ΚΑΘΡΕΦΤΕΣ

04:10 10/3/2012 - Πηγή: Aixmi

Τον συνάντησα προχθές στην πλατεία Αβησσινίας ν’ αγοράζει καθρεφτάκια από τα παλιατζίδικα.

Τα έπαιρνε στα χέρια του , τα κοίταζε προσεχτικά, τα ψηλαφούσε με τα δάχτυλά του απ´άκρη σ´άκρη  ψάχνοντας την ατέλεια . Τους ψιθύριζε και μετά αποφάσιζε. Ήξερε καλά από καθρέφτες .

Νοίκιαζε ένα δωμάτιο σ’ ένα διαμέρισμα στην Πατησίων. Εκεί μάζευε τα καθρεφτάκια. Τα κολλούσε το ένα δίπλα στ’ άλλο και έντυνε τους τοίχους. Δεν ήθελε κενά. Από μικρός τα φοβότανε. Όποιο δεν ταίριαζε το άφηνε για αργότερα , μέχρι να βρει άλλο καθρεφτάκι σε περισσότερο κατάλληλο σχήμα και μέγεθος. Ένα κομμάτι που

δεν θα ξεχώριζε. Το αναμενόμενο. Διψασμένος έψαχνε καθρεφτάκια. Ολόκληρη η ζωή του σ’ αυτά αφιερωμένη και ξεμοναχιασμένη.

Στην μέση του δωματίου είχε βάλει το κρεβάτι του. Καθόλου εργονομική λύση του είχαν πει. Το καταλάβαινε , μα δεν τον πείραζε. Όταν θα έντυνε όλους τους τοίχους , είτε όρθιος είτε ξαπλωτός θα έβλεπε τον εαυτό του από παντού. Κανείς και τίποτα δεν θα τον εμπόδιζε, επιτέλους. Με πείσμα θα έβρισκε όλα τα κομμάτια, όσο χρόνο και να ήθελε.

Από μικρό τον μάγευαν οι καθρέφτες. Από τότε που για πρώτη φορά θυμάται να σκέφθηκε, να θέλησε και ν’ αγάπησε. Θυμάται πως με την ουρά στα σκέλια πήγε και έκλαψε μπροστά στο καθρέφτη που κρεμόταν πάνω από τον κομό της μάνας του.  Τρίπτυχος ήταν εκείνος ο καθρέφτης , με πορτάκια. Άνοιξε τα πορτάκια και έκλαψε. Επί τρία έβλεπε τα δάκρυά του. Ήταν δεν ήταν τεσσάρων , πέντε χρονών τότε. Και ντράπηκε για πρώτη φορά. Ακριβώς όπως του παράγγειλαν. Μετά πια δεν ξαναντράπηκε. Δεν χρειάστηκε. Ούτε μετά που περνούσε λαϊκά διακστήρια , στο σπίτι της θειάς του, ντράπηκε. Άκουγε τις πομπές του πατέρα του και έφευγε. Είχε ήδη αρχίσει να μαζεύει τους καθρέφτες του. Δίκια του ζητούσαν να βρει και να μοιράσει. Αυτός ο αποστερημένος.

Πάνω από τις δυνάμεις του ήταν και που καθότανε στην καρέκλα και τους έβλεπε και τους άκουγε και αυτοί τον θέλανε και ενεργό. Πότε θα έρθει η ώρα να φύγει σκεφτότανε , να τρέξει, να κρυφτεί. Στο καταφύγιο. Άλλαζε και η φωνή της μάνας του , σαν ζητούσε απαντήσεις , γινότανε τσιριχτή. Από τότε δεν χώνευε τις τσιριχτές φωνές. Να τον καταπιούν ζητούσαν και το καταλάβαινε. Αυτός ο ανυπεράσπιστος.

Ακόμα και προχθέςε που τον είδα έλαμπε. Μεγαλειώδης.Μιλούσε και γέλαγε με τους πωλητές. Χαρισματικός ομιλητής. Χειρονομίες, γέλια , στιχάκια της στιγμής. Του μίλησα και χάρηκε. Μια ευκαιρία για την εξόριστη στιγμή του. Μου μίλησε για τους καθρέφτες του.

- Πόσοι σου λείπουν ;

-Θέλω ακόμα καμιά τρακοσαριά, είναι μεγάλο το δωμάτιο , εξαρτάται από το μέγεθος και το σχήμα. Δεν είναι εύκολο να βρεις αυτό που ζητάς.

Μιλούσε, και όσο μιλούσε καταλάβαινα πως, για καθρέφτη με κοιτά. Σε καθρέφτη απαντά.

Οι ήλιοι στους καθρέφτες δεν χωρούν . Δεν το καταλαβαίνεις ; Πνίγονται , σβήνουν. Κατεβάζουν τις αχτίδες τους και φυλακίζονται. Πάρε δύναμη και σπάστους. Την μελαγχολία σου ονομάζεις εφήμερο και νομίζεις πως προχωράς. Ακίνητος. Φωνή δεν βγαίνει, δεν ακούγεται. Την φυλακή σο

Keywords
Τυχαία Θέματα