Σα να’ χε χρώμα η μοναξιά

02:47 17/12/2012 - Πηγή: Aixmi

Η μοναξιά της έχει το χρώμα των φύλλων που πέφτουν το φθινόπωρο. Αυτό σκέφτεται κάθε φορά που βλέπει απ’ το παράθυρο τα δέντρο που βρίσκεται χρόνια τώρα απέναντι απ’ το σπίτι της, εκεί, στην είσοδο του πάρκου. Του πάρκου των παιδικών της χρόνων… Στρατιωτάκια ακούνητα, αμίλητα, αγέλαστα. Βλέπει ακόμα τα παιδιά, μέσα σ’ αυτά κι η ίδια, να τρέχουν, να γελούν ξέγνοιαστα και να ξεσηκώνουν τη γειτονιά με τις φωνές τους. Ναι, υπήρχε τότε η γειτονιά, με την αλλοτινή σημασία της λέξης. Τώρα το πάρκο ερήμωσε. Κανένα παιδί δεν βγαίνει πια εκεί. Προτιμούν τους υπολογιστές και το διαδίκτυο. Νέα

μόδα κι αυτή…

Μ’ ένα κούνημα του κεφαλιού απόδιωξε τις σκέψεις της, τράβηξε την κουρτίνα και πήγε στην κουζίνα να βάλει καφέ. Οι υδρατμοί της έφεραν δάκρυα στα μάτια. (Ή μήπως δεν έφταιγαν οι υδρατμοί;) Γέμισε την κούπα της με μπόλικο καφέ κι έψαξε τα τσιγάρα και τον αναπτήρα με τα αρχικά της. Έτσι ήθελε πάντα τον καφέ της. Βαρύ και σκέτο. Ούτε ζάχαρη, ούτε γάλα. Περπάτησε βαριεστημένα ως το καθιστικό, άφησε το πακέτο της στο τραπεζάκι κι ενώ ήταν έτοιμη να καθίσει αναπαυτικά στην πολυθρόνα, άκουσε ένα απότομο, δυνατό φρενάρισμα. Πετάχτηκε με την κούπα στο χέρι μέχρι το παράθυρο, για να δει ποιος ήταν. Ένα μαύρο AUDI A4 διέσχιζε τον έρημο δρόμο και ο οδηγός έξαλλος έκανε χειρονομίες στη γάτα που συνέχιζε αμέριμνη την πορεία της.

Τράβηξε ξανά την κουρτίνα και γύρισε στην πολυθρόνα της. Άναψε τσιγάρο, ήπιε μια γουλιά καφέ και άφησε ξανά την κούπα στο τραπέζι. Ήταν καυτός ακόμα. Ενώ κάπνιζε, παρατηρούσε το λογότυπο με τ’ όνομά της πάνω στην κούπα. Ελπίδα. Χαμογέλασε πικρά, θλιμμένα με την τραγική ειρωνεία του ονόματός της και πρόφερε αργά με κάποια δόση ειρωνείας «Ελπίδα. Πεθαίνει πάντα τελευταία…» Πήρε απ’ το τραπέζι το μυθιστόρημα που της είχε χαρίσει εκείνος, ο μεγάλος εραστής, ένα ηλιόλουστο, χαρούμενο πρωινό. Της άρεσε να διαβάζει… Τη χαλάρωνε. Θυμάται τον εαυτό της, παιδί, να κάθεται με τις ώρες στη βιβλιοθήκη του μπαμπά και να ψάχνει ένα-ένα τα βιβλία. Κι όταν αποφάσιζε ποιο ήθελε, καθόταν στο χαλί και διάβαζε, διάβαζε, διάβαζε…

Έκλεισε το βιβλίο με δύναμη. Δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί. Ήπιε μια γερή δόση καφέ κι ένιωσε την καφεΐνη να διαπερνά τις φλέβες της. Σηκώθηκε, πήρε το πακέτο και την κούπα της και κατευθύνθηκε προς το παράθυρο. Άνοιξε κι αμέσως μπήκε κρύος αέρας. Πήρε βαθιά ανάσα κι αμέσως μύρισε… φθινόπωρο. Αναστέναξε, ακούμπησε στο περβάζι, άναψε τσιγάρο και φύσηξε τον καπνό στην παγωμένη ατμόσφαιρα. Έμεινε εκεί, να βλέπει το δέντρο, τον έρημο δρόμο και τον απέραντο συννεφιασμένο ουρανό. Κόντευε να βραδιάσει. Ένα σχεδόν κίτρινο φύλλο αιωρήθηκε στον αέρα κι έπεσε κάτω ανάλαφρο.

Keywords
Τυχαία Θέματα