Δεν ντρέπεσαι, θρασύτατε βουλευτά;

Δεν ντρέπεσαι, θρασύτατε υποψήφιε, πρώην βουλευτά μεγάλου κόμματος; Ναι, ναι, σε σένα το λέω, που με κοιτάζεις με τη δήθεν απορία στο πρόσωπό σου. Ναι, σε εσένα που με ξεγέλασες τη προηγούμενη φορά με ψεύτικες υποσχέσεις. Που μου το έπαιξες άγγελος, τάζοντας παραδείσους, και αποδείχτηκες διάβολος. Σε σένα που κατηγορούσες άλλους για ανίκανους, ενώ εσύ ήσουν ο αρχηγός τους. Σε σένα που έλεγες «όλα στο φως», «πρώτα ο πολίτης», «διαφάνεια παντού» και συνωμοτούσες σε βάρος μου με παγκόσμια τραπεζικά λαμόγια, για να με «φάτε».

Συνωμοτούσες τρομοκρατώντας με ότι «βουλιάζουμε» και ότι «δεν υπάρχει

σάλιο στα ταμεία», ενώ πριν σε ψηφίσω με καθησύχαζες ότι «λεφτά υπάρχουν», «λεφτά υπάρχουν». Και εγώ ο βλάκας σε πίστεψα και σε έστειλα να διαχειριστείς τα συμφέροντά μου. Τα συμφέροντα των γονιών μου, των παιδιών μου και όλων των συγγενών μου. Και εσύ μας «πούλησες» όλους για την «καρέκλα», από την οποία δεν θέλεις να κατεβείς. Έβαλες ξεδιάντροπα το χέρι σου στην τσέπη μας και μας πήρες ό,τι είχαμε και δεν είχαμε. Κατάφερες να χάσουμε τις δουλειές μας, να κλείσουμε τα μαγαζιά μας και να αυτοκτονήσουμε.. Κατάφερες να με δυσφημίσεις στους ξένους ότι είμαι τεμπέλης, απατεώνας και σκάρτος. Και όταν σου είπαν οι ξένοι «να μου ρήξεις καμιά φάπα», εσύ με σακάτεψες στο ξύλο. Με ψέκασες με χημικά, μου «άνοιξες» το κεφάλι με τα γκλομπ, ενώ εσύ γλένταγες αλλού... Μου έκοψες το «δώρο» Χριστούγεννα και Πάσχα, ούτε καλοκαιρινές διακοπές δεν μπορώ να πάω.

Κανόνισες να με φοβίζεις κάθε τρίμηνο, για να μου πάρεις και το ψωμί των παιδιών μου. Έκανες τόσα εγκλήματα και στο τέλος με ήθελες συνένοχο, λέγοντας «μαζί τα φάγαμε». Μου γέμισες τα νοσοκομεία με άφραγκους ξένους και τώρα εγώ δεν χωράω να νοσηλευτώ... Έβαλες ενέχυρο την ίδια την πατρίδα μας, για να σώσεις τη δική σου δόλια παρτίδα. Έκανες συνεταίρο κάθε τυχοδιώκτη απατεώνα, δίνοντάς του λίγη από την «καρέκλα» σου... Κι αυτός την «άρπαξε», μη χάσει. Πώς αλλιώς θα μπορούσε να κάτσει σε «καρέκλα»...

Και «έψησε» και τους δικούς του να κάνουν το ίδιο, διότι έτσι του είπαν, λέει, από μακριά... Έτσι, απέκτησες και συνεταίρο και θέλετε να με «φάτε» μαζί, να με εξοντώσετε εντελώς. Και, χωρίς να ντρέπεσαι, μου λες ψευδώς, ότι θα προσπαθήσεις να διορθώσεις τα πράγματα, ενώ έχεις δώσει γραπτούς όρκους στους «δικούς σου» να με αφανίσεις από προσώπου Γης...

Με παίρνεις χωρίς τσίπα στο τηλέφωνο και ζητάς να πιούμε καφέ και να μου εξηγήσεις. Με καλείς σε ταβέρνα να κεράσεις ένα κρασί, μήπως ξεχάσω τα φαρμάκια που μου έδωσες. Με παροτρύνεις με θράσος να σε ξαναψηφίσω, ώστε «να τελειώσεις το έργο που άρχισες»... Η απάντησή μου, ψεύτη, απατεώνα, ανάλγητε, ξεδιάντροπε και θρασύτατε βουλευτά, είναι: Μη στεναχωριέσαι. Ήρθε η ώρα να σε «τακτοποιήσω».

Απλώς «Έλληνας πολίτης»

Για την αντιγραφή Δ.Μ.

Keywords
Τυχαία Θέματα