Και ταβέρνα και σινεμά; Δεν φτάνουν τα λεφτά…

04:36 15/9/2012 - Πηγή: Aixmi

Η φθινοπωρινή ψύχρα εκείνο το βράδυ προειδοποιούσε ότι στην επόμενη στροφή καραδοκεί ο χειμώνας. Η ψυχή είχε ανάγκη να αποχαιρετήσει το καλοκαίρι που έφευγε. Όπως του αρμόζει. Με μια ταβερνούλα. Στο Βύρωνα. Στα Πατήσια. Στου Γκύζη. Στη Ραφήνα. Κάπου. Και μετά ένα θερινό σινεμαδάκι. Στην Πλάκα. Στο Θησείο. Στα Εξάρχεια. Στο Μάτι. Κάπου. Το πορτοφόλι, όμως, είχε άλλη άποψη. Τα χρήματα δεν έφταναν και για τα δύο και για τους δύο μας.

Ανάμνηση πρώτη. Όταν ήμασταν πιτσιρικάδες «το ρίχναμε

κορώνα γράμματα» όταν έπρεπε να διαλέξουμε κάτι που δεν μπορούσαμε με άλλο τρόπο. Όσο θυμάμαι τον εαυτό μου διάλεγα τα γράμματα. Η κορώνα, γενικά αλλά και ειδικά, «δεν μου πήγαινε». Σχεδόν πάντα έχανα. Δεν ξέρω γιατί κέρδιζε η κορώνα. Αυτή τη φορά ήταν από τις ελάχιστες που κέρδισαν τα γράμματα.

Με την ελπίδα ότι και την επόμενη εβδομάδα αν ο καιρός το επιτρέπει, έστω και με μπουφάν, κι αν περισσεύουν τα χρήματα, θα μπορέσουμε να δούμε τη νέα ταινία του Γούντι Άλεν κάτω από τον έναστρο ουρανό μυρίζοντας το αγιόκλημα, καβαλήσαμε το μηχανάκι και φτάσαμε στην ταβέρνα με τα σαλιγκάρια στα Πατήσια. Κλεφτή ματιά στον κατάλογο όχι για να δούμε τι μας άρεσε να φάμε, αλλά να δούμε τις τιμές. Σαν τους μπατιροτουρίστες που τους βλέπαμε και μειδιούσαμε υποτιμητικά στα χρόνια της ψεύτικης ευημερίας.

Ανάμνηση δεύτερη. Κάποια στιγμή το μάτι μου έπεσε σε ένα καπάκι αναψυκτικού στα χαλίκια της ταβέρνας. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα πέρασαν καρέ καρέ από τη μνήμη μου τα ανέμελα παιδικά χρόνια. Όταν ήμασταν μπόμπιρες και μαζεύαμε καπάκια για να κερδίσουμε δώρα. Μια πλαστική μπάλα ή ένα μπλουζάκι. Όταν με αγωνία βγάζαμε το πλαστικό από μέσα αν θα φανερωθεί η μαγική λέξη για να το πάμε στον περιπτερά με το αστείο παρατσούκλι «σκάτουλακ» και να μας δώσει το δώρο που είχε στην καβάτζα από την εταιρία αναψυκτικών.

Όταν με το ψευτοχαρτζιλίκι του πατέρα, αγοράζαμε τις γκοφρέτες που είχαν χαρτάκια με τους ποδοσφαιριστές. Με πόση λαχτάρα σχίζαμε το περιτύλιγμα για να δούμε αν, επιτέλους, βρήκαμε τον σπάνιο Φουκς του Παναθηναϊκού. Λες και ήταν αστικός μύθος. Ένας θρύλος της φαντασίας. Κι όμως υπήρχε. Το νέο διαδόθηκε αστραπιαία από γειτονιά σε γειτονιά. Το μαγικό αυτοκόλλητο είχε βρει κάποιος μάγκας στο Χαλάνδρι. Και πήγαμε ποδηλατάδα μετά το σχολείο απόγευμα γιατί είχε βγει «βρώμα» ότι το πουλάει για το αστρονομικό ποσό της εποχής – αρχές της δεκαετίας του ‘70 μιλάμε – των δέκα δραχμών!

Επιστροφή στο παρόν. Ήταν μια γλυκιά βραδιά. Από το πεύκο, την ώρα που έκλειναν τα βλέφαρά μου, ακουγόταν η καλλικέλαδη φωνή ενός φτερωτού τύπου, που φαίνεται πως έκανε καντάδα στη δικιά του. Ένας ήχος που σε έκανε να ξεχνάς τη χλαπαταγή ανούσιων και άψυχων δηλώσεων των, κυριολεκτικά, πνευματικά βάρβαρων (στην πλειόνοτητά τους) πολιτικών. Που οδήγησαν στον καιάδα της ανεργίας ενάμισι εκατομμύριο ανθρώπους. Στη δίνη της καθημερινής αγωνίας για την επιβίωση άλλους τόσους. Θεέ μου, γίναμε άθυρμα αυτών των κοι

Keywords
Τυχαία Θέματα