Η Κεντροαριστερά δεν ανασυντίθεται με εκπτώσεις ιδεολογίας, αλλά ούτε με το ΠΑΣΟΚ…

Η ενδοκυβερνητική εμπλοκή για το νομοσχέδιο Ρουπακιώτη είχε όλες τις προϋποθέσεις να δημιουργήσει συνθήκες είτε «ιδανικού ατυχήματος» για την κυβέρνηση, είτε για αλλαγή των ενδοκυβερνητικών συσχετισμών. Επρόκειτο για μία κόντρα μεταξύ των κυβερνητικών εταίρων, κατά την οποία ο καθένας είχε τους δικούς του λόγους να τη φτάσει ως τα άκρα. Η χώρα δεν απειλείτο, το νομοσχέδιο δεν ήταν «προαπαιτούμενο» για την τρόικα, καμία δόση του Μνημονίου δεν ετίθετο

σε κίνδυνο και προφανώς η διαφωνία για το αντιρατσιστικό δε θα έθετε την Ελλάδα εκτός ευρώ.

Αντικρουόμενες στρατηγικές

Παράλληλα, επί του νομοσχεδίου Ρουπακιώτη συγκρούονται δύο εντελώς αντίθετες στρατηγικές, με φόντο το νέο πολιτικό σκηνικό, αλλά και τις επόμενες εκλογές, όποτε κι αν αυτές γίνουν. Ο μεν Αντώνης Σαμαράς έχει πλέον αποφασίσει να «διευρύνει» τη ΝΔ προς τα (ακρο)δεξιά, με στόχο τους «γαλάζιους» ψηφοφόρους που μετακινήθηκαν στη Χρυσή Αυγή –και δευτερευόντως στους Ανεξάρτητους Έλληνες- ακόμη κι αν αυτό σημαίνει «δικαίωση» της ατζέντας των νεοναζί και των «μαύρων» ταγμάτων εφόδου, που κάθε βράδυ «περιπολούν» το κέντρο της Αθήνας.

Από την άλλη πλευρά, κυρίως η ΔΗΜΑΡ, αλλά και το ΠΑΣΟΚ, είχαν κάθε λόγο να επιμείνουν ως το τέλος, προκειμένου να σώσουν οτιδήποτε αν σώζεται από το (κεντρο)αριστερό τους ιδεολογικό και πολιτικό πρόσημο.

Η επιδίωξη του Σαμαρά είναι σαφής: αν η οικονομία παραμείνει σε μία «ισορροπία» όπως σήμερα (έστω και αυτή η ισορροπία του τρόμου…) και καταφέρει να φέρει πίσω στη ΝΔ ένα 4 ή 5% των «γαλάζιων» ψηφοφόρων που ουδέποτε «χώνεψαν» την «μνημονιακή» του στροφή επί κυβέρνησης Παπαδήμου, τότε θα μπορέσει όχι μόνο να προσδώσει νέα δυναμική στην παράταξή του, αλλά να εξασφαλίσει και μία επανεκλογή του, προκειμένου να φτάσει ως τέλος την πολιτική του και να υποστηρίξει ότι «απάλλαξε την Ελλάδα από τα Μνημόνια».

Επίσης σαφής είναι και η ανάγκη των ελασσόνων κυβερνητικών εταίρων: το ΠΑΣΟΚ και η ΔΗΜΑΡ προφανώς δεν μπορούν να προσεγγίσουν τους «αντιμνημονιακούς» κεντροαριστερούς ή αριστερούς ψηφοφόρους, αφ’ ης στιγμής στηρίζουν αυτή την κυβέρνηση. Μπορούν, όμως, να δείξουν ότι «δεν είναι σαν τον Σαμαρά» σε θέματα πολιτικών ελευθεριών, ρατσισμού και ευαισθησίας απέναντι στη νεοναζιστική απειλή.

Κάπως έτσι επί του νομοσχεδίου Ρουπακιώτη ξεδιπλώθηκαν δύο ξεχωριστές στρατηγικές, αλλά η ισχυρή βούληση του ΠΑΣΟΚ και της ΔΗΜΑΡ συνάντησαν τον τοίχο του Μεγάρου Μαξίμου. Για μία ακόμη φορά, ο Αντώνης Σαμαράς συμπεριφέρθηκε σαν πρωθυπουργός αυτοδύναμης μονοκομματικής κυβέρνησης. Και για μία ακόμη φορά, οι ελάσσονες κυβερνητικοί εταίροι έκαναν πίσω. Μπορεί να επιμένουν στην κατάθεση της κοινής πρότασης νόμου, ωστόσο είναι σαφές ότι «γαλάζια» πλειοψηφία θα «μπλοκάρει» την πρόταση στην Διαρκή Επιτροπή Δημόσιας Τάξης, Δικαιοσύνης και Δημόσιας Διοίκησης και η πρότασή τους δε θα φτάσει ποτέ στην Ολομέλεια.

Αδιέξοδο και περιθώρια

Γιατί, όμως, το ΠΑΣΟΚ και κυρίως η ΔΗΜΑΡ, αισθάνθηκαν την ανάγκη να διαφοροποιηθούν στο αντιρατσιστικό, έχοντας «καταπιεί» (και μάλλον αμάσητα…) τα Μνημόνια, τα χαράτσια, τις περικοπές μισθών και συντάξεων κτλ; Γιατί αμφότεροι επιδιώκουν να προσεταιριστούν το μεγάλο κομμάτι της κοινής γνώμης, που απαντά στις δημοσκοπήσεις ότι θέλει ένα κόμμα «μεταξύ της ΝΔ και τουΣΥΡΙΖΑ».
Και καλά το ΠΑΣΟΚ: σιγά σιγά φτάνει στο τέλος της ιστορίας του, η δημοσκοπική του εξαέρωση μοιάζει μη αναστρέψιμη, ενώ και ο ίδιος ο Ευάγγελος Βενιζέλος είναι τόσο αρνητικά φορτισμένο πολιτικό πρόσωπο για την κοινή γνώμη, που μοιάζει ανέκδοτο να θέλει να «ανασυνθέσει» την Κεντροαριστερά. Η συμμετοχή Βενιζέλου σε μία τέτοια διαδικασία το μόνο που θα μπορούσε να επιφέρει θα ήταν η ταφόπλακα στην ανασύνθεση του χώρου.

Αντιθέτως, ο Φώτης Κουβέλης, που πλέον αποκτά σαφές δημοσκοπικό προβάδισμα έναντι του «πεθαμένου» ΠΑΣΟΚ, μπορεί να αποτελέσει την εμβρυουλκό των εξελίξεων στην Κεντροαριστερά. Είτε με την ένταξη στη ΔΗΜΑΡ πολιτικών προσωπικοτήτων με κεντροαριστερές και μεταρρυθμιστικές αναφορές, είτε προσπαθώντας να επικοινωνήσει με όλους τους «κεντροαριστερούς» που αισθάνονται πολιτικά ανέστιοι, ο πρόεδρος της ΔΗΜΑΡ μπορεί να αποτελέσει έναν τρίτο πόλο μεταξύ της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ που, όχι μόνο θα δίνει «κυβερνητικές λύσεις», αλλά και ένα στίγμα μιας νέας «Ελιάς»: δε θα «παίζει» με τη χρεοκοπία της χώρας, θα υποστηρίζει τις όποιες θετικές μεταρρυθμίσεις και ταυτόχρονα θα υπερασπίζεται τα «ιερά και τα όσια» του προοδευτικού χώρου.

Μένει να φανεί αν η ΔΗΜΑΡ θα κάνει πίσω στο αντιρατσιστικό και στην «κεντροαριστερή» ατζέντα ή αν θα συνεχίσει να πιέζει το Μαξίμου και αφότου η πρότασή της με το ΠΑΣΟΚ θα χαθεί στα γρανάζια της κοινοβουλευτικής γραφειοκρατίας. Μένει, επίσης να φανεί αν η ΔΗΜΑΡ θα διεκδικήσει, τώρα που η χώρα φαίνεται να σταθεροποιείται στοιχειωδώς, δικαιότερη κατανομή των βαρών εξόδου από την κρίση, πραγματικές μεταρρυθμίσεις και, φυσικά, αντιμετώπιση της νεοναζιστικής απειλής.

Δεν είναι μόνο θέμα πολιτικής ευαισθησίας, αλλά και ζήτημα στοιχειώδους επιβίωσης. Αν το «πεθαμένο» ΠΑΣΟΚ του Βενιζέλου και, κυρίως, η ΔΗΜΑΡ του Κουβέλη, πάνε πάσο σε όλα, οι μόνοι χαμένοι θα είναι οι ίδιοι: θα στείλουν τους αταλάντευτα προοδευτικούς ψηφοφόρους τους στον ΣΥΡΙΖΑ και τους «μεταρρυθμιστές-μνημονιακούς» στον Σαμαρά. Θα εκθλιβούν στις μυλόπετρες της πόλωσης μεταξύ ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ και θα διεκδικούν απλώς μία παράγραφο στην ελληνική Ιστορία, ως «δυνάμεις που συνέβαλαν στην κυβέρνηση Σαμαρά και μετά εξαφανίστηκαν», κάτι σαν τα κομματίδια του Κέντρου πριν (αλλά και μετά) τον Γεώργιο Παπανδρέου και την «Ένωση Κέντρου». Μ’ άλλα λόγια, μεταξύ του «ξερού όχι» -όπως στα εργασιακά- και του «πάμε πάσο» -όπως στο χαράτσι», ο Φώτης Κουβέλης θα πρέπει να βρει –και να επιβάλει- τον «τρίτο δρόμο», προκειμένου να δώσει το στίγμα του στην κυβερνητική πολιτική. Αλλιώς δε θα εξαφανιστεί μόνο η ΔΗΜΑΡ, αλλά θα μείνει και η υπόθεση της Κεντροαριστεράς ένα «πουκάμισο αδειανό». Για πολλά χρόνια…

Keywords
Τυχαία Θέματα