Έλλειμμα ελέγχου στο λιανικό εμπόριο

Ρεπορτάζ: Δημήτρης Διαμαντίδης
Εφημερίδα: Ημερησία

Πολυδιασπασμένη και με μεγάλα περιθώρια συγκέντρωσης, παραμένει η ελληνική λιανεμπορική αγορά, η οποία συγκεντρώνει πολύ λιγότερες πιθανότητες, σε σχέση με πολλά άλλα Ευρωπαϊκά κράτη, να διαθέτει καρτέλ, κυρίως στο κρίσιμο πεδίο των αλυσίδων, οι οποίες πωλούν τρόφιμα-ποτά.
Η Ελλάδα, ωστόσο, φαίνεται ότι έχει πολλά περιθώρια να αυξήσει τον ελεγκτικό ρόλο και τη σχετική δραστηριότητα της εγχώριας Επιτροπής Ανταγωνισμού, προκειμένου να εξεταστούν ενδελεχώς οι ανισορροπίες

στη διαπραγματευτική δύναμη μεταξύ βιομηχανίας τροφίμων & αλυσίδων σούπερ-μάρκετ.
Τα παραπάνω συνάγονται από την μελέτη ανταγωνιστικότητας της Ευρωπαϊκής βιομηχανίας τροφίμων-ποτών για το 2012, την οποία ανακοίνωσε πριν από λίγες ημέρες ο φορέας Food-Drink Europe, που συνασπίζει υπό τη «σκέπη» του τους μεγαλύτερους εθνικούς και προϊοντικούς συνδέσμους βιομηχανιών τροφίμων-ποτών, αλλά και πολυεθνικές επιχειρήσεις του κλάδου (Danone, Nestle, Kraft Foods, Heinz, Heineken, Ferrero, Pepsico, Unilever κ.ά.). Όπως προκύπτει από τα δεδομένα της μελέτης, παρ’ όλη την κρίση στην Ευρώπη, η βιομηχανία τροφίμων-ποτών της Γηραιάς Ηπείρου διατηρεί τα χαρακτηριστικά ενός σταθερού, δυναμικού και μη κυκλικού κλάδου, που αποτελεί «θεμέλιο» για την οικονομία της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Στο πλαίσιο αυτό και σε συνέχεια της τάσης προηγούμενων ετών, η βιομηχανία τροφίμων – ποτών, μαζί με τη φαρμακοβιομηχανία, εξακολουθούν να καταγράφουν αναπτυξιακή πορεία, η οποία υπερβαίνει τους άλλους βιομηχανικούς κλάδους, τόσο με κριτήριο την άνοδο της παραγωγής, όσο και από τη σκοπιά της απασχόλησης. Η παραγωγή (εξαιρουμένου του πληθωρισμού) του κλάδου διατηρεί θετικό πρόσημο και αυξήθηκε κατά 2,2% το 2011, σε σχέση με το 2010.
Στο ίδιο «μήκος κύματος» και το επίπεδο της απασχόλησης στον κλάδο, που έχει επηρεαστεί από την ύφεση στην Ευρώπη, με μείωση κατά 3,5% από το 2008 και έπειτα, όταν όμως στο σύνολο της η βιομηχανία της Γηραιάς Ηπείρου κατέγραψε αντίστοιχη συρρίκνωση στην απασχόληση κατά 9,9%. Στις βιομηχανικές επιχειρήσεις τροφίμων – ποτών της Ευρώπης απασχολούνται συνολικά 4,1 εκατ. άτομα, καθιστώντας τον κλάδο τον μεγαλύτερο εργοδότη στη βιομηχανία.
Ένα ακόμη ενδιαφέρον χαρακτηριστικό του κλάδου είναι πως βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στην ενδοευρωπαϊκή προσφορά και ζήτηση. Το μερίδιο της Ε.Ε. στο παγκόσμιο εμπόριο τροφίμων – ποτών υποχώρησε στο 17,4% το 2011, έναντι 17,8% το 2010, τη στιγμή, που οι σημαντικότεροι ανταγωνιστές της, είτε συγκαταλέγονται στις ώριμες, είτε στις αναπτυσσόμενες αγορές, αύξησαν τα μερίδια αγοράς τους.


Ο «έλεγχος» της αγοράς
Η μελέτη του FoodDrink Europe εστιάζει και στην κατάσταση στην «αλυσίδα διατροφής», η οποία ενώνει την αγροτική παραγωγή, τη βιομηχανία τροφίμων – ποτών και τα σούπερ – μάρκετ. Στο πλαίσιο αυτό, αποτυπώνεται ο τρόπος διανομής και τα κανάλια πώλησης των τροφίμων – ποτών στην Ευρώπη, όπου η κατάσταση στην Ελλάδα δεν διαφέρει από πολλές άλλες χώρες και δεν δικαιολογεί τους ισχυρισμούς περί ύπαρξης καρτέλ στο λιανεμπόριο.
Στη χώρα μας, οι τρεις πρώτες αλυσίδες σούπερ – μάρκετ διατηρούν το 37% της αγοράς (στοιχεία 2010).
Ενδεικτικό είναι το γεγονός πως στην Ιρλανδία οι τρεις πρώτοι έχουν το 71,7% της αγοράς (στοιχεία 2011), δηλαδή η συγκέντρωση είναι πολύ μεγαλύτερη με ό,τι αυτό μπορεί να συνεπάγεται. Στην Αυστρία το αντίστοιχο ποσοστό φθάνει το 40,4%, στο Βέλγιο το 38,5%, στην Τσεχία το 40%, στη Δανία το 89%, στην Εσθονία το 59%, στη Φινλανδία το 88%, στην Ολλανδία το 44,6%, στην Πορτογαλία το 39,7%, στη Σλοβακία το 49,6%, στη Σουηδία το 79,6% και στη Μεγάλη Βρετανία το 41,8%. Προφανές είναι ότι σ΄ όσες χώρες τα ποσοστά των τριών πρώτων είναι μεγαλύτερα, ο καταναλωτής έχει λιγότερες διαθέσιμες επιλογές καταστημάτων – αλυσίδων για να αγοράσει τα προϊόντα διατροφής του.
Όπως σημειώνει το FoodDrink Europe, η συγκέντρωση της αγοράς σε λίγες επιχειρήσεις ευνοεί τη μεγαλύτερη διείσδυση προϊόντων private – label στα είδη διατροφής (παντοπωλείου). Ετσι εξηγείται εν μέρει και το γεγονός της καθυστερημένης, σε σχέση με άλλα πιο ανεπτυγμένα Ευρωπαϊκά κράτη, επέκτασης των private – label και στη χώρα μας, τα οποία όμως και λόγω της κρίσης, κλείνουν τη σχετική «ψαλίδα», σε σύγκριση με τα επώνυμα προϊόντα στην Ελλάδα, με ταχείς ρυθμούς.
Η Ελλάδα, σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία του Food – Drink Europe, υπολείπεται με βάση τα δεδομένα του 2010 και του 2011 στην αποτελεσματικότητα και την επάρκεια των μηχανισμών ελέγχου της αγοράς. Η μελέτη προσεγγίζει το «λεπτό» ζήτημα των σχέσεων της βιομηχανίας τροφίμων και των αλυσίδων σούπερ – μάρκετ, με την ανάπτυξη σχετικής δράσης ελέγχου από τις Εθνικές Επιτροπές Ανταγωνισμού για να πέσει «φως», ιδιαίτερα στις καταγγελίες για ανισορροπίες στη διαπραγματευτική δύναμη ανάμεσα στα δύο παραπάνω μέρη.
Η Ελλάδα έχει αρκεστεί μόνο σε έρευνες από την Επιτροπή Ανταγωνισμού της, χωρίς να έχει προχωρήσει σε περαιτέρω ενέργειες, όπως πολλές άλλες Ευρωπαϊκές χώρες, οι οποίες έκαναν εκτεταμένες νομοθετικές παρεμβάσεις, επέβαλλαν συνεχή παρακολούθηση (monitoring) της αγοράς ή έκαναν συστάσεις συμμόρφωσης. Αποκορύφωμα της ανάγκης ελέγχου των σχέσεων ανάμεσα στη βιομηχανία τροφίμων και τα σούπερ – μάρκετ είναι το ότι τον Ιανουάριο του 2012 δημιουργήθηκε κοινοτική Task Force, ειδικά για τον κλάδο των τροφίμων, από τη γενική διεύθυνση Ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

Keywords
Τυχαία Θέματα