Στο σφυρί το ασημένιο έπαθλο του Σπύρου Λούη

«Ελλην, Ελλην!» παραληρούσαν οι εξήντα χιλιάδες θεατές κατά την είσοδο του Σπύρου Λούη στο Καλλιμάρμαρο Στάδιο στο φινάλε του Μαραθώνιου δρόμου των πρώτων Ολυμπιακών Αγώνων της σύγχρονης εποχής, το 1896. Ο Βασιλιάς Γεώργιος Α' τον πλησίασε και τον ρώτησε τι δώρο θα ήθελε. Εκείνος, με αφοπλιστική ειλικρίνεια απλά ζήτησε ένα γαϊδουράκι για να τον βοηθάει στη μεταφορά
του νερού... Και όντως, το πριμ του, εκτός του Κυπέλλου και ενός κλαδιού ελιάς, ήταν μια σούστα για να κουβαλάει νερό από το χωριό του Αμαρούσιον στην Αθήνα!Ο νεαρός νερουλάς από το Μαρούσι, που φορούσε μόνιμα την ελληνική εθνική ενδυμασία (φουστανέλα), είχε γεννηθεί το 1872 και είχε διακριθεί στη στρατιωτική του θητεία στο τρέξιμο. Εκείνη την στιγμή πάντως - την πέμπτη ημέρα των πρώτων Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας - μόλις είχε τερματίσει πρώτος στον Μαραθώνιο. Και μάλιστα, χωρίς προπονητή, χωρίς να ανήκει σε σύλλογο, χωρίς να ξέρει την διαδρομή. Κατάφερε δε να συμμετάσχει στον Μαραθώνιο έπειτα από παρέμβαση του ταγματάρχη του Παπαδιαμαντόπουλου από τον Στρατό, που εγγυήθηκε στον αρχίατρο ο οποίος εξέταζε τους αθλητές για τον νεαρό Μαρουσιώτη: «Από τους Αμπελοκήπους τον έστελνα στο Σύνταγμα για τσιγάρα και γυρνούσε σε είκοσι λεπτά», είπε γλαφυρά ο στρατιωτικός για τον φέρελπι νερουλά δρομέα. Εκείνη την Παρασκευή 29 Μαρτίου 1896, δεκαεπτά αθλητές πήραν θέση στη γέφυρα του Μαραθώνα. Ο ταγματάρχης Παπαδιαμαντόπουλος έδωσε την εκκίνηση με πιστολιά και κατά την διαδρομή ο Λούης έκανε στάση στο Πικέρμι πίνοντας ένα ποτήρι κρασί. Για την ιστορία, ο Μαραθώνιος - ο Λούης διήνυσε σε 2 ώρες, 58 λεπτά και 50 δεύτερα την απόσταση Μαραθώνα - Αθήνα που τότε είχε μετρηθεί σε 40 χιλιόμετρα και όχι σε 42 όπως είναι η νεότερη διαδρομή που θεσμοθετήθηκε το 1908 - ήταν μια ιδέα του γάλλου φιλολόγου Μισέλ Μπρεάλ που είχε εμπνευστεί το άθλημα από τον Φειδιππίδη. Ο αγγελιαφόρος των Περσικών Πολέμων (αργότερα, αμφισβητήθηκε αν ήταν ο Φειδιππίδης) έτρεξε την απόσταση για να αναγγείλει την νίκη των Αθηναίων στον Μαραθώνα με το περίφημο «Νενικήκαμεν». Η στιγμή που ο Σπύρος Λούης έμπαινε στο Καλλιμάρμαρο έχει μείνει στην Ιστορία. Χαρακτηρίστηκε εθνικός ήρωας και το ασημένιο Κύπελλο τού απονεμήθηκε εν μέσω παραληρήματος. Ο φουστανελάς δρομέας πέρασε στην σφαίρα του μύθου, πολλοί συγγραφείς τού αφιέρωσαν ποιήματα και ύμνους και ο Τύπος της εποχής τού έκανε εκτενή αφιερώματα. Προσωπικότητες και συντεχνίες μάλιστα έτρεξαν με την σειρά τους να του προσφέρουν δώρα: η συντεχνία αργυροχρυσοχόων (που του χορήγησε μια χρυσή αλυσίδα), ο καφεπώλης Μπαβέας δωρεάν καφέδες για έναν χρόνο και η Singer μια ραπτομηχανή! Η συνέχεια του βίου του δεν ήταν εξίσου ένδοξη. Γύρισε στο χωριό του, το Μαρούσι, εργάστηκε ως αγρότης και ως τοπικός αστυνομικός ενώ το 1926 έφτασε να εκτίσει ποινή ενός έτους στη φυλακή αφού κατηγορήθηκε για πλαστογράφηση στρατιωτικών εγγράφων και η είδηση γέμισε τα πρωτοσέλιδα της εποχής. Δέκα χρόνια μετά και σαράντα από τους Ολυμπιακούς του 1896, ο Σπύρος Λούης τέθηκε επικεφαλής της ελληνικής ομάδας που θα συμ
Keywords
Τυχαία Θέματα