Δημοσιοποίηση φωτογραφιών: Τα υπέρ και τα κατά

Των ΓΙΩΡΓΟΥ ΜΑΡΗ και ΝΙΚΟΛΕΤΑΣ ΠΑΠΑΖΟΓΛΟΥ

Κλαυθμός και οδυρμός ξέσπασε για το ζήτημα της δημοσιοποίησης των φωτογραφιών των τεσσάρων κατηγορουμένων για τη ληστεία στην Κοζάνη, παρότι το τοπίο παραμένει θολό με διαφωνίες ακόμα και μεταξύ νομικών, οι οποίοι χωρίζονται σε δύο στρατόπεδα – όπως και η κοινωνία. Από τη μία πλευρά, βρίσκονται όσοι είναι υπέρ τις δημοσιοποίησης φωτογραφιών και στοιχείων κατηγορουμένων, ενώ από την άλλη είναι αυτοί που υπερασπίζονται ακόμα το δικαίωμα των προσωπικών δεδομένων.
Με αφορμή δύο

περιστατικά, εκείνου με τις οροθετικές γυναίκες και τώρα με τους τέσσερις κατηγορούμενους για τη ληστεία, ανοίγει και πάλι ο φάκελος για το κατά πόσο είναι θεμιτή ή όχι η δημοσιοποίηση προσωπικών στοιχείων κατηγορουμένων και σε τι αυτή ωφελεί.
Ας δούμε, όμως, λίγο πιο προσεκτικά το ζήτημα. Πρώτα έχουμε το γνωστό σε όλους «κάθε άνθρωπος είναι αθώος μέχρι αποδείξεως της ενοχής του», η οποία αποδεικνύεται και ανακοινώνεται από τα δικαστήρια. Αυτή είναι μία αρχή που θεωρείται λίγο πολύ αυτονόητη και δεν αμφισβητείται στις μέρες μας. Όταν κάποιος, λοιπόν, συλλαμβάνεται, παραμένει αθώος μέχρι της ανακηρύξεώς του ως ενόχου από τον δικαστή του, ακόμα και αν συνελήφθη με το όπλο στα χέρια και το κεφάλι του θύματος στην ποδιά του, λένε νομικοί υπερασπιστές του δικαιώματος της προστασίας προσωπικών δεδομένων. Υπογραμμίζουμε ότι η ομολογία δεν αποτελεί απόδειξη ενοχής, καθώς οποιοσδήποτε μπορεί να «ομολογήσει» ένα έγκλημα για απολύτως κατανοητούς λόγους.
Το βασικό ερώτημα είναι το εξής: Τι εξυπηρετεί η δημοσιοποίηση φωτογραφιών; Οι αστυνομικές αρχές και όσοι νομικοί τάσσονται υπέρ της δημοσιοποίησης τονίζουν πως, όταν πρόκειται αυστηρά για την προστασία του συνόλου, ακόμα και αν η υπόθεση βρίσκεται στο στάδιο της ποινικής δίωξης –όταν υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις–, είναι θεμιτή η δημοσιοποίησή τους, πάντα βέβαια με εισαγγελική διάταξη, μιας και δεν μπορεί κάποιος να το κάνει αυθαίρετα.
Σύμφωνα με νομικούς, μετά την καταδίκη και με δεδομένο ότι η απαγγελία της απόφασης γίνεται δημόσια, η δημοσιοποίηση των στοιχείων του κατηγορουμένου είναι θεμιτή. Δηλαδή, όταν έχει διαπιστωθεί η ενοχή του κατηγορουμένου και αφού ουσιαστικά έχει προστατευτεί το δικαίωμά του για διαφύλαξη των προσωπικών του δεδομένων.

Αλλαγή στον νόμο
Το υπουργείο Δικαιοσύνης πρότεινε μια τροποποίηση της διάταξης για τη δημοσιοποίηση, με εισαγγελική πράξη, των στοιχείων κατηγορουμένων. Πρόκειται για το άρθρο 78 Νόμου «Περί ναρκωτικών και άλλες διατάξεις». Κατά βάση διατηρείται το άρθρο 2 (β) του Ν. 2472/1997 που ορίζει ότι ο αρμόδιος εισαγγελέας μπορεί να δημοσιοποιεί τα σχετικά με την ποινική δίωξη δεδομένα, αφού όμως προστεθούν τρία ακόμη στοιχεία: α) η εισαγγελική διάταξη πρέπει να είναι ειδικώς και πλήρως αιτιολογημένη β) να προσδιορίζει τον τρόπο της δημοσιοποίησης και το χρονικό διάστημα που θα διαρκέσει και τέλος γ) εντός δύο ημερών από τη γνωστοποίηση της διάταξης, το υποκείμενο των δεδομένων μπορεί να προσφύγει στον προϊστάμενο της εισαγγελίας, ο οποίος οφείλει να αποφασίσει εντός δύο ημερών εάν θα γίνει η δημοσιοποίηση ή όχι.
Η τροποποίηση του Ν. 2472/1997 έγινε για να αποκαλύπτονται μόνον τόσα ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα όσα είναι αρκετά, ώστε να εξυπηρετούνται και οι σκοποί της «προστασίας του κοινωνικού συνόλου» κ.λπ. Σε αυτά συγκαταλέγεται το είδος του αδικήματος κατά πρώτο λόγο και κατά δεύτερο, τα στοιχεία του κατηγορουμένου, τα στοιχεία της αστικής του κατάστασης – στον βαθμό που αυτό είναι αναγκαίο.
Το θέμα, όμως, με τη δημοσιοποίηση φωτογραφιών κατηγορουμένων δεν έχει μόνο νομική διάσταση. Τεράστιες και απρόβλεπτες μπορεί να είναι οι συνέπειες και από ψυχολογικής άποψης, όχι μόνο των κατηγορουμένων –αφού πρόκειται στην ουσία για δημόσια διαπόμπευση– αλλά και ολόκληρης της κοινωνίας, προκαλώντας αλυσιδωτές αντιδράσεις. Με εξαίρεση ορισμένες περιπτώσεις, μπορεί να ειπωθεί πλέον ευθέως πως τέτοιες ενέργειες λειτουργούν καιροσκοπικά εξυπηρετώντας μόνο τις πολιτικές «σκοπιμότητες».

ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΥ (ψυχολόγος): «Ανούσια η δημοσιοποίηση»

Προσεγγίζοντας το θέμα των τεσσάρων κατηγορουμένων για τη ληστεία της Κοζάνης, η ψυχολόγος κ. Χριστίνα Αντωνοπούλου τόνισε τον ανούσιο «χαρακτήρα» της δημοσιοποίησης των εν λόγω φωτογραφιών, ο οποίος δεν εξυπηρετεί απολύτως κανέναν σκοπό για την εξέλιξη της όλης υπόθεσης. «Είναι άτομα τα οποία δεν αισθάνονται φόβο και έχουν επιλέξει ευσυνείδητα να ζουν στο περιθώριο. Η δημοσιοποίηση των φωτογραφιών τους είναι καθαρά μια προβολή δική τους προς το “κατεστημένο” και αυτό δεν τους απασχολεί». Ταυτόχρονα, τονίζει τις σοβαρές επιπτώσεις που μπορεί να έχει στην ψυχολογική τους υγεία η κακοποίησή τους από τις αστυνομικές αρχές.
Ακόμα μεγαλύτερο βάθος, όμως, ήρθε να μας δώσει επί του θέματος και ο παιδοψυχολόγος Κωνσταντίνος Κτώρος, ο οποίος υποστήριξε πως όχι μόνο χρησιμότητα δεν έχει κάτι τέτοιο, αλλά και ότι μια τέτοια «μορφή» διαπόμπευσης μπορεί να δημιουργήσει μια «δικαίωση των συναισθημάτων» των κατηγορουμένων, έναν «μανδύα» ο οποίος μπορεί να ενεργοποιήσει έναν μηχανισμό άμυνας που επιστημονικά είναι γνωστός ως «διχασμός». Με άλλα λόγια, κάτι τέτοιο οριστικοποιεί την αποκοπή των κατηγορουμένων από τον κοινωνικό ιστό, δημιουργώντας την πεποίθηση του «άσπρο-μαύρο», «εμείς κι αυτοί».
Ο μεγαλύτερος, όμως, κίνδυνος έγκειται στην ευρύτερη κοινωνική διάσταση που μπορεί να λάβει το θέμα. Η παρουσίαση φωτογραφιών ξυλοδαρμού –γιατί περί αυτού πρόκειται στην ουσία– και όχι φωτογραφίες κατηγορουμένων, οι οποίοι συνελήφθησαν και πρόκειται οδηγηθούν στη Δικαιοσύνη μέσω των νόμιμων διαδικασιών, εξοικειώνει τον κόσμο με τη βία και την προάγει σε βαθμό κλιμάκωσης. Παράλληλα, δημιουργείται ένα αίσθημα τρόμου του πολίτη απέναντι στο κράτος, που έχει ως συνέπεια την υπονόμευση της λειτουργίας μιας δημοκρατικής κοινωνίας, «πνίγοντας» τη στην ανασφάλεια και τον φόβο.

Keywords
Τυχαία Θέματα