αναγκαία ή χρήσιμη μας ήταν. Επιπλέον, θα συμφωνούσαμε στο ότι το να συνεχίσουμε να την υφιστάμεθα, ενέχει έναν έντονο παραλογισμό, που θα πρέπει οπωσδήποτε να αναζητηθεί σε ποια βάση συνίσταται. Τέλος, ότι η παθητικότητα στην αντίδρασή μας νομιμοποιεί τον οικονομικό παραλογισμό και την πολιτική βαρβαρότητα που μας έχει επιβληθεί· και αφού τα νομιμοποιεί, τα συντηρεί και τα αναπαράγει. Βέβαια, το ότι δεν την είχαμε φανταστεί τη συγκεκριμένη πραγματικότητα, οφείλεται στις πλημμελείς αναγνώσεις της ιστορίας και της πολιτικής οικονομίας, που οδήγησαν στον πνευματικό μαρασμό, την έκπτωση θεωρητικών ερμηνευτικών εργαλείων για την κατανόησή της (της πραγματικότητας) και, επομένως, στην ελλιπή ή παντελώς απούσα ταξική συνειδητοποίηση του μέσου Έλληνα και της μέσης Ελληνίδας, που μεταφράζεται, βέβαια, σε ανάλογα μη πολιτική συγκρότηση, η οποία ευθύνεται από ένα σημείο και μετά στη διαιώνιση του υπάρχοντος πολιτικού σχήματος στη χώρα. Οπωσδήποτε, όμως, το απόλυτο μέγεθος του παραλογισμού θα πρέπει να αναζητηθεί στις καταστατικές αρχές, στην ίδια τη φύση του καπιταλιστικού συστήματος που δείχνει να γοητεύει, δεκαετίες τώρα, την ελληνική κοινωνία. Ο παραλογισμός της εκμετάλλευσης όσων παράγουν το συλλογικό-κοινωνικό πλούτο από εκείνους που δεν παράγουν ποτέ τους τίποτε. Ο παραλογισμός της ανισοκατανομής, οικειοποίησης και διάθεσης του πλούτου πραξικοπηματικά από τους τελευταίους για τον εαυτό τους. Ο παραλογισμός, εν τέλει, της αυτοκαταστροφής τους μέσα από την ακόρεστη διάθεση συσσώρευσης ολοένα μεγαλύτερης υπεραξίας, σε σημείο που οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην οικονομική τους κρίση και την αυτοκαταστροφή.[3] Στα πλαίσια, βεβαίως, του ευρύτερου παραλογισμού στο πολιτικό σύστημα, αναδεικνύεται ως επακόλουθο ή και προαπαιτούμενο ο παραλογισμός και στην παραγωγική βάση.[4] Μόνον έτσι φθάνει κανείς στην κατανόηση, έστω και αδρομερώς, της επιμονής της μεγάλης λαϊκής μάζας να υφίσταται σωρεία πολιτικών μέτρων άκρατου αντιλαϊκού παραλογισμού (επιβολή ατελείωτων χαρατσιών, περικοπές μισθών και συντάξεων, κούρεμα ομολόγων –ενδεχομένως και καταθέσεων στο μέλλον- επιβολή νέων φόρων επί κινητής και ακίνητης περιουσίας, επαναλαμβανόμενες άμεσες φορολογήσεις εισοδημάτων και περιουσιακών στοιχείων -όλες καθαρά αντισυνταγματικού χαρακτήρα- συνεχείς συνάψεις δανειοληπτικών συμβάσεων -μνημονιακού χαρακτήρα- με εικονικές εκταμιεύσεις τεράστιων χρηματικών ποσών, προκειμένου να στηριχθεί το τραπεζικό και κεφαλαιοκρατικό σύστημα -που θησαυρίζει τη στιγμή της γενικευμένης πτώχευσης του λαού- απολύσεις εργαζομένων στον ευρύτερο δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, επιβολή γενικής ανεργίας στο προσφερόμενο εργατικό δυναμικό, συρρίκνωση του κράτους και πλήρης διάλυση του κοινωνικού του χαρακτήρα -συστήματος υγείας, παιδείας και κοινωνικής ασφάλισης- γενίκευση της διαφθοράς στα ανώτερα κλιμάκια της πολιτικής ζωής και διοίκησης, απίστευτη διασπάθιση δημόσιου χρήματος, ξεπούλημα του εθνικού πλούτου, χρεοκοπία και υποθήκευση του μέλλοντος ολόκληρης της κοινωνίας και τόσα άλλα) μεγάλης έκτασης σε περιορισμένο χρονικό διάστημα.

Αποκτά νόημα, επομένως, ο χαρακτηρισμός ενός λαού, που υφίσταται σε βάρος του ανάλογους άχρηστους και καθόλου αναγκαίους παραλογισμούς, ως «κακού», που έχει τους άρχοντες που του αναλογούν.[5] Όταν βέβαια μιλούμε για έναν τέτοιο λαό, αναφερόμαστε προφανώς, σε μία μάζα ανταγωνιστικών και ατομικιστικών, αλλοτριωμένων ανθρώπων, όπως θεωρούσε ο Μαρξ τους ανθρώπους που απανθρωποποιούνται κατά την παραγωγική διαδικασία, αναγκάζονται να μετατραπούν σε εμπορεύματα και να αποξενωθούν από το προϊόν της εργασίας τους και από τη φύση, ενώ ταυτόχρονα, ανάγουν τις σχέσεις τους με τους άλλους, εξίσου αλλοτριωμένους, ανθρώπους, σε σχέσεις ανταλλαγής εμπορευμάτων και αξιών, αλεσμένων στη μυλόπετρα των κυρίαρχων σχέσεων παραγωγής.

Κατά το Φρομ (1978: 188-192) η παραπάνω συζήτηση δείχνει να αφορά στον αποθησαυριστικό τύπο ανθρώπου –τον αποκαλούμενο, αλλιώς, πρωκτικό χαρακτήρα-[6] από τον οποίο προκύπτει σε δεύτερο χρόνο ο αγοραστικός τύπος ανθρώπου, που βιώνει τον εαυτό του ως εμπόρευμα, όχι με αξία χρήσης, αλλά με ανταλλακτική αξία· που μετατρέπεται, δηλαδή, σε εμπόρευμα στην «αγορά προσωπικοτήτων», μαθαίνοντας να πλασάρει τον εαυτό και τα προσόντα του όσο το δυνατόν καλύτερα στη συγκεκριμένη αγορά. Με άλλα λόγια, μετατρέπεται σε πωλητή και εμπόρευμα ταυτόχρονα, χωρίς συναισθηματικούς φραγμούς, αποξενωμένος ακόμη και από τον ίδιο του τον εαυτό. Δείχνει, έτσι, να επικρατεί απόλυτος διαχωρισμός της λογικής από την καρδιά, καθώς και κυριαρχία της εγκεφαλικά κατευθυνόμενης σκέψης σε βάρος της συναισθηματικής ζωής, η οποία και ατροφεί.[7] Εξαιτίας της δεδομένης αυτής συναισθηματικής ανωριμότητάς του, ο αγοραστικός τύπος γοητεύεται με περίσσια αφέλεια και χειραγωγείται με χαρακτηριστική ευκολία από όλους εκείνους τους απατεώνες πολιτικάντηδες, που κινούνται πολύ άνετα στο χώρο των συναισθημάτων και γνωρίζουν να τα χρησιμοποιούν κατάλληλα, προκειμένου να συνεχίζουν να ασκούν τον έλεγχο της κοινωνίας.[8]

Όλα αυτά, βέβαια, κατά τη διάρκεια της κατ’ επίφαση ευημερίας που βίωνε μέχρι πρόσφατα η ελληνική –στη δική μας περίπτωση- κοινωνία. Μέχρι τη στιγμή, που ο αλλοτριωμένος μέσος συμπατριώτης και συμπατριώτισσά μας ένιωθαν, πως ήλεγχαν τα νήματα ολόκληρου του κόσμου και μπορούσαν να ικανοποιούν ασύστολα τις οποιεσδήποτε και οσοδήποτε διεστραμμένες καταναλωτικές επιθυμίες τους, σάμπως η απληστία και ο παροξυσμός να οδηγούσαν σε απώλεια ορίων, στην επιθυμία κατανάλωσης μέχρι και «απαγορευμένων καρπών». Η υπερκατανάλωση και η απληστία σε ατομικό επίπεδο υποστήριζε την υπερπαραγωγή και την εκμετάλλευση στις σχέσεις παραγωγής σε συλλογικό επίπεδο. Μέχρις ότου υπερκορέστηκαν οι αγορές και διακόπηκε η παραγωγική διαδικασία. Τα τελευταία 2-3 έτη, η εγγενής κρίση του καπιταλιστικού «παραδείσου» μετέτρεψε τους υλικούς όρους επιβίωσης του σύγχρονου Αδάμ σε κόλαση, παραπέμποντας σε βιβλικές εικόνες του «πεπτωκότος» ανθρώπου και της Εξόδου του από τον Παράδεισο. Η τρέχουσα ιστορική συγκυρία δείχνει να εναντιώνεται τραγικά στον άνθρωπο, δείχνει να μην εγγυάται ούτε καν τους υλικούς του όρους ύπαρξης.

Στρατηγικές εδραίωσης και αναπαραγωγής του συστήματος

Σε επίπεδο εποικοδομήματος και σύγχρονα με τη γενικότερη αλλοτρίωση, πλήθος υποβλητικών μεθόδων ύπνωσης και πλύσης εγκεφάλου προπαγανδίζουν καθημερινά και ακατάπαυστα, στα πλαίσια βιομηχανικών και πολιτικών διαφημίσεων, τις κυρίαρχες νόρμες στάσεων και συμπεριφορών, απειλώντας σοβαρά την ψυχική υγεία των ανθρώπων, στον τομέα ιδιαίτερα της κριτικής σκέψης και της συναισθηματικής ανεξαρτησίας. Μέσα από τον έλεγχο της σκέψης αποβλέπουν στην υποβολή του κοινωνικού σώματος και στην επιβολή μέχρι και των τρόπων διακυβέρνησής του. Χάνεται η αίσθηση της πραγματικότητας με την υποβολιμιαία πρακτική, αναπαράγεται η διαιώνιση της κυρίαρχης οπτικής. Η παραπληροφόρηση μέσω της απόκρυψης ή της παραποίησης των γεγονότων, στη βάση της εξυπηρέτησης των συμφερόντων των τάξεων που κυριαρχούν, οδηγεί στην κατάλυση της δημοκρατίας[9] και στην παραγωγή ατόμων με «χειραγωγημένη εξυπνάδα». Στην πραγματικότητα, τα ΜΜΕ παράγουν ένα προϊόν, που λέγεται «ειδήσεις», με πρώτες ύλες που τις λένε «γεγονότα». Ποια από τα τελευταία θα αποτελέσουν ύλη για την παραγωγή του τελικού προϊόντος, επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια των κέντρων και των οργάνων μαζικής πληροφόρησης. Στην καλύτερη περίπτωση, η πληροφόρηση είναι ετοιμοπαράδοτη, υπό την έννοια ότι αναφέρεται μόνον στην επιφάνεια των γεγονότων και δεν επιτρέπει την κατανόηση των πραγματικών τους αιτιών (Φρομ, 1978: 238, 246-247).

Επομένως, οι άνθρωποι άγονται από ένα πρωτόγονο αγελαίο ένστικτο, μαζοποιούνται, αδυνατούν να αμφισβητήσουν κριτικά τις προβεβαιωμένες και κοινωνικά κατασκευασμένες πεποιθήσεις τους, περιέρχονται σε μια κατάσταση ανημπόριας και παθητικότητας, αναζητώντας εν τέλει κάποιον ηγέτη, που να μπορεί να τους υποκαταστήσει, κατά κανόνα φέροντα τα ίδια χαρακτηριστικά (εκείνα, δηλαδή, της επιθυμίας της κατάκτησης και της νίκης) με αυτούς, δηλαδή, με το συλλογικό, κοινωνικό υποκείμενο. Προάγεται, έτσι, η γραφειοκρατικοποίηση της κοινωνικής και πολιτικής ζωής, χωρίς να συνειδητοποιείται η απονέκρωση που υφίσταται η ζωή σε όλα τα επίπεδα και τις εκφάνσεις της μέσω του γραφειοκρατικού τρόπου συγκρότησης και λειτουργίας της. Η γραφειοκρατική μέθοδος διοικεί τους ανθρώπους ως πράγματα με ποσοτικό και όχι με ποιοτικό χαρακτήρα και θεμελιώνεται σε στατιστικά στοιχεία. Οι γραφειοκράτες φοβούνται την ανθρώπινη υπευθυνότητα και την ανταπόκριση στους νόμους της ανθρώπινης καρδιάς και καταφεύγουν πίσω στη σιγουριά των κανόνων και των νόμων τους. Επιπλέον, νιώθουν περηφάνια για τη νομιμοφροσύνη που επιδεικνύουν και απόλυτο σαδισμό, τον οποίο και αντλούν μέσα από την αίσθηση ελέγχου που ασκούν πάνω σε άλλους ανθρώπους. Αισθάνονται ένοχοι μόνον στην περίπτωση παρέκκλισής τους από το γράμμα του νόμου. Στο βαθμό που ο άνθρωπος υποβαθμίζεται στη συνείδησή τους στο επίπεδο ενός αριθμού, οι γραφειοκράτες είναι ικανοί να προβούν σε πράξεις ανείπωτης σκληρότητας, αφού δεν αισθάνονται κανένα δεσμό με τους ανθρώπους που εξουσιάζουν. Δεν υπάρχει καμιά σύγκρουση μεταξύ της συνείδησής τους και του καθήκοντος, αφού η συνείδηση εκτελεί το καθήκον. Το γραφειοκρατικό πνεύμα, εν τέλει, είναι ασυμβίβαστο με την ενεργητική συμμετοχή του ατόμου στα κοινωνικά και πολιτικά δρώμενα. Η υπέρβασή του είναι δυνατή, μόνον στην περίπτωση που αποφευχθεί η φετιχοποίηση του πνεύματος της οικονομίας (Φρομ, 1978: 233-237).

Η γραφειοκρατία στο αστικό κράτος δημιουργεί τις προϋποθέσεις, ώστε οι υπάλληλοι (η αποκαλούμενη «καθολική τάξη») να ενσωματώνουν τις αποφάσεις της διοίκησης και να τις οικειοποιούνται, να τις υπηρετούν στη βάση ενός, καλώς νοούμενου, υπαλληλικού καθήκοντος. Στην τρέχουσα πολιτικοοικονομική και κοινωνική συγκυρία των μνημονίων και των εργασιακών ανατροπών από μεριάς του κεφαλαίου, η κυρίαρχη αστική τάξη των κεφαλαιοκρατών μεγαλοβιομηχάνων και τραπεζιτών, «πνέοντας τα λοίσθια» επιστρατεύουν όλα τα ακραία όπλα καταστολής και χειραγώγησης του υπαλληλικού κόσμου, ξεθάβοντας όλες εκείνες τις αναχρονιστικές ποινικές διατάξεις του δημοσιοϋπαλληλικού κώδικα (αξιολογήσεις,[10] απολύσεις, διαθεσιμότητες, άρση του τεκμηρίου αθωότητας[11] και αναγωγή της ρουφιανιάς και συκοφάντησης σε απόλυτο όπλο χειραγώγησης) προς τρομοκράτηση σύσσωμου του δημοσιοϋπαλληλικού –και όχι μόνον- κόσμου, ο οποίος μέσα από τη σταδιακή στέρηση των αγαθών και αφαίρεση προνομίων που υπέστη την τελευταία διετία, δείχνει να αμφισβητεί ανοιχτά πλέον την κεντρική εξουσία, την προβαλλόμενη αυθεντία της και τα πολιτικά της μέτρα. Το κράτος δείχνει την κατασταλτική του βία, απεκδυόμενο κάθε διάθεσης απόκρυψης αυτής μέσω οποιωνδήποτε γνωστών και δοκιμασμένων ιδεολογικών στρατηγημάτων. Εκδηλώνεται, επομένως, ως κράτος (πολιτική κοινωνία) και όχι ως εκφραστής και υπηρέτης των λαϊκών συμφερόντων (κοινωνία των πολιτών). Η σύγκρουση, επομένως, δείχνει μοιραία, αναπόφευκτη.

Η ιστορική διαχρονικότητα του καπιταλισμού και των μεθόδων του

Αξίζει να σημειωθεί, στο σημείο αυτό, ότι στα πλαίσια ελέγχου των παραγωγικών δυνάμεων και διατήρησης των υφιστάμενων σχέσεων παραγωγής, στη βάση της άντλησης από πλευράς του κεφαλαίου της μέγιστης δυνατής υπεραξίας, καθώς και υπέρβασης της τρέχουσας εγγενούς του κρίσης, επαναλαμβάνονται πρακτικές που δοκιμάστηκαν κατά κόρον σε αντίστοιχες οικονομικές κρίσεις 2 αιώνες πριν. Ο Μαρξ αναφέρει, ότι το κράτος αναλαμβάνει ενίοτε την υποχρέωση να συγκρατήσει τον κατήφορο του καπιταλιστικού συστήματος, καλύπτοντας τις απώλειες των καπιταλιστών ατομικά από την περιουσία της κοινωνίας συνολικά, παρουσιάζοντας ένα ιδιόρρυθμο είδος «κομμουνισμού», σύμφωνα με το οποίο η αμοιβαιότητα συγκεντρώνεται ολόκληρη στη μια πλευρά, εξέλιξη πράγματι ιδιαίτερα ελκυστική στους Ευρωπαίους καπιταλιστές. Αναφέρει ακόμη, τις εκτεταμένες στάσεις πληρωμών σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες, τον περιορισμό της παραγωγής εξαιτίας της αδυναμίας κατανάλωσης των ήδη παραχθέντων προϊόντων, την υιοθέτηση της πρακτικής των ενεχυροδανειστηρίων και των επιχειρήσεων προεξοφλήσεων. Αλλά και πιο προωθημένες πρακτικές των κυβερνήσεων (όπως εκείνης του Αμβούργου) που αφορούσαν στην αναστολή αποπληρωμής ή και στην ολοκληρωτική απαλλαγή των πολιτών από την υποχρέωση αποπληρωμής των χρεών τους (αυτές οι τελευταίες αναδεικνύονται ως το μοναδικό γιατρικό κατά της κρίσης). Και βέβαια, αναφέρεται και στην προσφιλή τακτική του κεφαλαίου άντλησης σχετικής υπεραξίας, μέσω της μείωσης του κόστους ζωής των εργαζομένων (με τη μείωση, για παράδειγμα, της τιμής των σιτηρών μέσω της υπερπαραγωγής και διοχέτευσης στην αγορά μεγάλων ποσοτήτων από αυτά) και ανάλογη μείωση ή συγκράτηση των ημερομισθίων σε χαμηλά επίπεδα (Μαρξ & Ένγκελς, 2011: 27-42, 105-115). [12]

Επιπλέον, εκτενής ανάλυση του ίδιου (του Μαρξ) σχετικά με το ζήτημα των Ινδιών και της εκμετάλλευσής τους από την ιμπεριαλιστική αποικιοκρατική Αγγλία, αναδεικνύει μια σειρά ομοιοτήτων στις στρατηγικές και πολιτικές εφαρμογές του κεφαλαίου διαχρονικά και σε όλες τις χώρες που υποτάσσονται στα κυριαρχικά του συμφέροντα. Πρακτικών, που επαναλαμβάνονται είτε αυτούσιες είτε κατά προσέγγιση και με κάποιες τροποποιήσεις αντίστοιχες στην εκάστοτε συγκυρία. Αναφέρονται, λοιπόν, χαρακτηριστικά: «[...]Μόλις η Εταιρεία [μιλά για την Εταιρεία αγγλικών συμφερόντων στις Ανατολικές Ινδίες] ρίξει ένα λάγνο βλέμμα σε οποιοδήποτε ανεξάρτητο κυρίαρχο κράτος ή σε οποιαδήποτε περιοχή της οποίας οι πολιτικοί και εμπορικοί πόροι ή το χρυσάφι και οι πολύτιμοι λίθοι έχουν εκτιμηθεί ιδιαιτέρως, το θύμα κατηγορείται ότι έχει παραβιάσει την τάδε ή τη δείνα πραγματική ή φανταστική συμφωνία, ότι έχει καταπατήσει κάποια υπόσχεση ή κάποιον φανταστικό περιοριστικό όρο, ότι διέπραξε κάποιο νεφελώδες αδίκημα και αμέσως κηρύσσεται πόλεμος και η αιωνιότητα του Κακού, η διαρκής επικαιρότητα της αφήγησης για το λύκο και το αρνί, λεκιάζουν ξανά με αίμα την αγγλική εθνική ιστορία» (βλ. Μαρξ στο: Marx & Engels, 2003:63). Η παραπάνω αφήγηση επιτρέπει, προφανώς, ευθείες αναγωγές στην τρέχουσα, δική μας, πολιτική και οικονομική πραγματικότητα, στα πλαίσια της οποίας ενοχοποιείται ο ελληνικός λαός για τις υποτιθέμενες ατασθαλίες και παραβιάσεις των διεθνών συμφωνιών και συμβάσεων στο πεδίο των οικονομικών πολιτικών, παραβιάσεων που οδήγησαν με τη σειρά τους τη διεθνή κοινότητα σε επιβολή κυρώσεων και λήψη αντισταθμιστικών μέτρων εξυγίανσης της ντόπιας (ελληνικής) οικονομίας, μέσα από τις γνωστές τακτικές του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, της Παγκόσμιας Τράπεζας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Συνεχίζοντας την αφήγηση ο Μαρξ, αναφέρει παρακάτω, ότι η δύναμη της διαφθοράς αποτελούσε ανέκαθεν την κινητήρια και έσχατη δύναμη κάθε εξουσίας, προκειμένου οι κεφαλαιοκράτες να διατηρούν τα προνόμιά τους εσαεί.[13] Μια ακόμη τακτική, αποτελούσε η αθέτηση από τις Τράπεζες και τα μονοπώλια των επικυρωμένων συμφωνιών που είχαν συνυπογράψει με τις εκάστοτε κυβερνήσεις, και η αντ’ αυτών εκκλήσεις ή απαιτήσεις για λήψη πρόσθετης οικονομικής βοήθειας από τα κράτη (ό.π.:12). Στη βάση ανάλογων απαιτήσεων, επιβαλλόταν στις Ινδίες ο όρος εξαγωγής των ορυκτών και άλλων προϊόντων της σε ιδιαίτερα χαμηλές τιμές στην μητροπολιτική Αγγλία, η ταυτόχρονη απαγόρευση διάθεσής τους στην εγχώρια αγγλική αγορά και η μετεξαγωγή τους από την Αγγλία στην ηπειρωτική Ευρώπη σε τιμές πολύ υψηλότερες από εκείνες που καταβλήθηκαν στις Ινδίες αρχικά (ό.π.: 19-20). Έτσι, οι ινδικοί θησαυροί αποσπάστηκαν μέσα από ένα καθεστώς άμεσης εκμετάλλευσης από την μητροπολιτική ιμπεριαλιστική Αγγλία και οι μονομερείς όροι επιβολής των εμπορικών συναλλαγών μεταξύ των δύο χωρών μετέτρεψαν σε σύντομο χρονικό διάστημα τις Ινδίες, από κατεξοχήν εξαγωγική χώρα, σε χώρα ατέλειωτων εισαγωγών και, μάλιστα, σε προϊόντα όπου τηρούσε την παγκόσμια πρωτοκαθεδρία. Έτσι, οι Ινδίες από παγκόσμια βαμβακοπαραγωγός χώρα, μεταβλήθηκε σε χώρα εισαγωγής εγγλέζικων βαμβακερών και κλωστών, επιφέροντας θανάσιμο πλήγμα στην ντόπια βιομηχανία. Από την άλλη μεριά, μετά από κάθε εμπορική κρίση το εμπόριο με τις Ινδίες, μέσω της περίφημης Εταιρείας των Ανατολικών Ινδιών, αποκτούσε ακόμη μεγαλύτερη σπουδαιότητα, διοχετεύοντας τα αγγλικά προϊόντα στην ινδική αγορά και εκτονώνοντας την κρίση της αγγλικής οικονομίας σε βάρος του ινδικού πληθυσμού (ό.π.:21-22). Επιπλέον, όλα αυτά διεξάγονταν στη βάση μιας ιδέας, στην οποία ενσαρκώνονταν συμβολισμοί κατ’ επίφαση ισότιμης και ισοβαρούς οικονομικής συνύπαρξης και πάντα στα πλαίσια μιας ενιαίας παντοδύναμης εμπορικής σχέσης, υπό την ονομασία της «μίας και μεγάλης Αγγλοϊνδικής Αυτοκρατορίας». Οι ομοιότητες με την ελληνική τρέχουσα πολιτικοοικονομική συγκυρία είναι προφανείς. Η Ελλάδα υποχρεώθηκε σε απεμπόληση οποιουδήποτε δικαιώματος ανάπτυξης της οικονομίας της μέσω της δραστηριοποίησής της στον πρωτογενή τομέα, όπου και παραδοσιακά κυριαρχούσε, και κατέστη εξολοκλήρου χώρα εισαγωγής γεωργοκτηνοτροφικών προϊόντων και προϊόντων αλιείας και, μάλιστα, σε ακριβότερες τιμές από ό,τι τα ίδια αυτά προϊόντα διανέμονταν στις ξένες ευρωπαϊκές αγορές. Και όλα αυτά στη βάση μιας, επίσης «ισότιμης» και «ισοβαρούς» οικονομικής συνύπαρξης της χώρας με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές στον ευρύτερο σχηματισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ωστόσο, η ελληνική κοινωνία φέρει ακέραια ευθύνη όσον αφορά την υιοθέτηση και ανεπιφύλακτη αποδοχή των όρων του παιχνιδιού μέχρι τη στιγμή της κρίσης. Ενός παιχνιδιού, στα πλαίσια του οποίου, ο εύκολος πλουτισμός μέσω των επιδοτήσεων των αγροτικών προϊόντων, που θάβονταν κατά τα άλλα στις χωματερές, τη στιγμή μάλιστα, που υπήρχαν τόσο διευρυμένοι όροι φτώχειας κι εξαθλίωσης σε παγκόσμιο επίπεδο, αλλά και η απόλυτη κερδοσκοπία στη βάση δημιουργίας ελπίδων ατομικής επαγγελματικής αποκατάστασης, νομιμοποιούσε την πολιτική των πελατειακών σχέσεων, επέβαλλε και διαμόρφωνε τους όρους οποιασδήποτε οικονομικής ανάπτυξης –ή καλύτερα- υποανάπτυξης στο μέλλον. Παρόλα αυτά, στα πλαίσια μιας διαλεκτικής ανάγνωσης της ιστορίας, όπως η βίαιη επιβολή των αγγλικών συμφερόντων στις Ινδίες οδήγησαν μακροπρόθεσμα στην ανάδειξη της Αγγλίας σε αυτό που λέει ο Μαρξ: «[...]ασυνείδητο όργανο της Ιστορίας για να επέλθει η εν λόγω επανάσταση»(ό.π.:38), έτσι και η βίαιη επιβολή των ευρωπαϊκών συμφερόντων στην ελληνική οικονομία, ποιος ξέρει, ίσως και να οδηγήσει σε μια αναπόφευκτη κοινωνικοπολιτική ανατροπή ανάλογου διαμετρήματος. Αποηθικοποίησαν την κοινωνία, απανθρωποποίησαν και αλλοτρίωσαν τον άνθρωπο. Καθήλωσαν τον κόσμο στην ατομική ιδιοκτησία...Με το που του την αποσπούν, όμως, δεν κατανοούν πως τον απελευθερώνουν. Τότε είναι που χρειάζεται και να τον τρέμουν. Η βία του καπιταλισμού αναδεικνύεται σε όργανο της Ιστορίας, σε μαμή της παλιάς κοινωνίας που κυοφορεί μια νέα και ανθρώπινη. Άλλωστε, η ανθρωπότητα βάζει πάντοτε μόνο τα προβλήματα που μπορεί να λύσει. Το ίδιο το πρόβλημα, κατά το Μαρξ, ξεπηδά εκεί που διαμορφώθηκαν ήδη οι υλικοί όροι για τη λύση του. Ποτέ δεν παίρνουν τη θέση τους καινούριες, ανώτερες παραγωγικές σχέσεις, προτού εκκολαφθούν μέσα στους κόλπους της παλιάς κοινωνίας οι υλικοί όροι ύπαρξής τους.

Η αποκρυμμένη χειραφετητική δύναμη της εκπαίδευσης

Απομένει να κατανοήσουν οι άνθρωποι, ότι έχουν την απόλυτη δυνατότητα να αλλάξουν μόνοι τους την κατάστασή τους και να πάψουν να βυθίζονται σε μια ντετερμινιστική λογική διαρκούς αναπαραγωγής των κυρίαρχων όρων και σχέσεων εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο στην παραγωγική διαδικασία. Πρόκειται για μια αναγκαιότητα, ιδιαίτερα κατά την τρέχουσα ιστορική συγκυρία, η μεγάλη μάζα του εργαζόμενου λαού να αποφασίσει να εκπληρώσει την ιστορική της αποστολή απέναντι στον εαυτό της και τα παιδιά της, που δεν είναι άλλη από την αποφασιστική και λυσσαλέα διεκδίκηση και κατάληψη της εξουσίας, ανατρέποντας την παλιά κοινωνία και επιβάλλοντας μια νέα, ανθρώπινη, που να συγκεντρώνει όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά (της αλληλεγγύης, της προσφοράς στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του από τον καθένα σύμφωνα με τις ικανότητές του, της συνεργασίας, της μη εκμετάλλευσης και της κοινωνικής προσφοράς) που θα την ανάγουν σε απόλυτη ενσάρκωση της ιδανικής μαρξιστικής ουτοπίας. Βεβαίως, προκειμένου να επέλθει η συγκεκριμένη ανατροπή, θα πρέπει ο λαός να μάθει να στοχάζεται και να δρα, στα πρότυπα πάντα του μαρξιστικού «praxis». Να αποκτήσει εκείνο που ονομάζει ο Φρέιρε (1977) κριτική συνείδηση (συνειδητοποίηση, δηλαδή, της κοινωνικής πραγματικότητας και των βαθύτερων αιτιών της) υπερβαίνοντας την εξαρχής επιβεβλημένη κατάσταση της κουλτούρας της σιωπής (δηλαδή, μιας κυριαρχούμενης συνείδησης), όπως και το επόμενο επίπεδο της μισοαμετάβατης συνείδησης, αλλά και εκείνο της απλοϊκής μεταβατικότητας.[14] Βέβαια, ο κατεξοχήν διαπαιδαγωγικός ρόλος ανήκει δικαιωματικά στην εκπαίδευση. Οι δάσκαλοι όλων των βαθμίδων, ως αξιωματικά και καθ’ ύλην αρμόδιοι, απαιτείται να ανταποκριθούν άμεσα στην ιστορική απαίτηση για ανατροπή της παλιάς κοινωνίας και μετασχηματισμό της σε μια νέα και ανθρωπινότερη. Είναι τέτοια η ιστορική στιγμή, που καλούνται να επιλέξουν μεταξύ του να αρκεστούν στο γραφικό και, εν μέρει, αφελή ρόλο των παραδοσιακών διανοούμενων -αμπελοφιλοσοφώντας και «περί άλλων τυρβάζοντας», παραμένοντας απόμακροι στις ανάγκες της κοινωνίας- ή να αναδειχθούν σε οργανικούς διανοούμενους του σύγχρονου προλεταριάτου, της πλατιάς λαϊκής μάζας, που ζυμώνεται μέσα από τις στερήσεις αγαθών, που ριζοσπαστικοποιείται, πολύ γρηγορότερα από ό,τι θα περίμενε κανείς, μέσα από τις οδύνες της καταπίεσης και της απόλυτης εκμετάλλευσης που υφίσταται, ιδιαίτερα κατά την τελευταία τριετία. Οι δάσκαλοι όλων των βαθμίδων αποτελούν οργανικό κομμάτι της κοινωνίας, «σάρκα από τη σάρκα» του λαού, αυτοί που αφουγκράζονται τις αγωνίες του, παίρνουν τους σφυγμούς του, είναι αυτοί εν τέλει, που μορφώθηκαν για να τον μορφώσουν. Δεν τους πρέπει να φανούν επίορκοι. Γιατί επίορκος είναι εκείνος ο δάσκαλος και εκείνος ο δημόσιος υπάλληλος, που αθετεί τον όρκο που έδωσε να υπηρετεί τα συμφέροντα του λαού, του κράτους των πολιτών και όχι των μονοπωλίων και των κυρίαρχων συμφερόντων μιας απάτριδος μειοψηφούσας ελίτ κεφαλαιοκρατών, μεγαλοβιομηχάνων, εφοπλιστών και τραπεζιτών. Οι δάσκαλοι όλων των βαθμίδων είναι ανάγκη να ξαναθυμηθούν την ταξική καταγωγή τους -όπως προέτρεπε ο Γληνός (1975) γενικότερα τους νέους υποψήφιους επιστήμονες χρόνια πριν- να ριζοσπαστικοποιήσουν τις συνειδήσεις τους, ξεπερνώντας παρωχημένες ιδεοληψίες, τεχνητά διλήμματα περί υπαλληλικού καθωσπρεπισμού και κάθε είδους ιδεαλιστικά στεγανά. Είναι ζωτικής σημασίας εν τέλει, να αμφισβητήσουν εκ βάθρων την αναπαραγωγική λειτουργία του εκπαιδευτικού συστήματος όσον αφορά τα συμφέροντα της κυρίαρχης τάξης, δηλαδή τη λειτουργία του ως ιδεολογικού μηχανισμού του κράτους κατά τον Αλτουσέρ (1999). Είναι ανάγκη, τέλος, να πάψουν να αποτελούν τους οργανικούς διανοούμενους της αστικής, κυρίαρχης τάξης, ακόμη και σε πείσμα όλων των τρομοκρατικών πρακτικών και προσπαθειών χειραγώγησής τους από το αντιλαϊκό κράτος.[15] Και είναι ανάγκη να το κάνουν σε συνεργασία με το λαό. Σε μια διαλεκτική σχέση μαζί του θα πρέπει να τον μορφώσουν και να μορφωθούν από αυτόν, να αλλάξουν μαζί του τους υλικούς όρους ύπαρξής τους, να δώσουν μια νέα, ιδανική και ανθρώπινη κοινωνία, στην οποία θα αποκτούν νόημα η υλιστική και οντολογική τους υπόσταση αμφότερες.[16]

Η ίδια η επιμονή, τέλος, σε λεονταρισμούς από την επίσημη πολιτεία προς τους δημόσιους λειτουργούς της, αποδεικνύει περίτρανα την αδυναμία της να επιβληθεί με το κύρος και την αποτελεσματικότητα των πολιτικών και κοινωνικών της μέτρων, προδίδει την ανεπάρκειά της να διοικήσει· προδίδει, εν τέλει, μιαν ύστατη προσπάθεια διατήρησης της εξουσίας από την αστική τάξη και τα φερέφωνά της, σε πείσμα της ολοένα επιτακτικότερης λαϊκής απαίτησης για ανατροπή της τρέχουσας πολιτικής καταπίεσης. Επιστρατεύουν δοκιμασμένες τεχνικές, τρομοκρατούν και σπέρνουνε το φόβο μέσα από τους ιδεολογικούς μηχανισμούς τους από τους οποίους και αναπαράγονται εσαεί. Μέσω του απόλυτου «σκουπιδαριού» των μέσων μαζικής παραπληροφόρησης εξαπατούν το λαό, τον τρομάζουν, επιθυμώντας να του αποσπάσουν τη συναίνεση στην εκμετάλλευση στην οποία τον υποβάλλουν. «Παίζουν» επικοινωνιακά, δεν παραλείπουν να βεβαιώνουν την παντοδυναμία τους. Στην ουσία είναι ανίσχυροι και ανήμποροι να ζήσουν από μόνοι τους, αφού ποτέ τους δεν παρήγαγαν το παραμικρό. Επέβαλαν την ανημπόρια τους στις πλάτες του λαού, όπως ο κισσός επιβάλλεται στο δέντρο, αποκλειστικά και μόνον επειδή μπορεί και αναρριχάται -σε αντίθεση με το τελευταίο που αδυνατεί να αντιδράσει- ακόμη και επειδή με την επιφανειακή αισθητική του καταφέρνει να αποκρύψει την απονεκρωτική του πράξη. Έτσι κι αυτοί, τρέφονται από τους χυμούς του κόσμου που παράγει, αναπτύσσονται σε βάρος του, μέχρι που να τον ξεράνουν. Τότε μοιραία θα ξεραθούν και οι ίδιοι. Ιδού η τραγικότερη διάσταση στην ύπαρξή τους, παρότι εξαιρετικά νομοτελειακή.[17]

Β΄ Μέρος

Η «αυτού μεγαλειότης» εκπαιδευτική αξιολόγηση...

Στα πλαίσια της ανάλυσης που προηγήθηκε, καταδείχθηκε αρκετά καθαρά, θέλω να πιστεύω, η βασική μέριμνα του κοινωνικοπολιτικού συστήματος για διαιώνιση και αυτοαναπαραγωγή, μέσα από την κυριαρχία και τον απόλυτο έλεγχο του χώρου της εκπαίδευσης ιδιαίτερα. Έτσι, στα τέλη του Μάρτη που μας πέρασε, ψηφίστηκε στη Βουλή το νομοσχέδιο του Υπουργείου Παιδείας περί συγκρότησης «Ανεξάρτητης Αρχής Διασφάλισης της Ποιότητας στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση», με στόχο να εφαρμοστεί από τη νέα σχολική χρονιά, αυτό που ονομάζουν «εξωτερική αξιολόγηση» (η αξιολόγηση ή αυτοαξιολόγηση, δηλαδή, των σχολικών μονάδων), η οποία θα συνδέεται με την «εσωτερική αξιολόγηση» (την αξιολόγηση, δηλαδή, των εκπαιδευτικών και των στελεχών της εκπαίδευσης) όπως προβλέπει το σχετικό Π.Δ. και σύμφωνα πάντα με τα «δοκιμασμένα» πρότυπα του ΟΟΣΑ. Θυμίζω, λοιπόν, ότι ήταν εκείνα τα πρότυπα που μας κατέτασσαν χρόνια τώρα στις τελευταίες θέσεις μεταξύ των εκπαιδευτικών συστημάτων της Ευρώπης και που εμείς, ενώ πληρώναμε αδρά για να συμμετάσχουμε, ποτέ δεν τα λαμβάναμε σοβαρά υπόψη. Τα αμφισβητούσαμε, μάλιστα, καταγγέλλοντας ότι στηρίζονται σε ποσοτικά δεδομένα αγγλοσαξονικού τύπου και λογικής, που καμία σχέση δεν έχουν με το δικό μας εκπαιδευτικό πολιτισμό (παραπέμπω, για παράδειγμα, στην τοποθέτηση του τότε υπουργού Παιδείας, Π. Ευθυμίου, στα πλαίσια μιας πολυδάπανης συμμετοχής της χώρας μας στην αξιολογική διαδικασία του ΟΟΣΑ, που είχε αποφέρει μιαν ακόμη αντίστοιχα πολύ κακή κατάταξη). Ωστόσο, ο ΟΟΣΑ συνεχίζει να κοστίζει πολύ ακριβά στη χώρα μας (127.000 Ευρώ κόστισε φέτος η προετοιμασία για τη διαδικασία αξιολόγησης)[18] σε συνθήκες, μάλιστα, ακραίας φτώχειας. Συνεχίζει, επίσης, να θέτει ανάλογα ασαφείς δείκτες (ποσοτικού κυρίως χαρακτήρα), οι οποίοι γίνονται πάραυτα αποδεκτοί στην τρέχουσα συγκυρία, χωρίς κανείς να μπει στον κόπο να μας εξηγήσει, έστω και συνοπτικά, τι άλλαξε στην επίσημη λογική του Υπουργείου. Προφανώς, οι πάγιες δεσμεύσεις στα γενικότερα προτάγματα του καπιταλιστικού συστήματος, οδηγούν τη χώρα για μια ακόμη φορά στην άκριτη υιοθέτηση οτιδήποτε εξυπηρετεί το σύστημα σε όλους τους τομείς της δημόσιας ζωής. Το σχετικό, άλλωστε, απόσπασμα στην αιτιολογική έκθεση περί αξιολόγησης επιβεβαιώνει των λόγων μου το αληθές. Γράφτηκε λοιπόν, ότι: «Κοινές δεσμεύσεις με τις άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και η επιτακτική εσωτερική ανάγκη η χώρα μας να αποκτήσει σύστημα αποτίμησης της ποιότητας στην εκπαίδευση, επιβάλλουν την καθιέρωση ενός συστήματος της αξιολόγησης του εκπαιδευτικού έργου για τη διασφάλιση της ποιότητας».[19]

Στο φύλλο 614, 2ο τεύχος, της εφημερίδας της κυβερνήσεως, όπου δημοσιεύθηκαν τα περιεχόμενα της αυτοαξιολόγησης των σχολικών μονάδων στις 15 Μαρτίου του τρέχοντος έτους, αποκομίζει κανείς μια διάχυτη ασάφεια, τόσο στους σκοπούς όσο και στη γενικότερη εφαρμογή της διαδικασίας της αξιολόγησης. Από το σύνολο των άρθρων, λοιπόν, προκύπτει ένα δαιδαλώδες σύστημα, στο οποίο ο καθένας θα αξιολογεί και θα αξιολογείται. Ιδιαίτερα, ωστόσο, θα αξιολογείται ο δάσκαλος και η δασκάλα της πρωτοβάθμιας και της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, αυτοί που θεωρούνται αυθαίρετα και με πραξικοπηματικό κατά τα άλλα τρόπο, ως οι απολύτως υπεύθυνοι για όλα τα κακώς κείμενα στο χώρο της εκπαίδευσης, αλλά και της κοινωνίας γενικότερα. Πρόκειται για ένα πανοπτικό σύστημα ελέγχου, που στα πλαίσια μιας διάχυτης ασάφειας και αδιαφάνειας, θα επιχειρεί να καταστέλλει κάθε δυνατότητα ελεύθερης έκφρασης και αυτονομίας. Έτσι, λοιπόν, οι διευθυντές των σχολικών μονάδων μαζί με τους συλλόγους διδασκόντων και τους σχολικούς συμβούλους θα καταρτίζουν εκθέσεις αξιολόγησης στο τέλος κάθε διδακτικού έτους, τις οποίες και, αφού αναρτούν στις ιστοσελίδες των σχολείων τους, θα υποβάλλουν στις οικείες διευθύνσεις και στις περιφερειακές διευθύνσεις εκπαίδευσης μέσω του δικτύου πληροφόρησης της Αξιολόγησης Εκπαιδευτικού Έργου. Οι τελευταίες (οι περιφερειακές διευθύνσεις) θα συντάσσουν και θα υποβάλλουν συγκεντρωτικές εκθέσεις Αξιολόγησης Εκπαιδευτικού Έργου προς το Υπουργείο, τις οποίες και θα κοινοποιούν προς το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής. Σε άλλο επίπεδο, προβλέπεται και αξιολόγηση της εφαρμογής των αποτελεσμάτων της Αξιολόγησης του Εκπαιδευτικού Έργου κάθε 4 χρόνια από Περιφερειακές Ομάδες Αξιολόγησης, στις οποίες θα μετέχουν σχολικοί σύμβουλοι και διευθυντές εκπαίδευσης. Το έργο των ομάδων αυτών θα είναι η αξιολόγηση των διαδικασιών που αναπτύσσουν τα σχολεία και των αποτελεσμάτων τους και στη συνέχεια η υποβολή εκθέσεων και προτάσεων βελτίωσης της διαδικασίας Αξιολόγησης Εκπαιδευτικού Έργου προς το Υπουργείο. Παράλληλα, νέα ομάδα αξιολόγησης θα συγκροτείται στο Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής, η οποία θα υποστηρίζει το έργο της Αξιολόγησης Εκπαιδευτικού Έργου στις σχολικές μονάδες, θα μελετά τα στοιχεία των εκθέσεων αξιολόγησης των περιφερειών και θα υποβάλλει εκθέσεις με τα αποτελέσματα και προτάσεις βελτίωσης της όλης διαδικασίας. Επιπλέον, θα δημιουργηθεί Παρατηρητήριο Αξιολόγησης Εκπαιδευτικού Έργου σε εθνικό επίπεδο, το οποίο και θα εποπτεύεται από το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής του Υπουργείου. Ενδιαφέρον παρουσιάζει, η στελέχωση ολόκληρου του παραπάνω γραφειοκρατικού συστήματος,[20] που σε συνθήκες βαθιάς και γενικευμένης κρίσης στη χώρα μας, ο οικονομικός προϋπολογισμός του θα ανέρχεται ετησίως σε 1,2 εκατομμύρια Ευρώ[21] με -οποία υποκρισία!- στόχο την εξυγίανση της εκπαίδευσης και την ενίσχυση της εθνικής οικονομίας. Δεν μπορεί, παρά να αποτελεί ανώτερη μορφή βίας η πρόκληση που συνίσταται στη βάση της πρόθεσης να αξιολογεί αυτός που θα προεδρεύει της Αρχής και θα αμείβεται ετησίως με 62.400 Ευρώ,[22] χωρίς να διδάσκει και χωρίς να προσφέρει τίποτε απολύτως συγκεκριμένο στα παιδιά του λαού, εκείνους και εκείνες που, ενώ θα αμείβονται με μόλις 8500 Ευρώ ετησίως, θα υπόκεινται σε βασικές υλικές στερήσεις και θα υποχρεούνται να ασκούν τα διδακτικά τους καθήκοντα με τη «δαμόκλειο σπάθη» της διαθεσιμότητας ή και της απόλυσης να κρεμάται πάνω από τα κεφάλια τους. Δεν μπορεί, παρά να αποτελεί βία και πρόκληση η απαίτηση να αποδεικνύουν όσοι εργάζονται, την ποιότητα της δουλειάς τους σε όσους δεν έχουν καμία σχέση με την εργασία γενικώς, αλλά και με το χώρο της εκπαίδευσης ειδικότερα.

Επιπλέον, στα πλαίσια της γνωστής διακηρυκτικής δεινότητας του συστήματος να χρησιμοποιεί όρους με συγκεκριμένο περιεχόμενο ως συνθήματα με άλλο περιεχόμενο ή χωρίς καθόλου περιεχόμενο, προκειμένου να μην πει τίποτε απολύτως, κρατά κανείς, ότι στους σκοπούς της αξιολόγησης, μεταξύ άλλων, είναι: «η διαμόρφωση μιας κουλτούρας αξιολόγησης στα σχολεία[…]η ενίσχυση της αυτογνωσίας και της επαγγελματικής ανάπτυξης των εκπαιδευτικών[…]η συμβολή στην αρτιότερη διοίκηση και λειτουργία των σχολικών μονάδων[…]η ενίσχυση των σχέσεων και των συνεργασιών στο σχολείο, η κινητοποίηση όλων των παραγόντων της εκπαιδευτικής κοινότητας για την ανάπτυξη καινοτόμων δράσεων με στόχο τη βελτίωση της ποιότητας της διδασκαλίας και της μάθησης[…]» (βλ. Φ.Ε.Κ. 614/15-3-2013, τεύχ. 2, άρθρο 1).

Αντιλαμβάνεται εύκολα ένας μάχιμος εκπαιδευτικός την εκ προοιμίου αδυναμία και το ατελέσφορο της προσπάθειας αντιπαράθεσης λογικών επιχειρημάτων στις παραπάνω διακηρυκτικές αρχές, αφού καμία από αυτές δεν μπορεί να επιτευχθεί μέσα από τη φοβέρα και την καταστολή, παρά μόνον εκείνη της διαμόρφωσης μιας «κουλτούρας αξιολόγησης» στα σχολεία, όπως διατυπώνεται με τον πλέον κομψό τρόπο, ενώ θα μπορούσε να την αποκωδικοποιήσει κανείς ως κουλτούρα της «οσφυοκαμψίας», της «γονυκλισίας», του «γλειψίματος», του «χαφιεδισμού» και της γενικότερης χειραγώγησης στη βάση του τρόμου της απόλυσης. Μια κουλτούρα που, σε καμία περίπτωση, δεν ταιριάζει σε ελεύθερους, αξιοπρεπείς και περήφανους ανθρώπους και ιδιαίτερα σε εκπαιδευτικούς.

Επιπλέον, με ταχυδακτυλουργικό θα λέγαμε τρόπο, στους σκοπούς της αξιολόγησης συμπυκνώνεται ολόκληρο το απαύγασμα της ουμανιστικής, προοδευτικής, αλλά και ριζοσπαστικής παιδαγωγικής, όπως: «[…]η επιτυχία της ισόρροπης και ολόπλευρης ανάπτυξης των μαθητών, της ενίσχυσης της ισότητας και της άμβλυνσης των κοινωνικών ανισοτήτων, της καταπολέμησης των διακρίσεων και του αποκλεισμού, καθώς και του ανοίγματος του σχολείου στην κοινωνία» (ό.π.). Και λέω με ταχυδακτυλουργικό τρόπο, αφού κανείς δεν μπορεί να υποστηρίξει επιστημονικά, πώς με μια αξιολογητική διαδικασία, βασισμένη σε διάφορα φίλτρα επιλογής και με εντατικοποίηση των ρυθμών μάθησης, όπως θα αναλύσω παρακάτω, θα επιτευχθεί η άμβλυνση των κοινωνικών ανισοτήτων, των διακρίσεων και του αποκλεισμού των παιδιών, ιδιαίτερα από τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα και τις μειονοτικές πληθυσμιακές ομάδες της ελληνικής κοινωνίας.

Επιπλέον, από το σχετικό παράρτημα στην εφημερίδα της κυβέρνησης βλέπουμε, ότι περιλαμβάνονται διάφοροι δείκτες αξιολόγησης 7 επιμέρους τομέων (όπως τα μέσα και οι πόροι του σχολείου, η διοίκηση του σχολείου, η διδασκαλία και η μάθηση, το κλίμα και οι σχέσεις στο σχολείο, τα προγράμματα και οι δράσεις βελ

Keywords
οικονομια, εν λόγω, θεσσαλονικη, υφίσταται, οφείλεται, σωρεία, κουρεμα, χρεοκοπια, μαρξ, μμε, ειδήσεις, συμμετοχή, εταιρεία, αρνι, τραπεζες, ελλαδα, νέα, λύση, προσφορες, praxis, διλήμματα, βουλη, οοσα, αυθαιρετα, σχολεια, προυπολογισμος, συγκεκριμένο, εθνικη τραπεζα, αποτελεσματα δημοτικων εκλογων 2010, εκλογες 2010 αποτελεσματα , αποτελεσματα περιφερειακων εκλογων, εκλογικα αποτελεσματα, σταση εργασιας, εφημεριδα δημοκρατια, μετρο, ομαδα διας, κλειστα σχολεια, αξια, απολυσεις στο δημοσιο, τελος ακινητης περιουσιας, τραπεζα της ανατολης, κυβερνηση εθνικης ενοτητας, νεα κυβερνηση, τελος ακινητων, αυθαιρετα παραταση, Καλή Χρονιά, οφειλετες δημοσιου, μειωση μισθων, κοινωνικη συμφωνια, θεμα εκθεσης 2012, τελος του κοσμου, ανοιγμα σχολειων, αξιολογηση, η ζωη, ξανα, κοινωνια, αποτελεσματα, υιοθετηση, επιθυμιες, χωρες, εθνικη, εικονες, εμπορικη, εργασια, μμε, οοσα, υγεια, υλη, mail, αγορα, αδαμ, αδρα, αδυναμια, αρθρο, αιμα, αισθητικη, αξιζει, ανθρωπος, απληστια, απωλεια, αφαιρεση, αφηγηση, βλεμμα, γινει, γινεται, γινονται, γραμμα, δασκαλος, δευτερο, δεντρο, δευτεροβαθμια, διαστημα, δυναμη, δυνατοτητα, δημοσιο, διοικηση, δικη, διλήμματα, δειχνει, δρωμενα, δυναμικο, ευκολα, ευρω, υπαρχει, εκθεση, εκθεσεις, εκμεταλλευση, εκπαιδευση, ενγκελς, εν λόγω, εν μερει, εννοια, ενιοτε, ενστικτο, εξελιξη, επιτυχια, επιθυμια, εσαει, εταιρεία, ετη, ευθυνη, ευθυμιου, ευρωπη, εφαρμογες, εφημεριδα, ζωη, ζωης, ιδια, ιδιο, ειδος, υπηρχαν, υφίσταται, θησαυροι, κυβερνηση, κισσος, κλιμα, λειτουργια, ληψη, λύση, λογια, μαζα, μαρξ, μεριμνα, μειωση, μορφη, νηματα, νοημα, ομαδα, παντα, φιλτρα, οπωσδηποτε, ορος, ουσια, οφείλεται, παιδια, πεδιο, πεισμα, ποιοτητα, πολιτεια, προβληματα, προγραμματα, ρολο, συγκεκριμένο, συζητηση, συνεχεια, σειρα, συμμετοχή, συνθηματα, σχολειο, σωρεία, τυπος, τι ειναι, τμημα, φυση, φυλλο, φορα, χρηστος, αγορες, αιωνες, ανηκει, εφαρμογη, ευχερεια, εθνικο, χωρα, ιδιαιτερα, υπουργειο, κειμενα, κομματι, καρδια, μεθοδος, ομαδες, θελω να, θεσεις, υγειας, βεβαιως, ξεπουλημα, χωματερες
Τυχαία Θέματα