Η «προίκα» του ΥΠΟΙΚ στην επόμενη κυβέρνηση- Τα δημοσιονομικά περιθώρια

Με σημαντικές προκλήσεις αναμένεται να ξεκινήσει η επόμενη κυβερνητική περίοδος με βάση την στοχοθεσία που θέτει η Κομiσιόν αλλά και τα δεδομένα για υψηλά πλεονάσματα που μπαίνουν από το 2024.

Καθώς είναι σε εξέλιξη η συζήτηση στην ΕΕ για τους νέους δημοσιονομικούς κανόνες απαιτείται, με βάση και όσα αναφέρουν κορυφαίοι παράγοντες του οικονομικού επιτελείου, πολιτική που ενισχύει το κλίμα εμπιστοσύνης με τους θεσμούς, που, όπως και στο παρελθόν, ειδικά στις μακροοικονομικές τους προβλέψεις, αναμένεται να είναι αυστηροί.

Ουσιαστικά, η επόμενη κυβέρνηση, όπως

τονίζεται, θα πρέπει να διαχειρίζεται μακροοικονομικές εκτιμήσεις της Κομισιόν, που θα χαμηλώνουν τον πήχη, αποδεικνύοντας ότι μπορεί να πετυχαίνει και υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης αλλά και υπερβάσεις στα πλεονάσματα, “χτίζοντας” αξιοπιστία.

Ειδικά, αυτό πρέπει να γίνει στα μέτωπο των πλεονασμάτων καθώς εκεί θα “παιχτεί’ και το στοίχημα της επενδυτικής βαθμίδας, παράλληλα βέβαια με την προώθηση μεταρρυθμίσεων, αναγκαίων αλλά ήδη σε εκκρεμότητα εδώ και χρόνια. Πάντως, για το 2023 ο στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα το 2023 παραμένει στο 0,7% του ΑΕΠ. Στο κλίμα όμως που περιγράφηκε και όπου η Αθήνα επιχειρεί να αποδείξει ότι μπορεί να πετυχαίνει πιο φιλόδοξους στόχους, με βάση τον ίδιο παράγοντα, είναι ανοιχτό το ενδεχόμενο για μεγαλύτερο πλεόνασμα στην περιοχή του στο 1,4% του ΑΕΠ από 1,1% του ΑΕΠ στο Πρόγραμμα Σταθερότητας.

Ωστόσο, από το 2024 “σφίγγουν” τα λουριά καθώς θα απαιτηθεί εκτεταμένη δημοσιονομική προσαρμογή. Με τα τωρινά δεδομένα, δηλαδή, χωρίς να υπάρχει “λευκός καπνός” για τους νέους δημοσιονομικούς κανόνες, η Αθήνα θα πρέπει από του χρόνου να πετυχαίνει πλεονάσματα άνω του 2%. Συγκεκριμένα, ο στόχος για το ύψος του πρωτογενούς πλεονάσματος το 2024 έχει τεθεί στο 2,1% του ΑΕΠ για το 2024 για να οδηγηθεί στο 2,3% το 2025 και στο 2,5% του ΑΕΠ το 2026. Σε απόλυτους αριθμούς, η δημοσιονομική προσαρμογή θα πρέπει να φτάσει τα 6 δισ. ευρώ το 2026.

Αυτό αποτυπώνεται και στο Πρόγραμμα Σταθερότητας, που κατατέθηκε στο τέλος του προηγούμενου μήνα στις Βρυξέλλες ενώ αναμένεται να καταγραφεί και στο Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα που θα κληθεί η επόμενη κυβέρνηση να ετοιμάσει και να υποβάλλει στις Βρυξέλλες.

Αισιοδοξία

Στο μεταξύ, πάντως, αισιοδοξία επικρατεί στο οικονομικό επιτελείο, που ολοκληρώνει την εβδομάδα αυτή τη θητεία του. Τονίζεται, συγκεκριμένα, ότι η υποχρέωση επίτευξης πρωτογενών πλεονασμάτων δεν σημαίνει επιστροφή στη λιτότητα, καθώς ο στόχος θα υλοποιηθεί λόγω της διόγκωσης του ΑΕΠ, που βασίζεται στην άνοδο της εμπιστοσύνης, στη διαφαινόμενη αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου, που πιστοποιείται και στην άνοδο των εξαγωγών και κυρίως στις επενδύσεις, λόγω και του Ταμείου Ανάκαμψης, και αναμένεται να καταγράψουν ετήσια αύξηση ύψους 13,2% το 2023, 9,7% το 2024, 10,7% το 2025 και 7,2% το 2026.

Προβλέπεται, δε, ο πήχης για το ρυθμό ανάπτυξης φέτος να πάει πάνω κι από το 3% έναντι επικαιροποιημένης πρόβλεψης στο Πρόγραμμα Σταθερότητας για 2,3% και αρχικής 1,8% στον προϋπολογισμό. Όπως αναφέρεται, η ισχυρή άνοδος του τουρισμού, των επενδύσεων και η ραγδαία αποκλιμάκωση των τιμών στο φυσικό αέριο δίνουν σημαντική ώθηση στο ΑΕΠ. Ωστόσο, σε επίσημο επίπεδο, υπάρχει μια “εγκράτεια” στις δηλώσεις καθώς οι αβεβαιότητες παραμένουν.

“Μπόνους” φυσικού αερίου

Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Προϋπολογισμός του 2023 και οι αρχικές μακροοικονομικές προβλέψεις βασίστηκαν σε τιμή του φυσικού αερίου, κατά μέσο όρο, στα 120 ευρώ. Ήδη, λόγω και της πτώσης της τιμής του φυσικού αερίου και άλλων παραγόντων οι προβλέψεις για ρυθμό ανάπτυξης κάτω από το 2% ξεπεράστηκαν και πλεον με δεδομένη και τη “βουτιά” του φυσικού αερίου, υπολογίζεται ότι το ΑΕΠ μπορεί να κερδίσει έως και 4 δισ, δηλαδή, έως και 2 μονάδες, ξεπερνώντας ακόμα και το 3%.

Στο μέτωπο του πληθωρισμού παρά τις υψηλές ταχύτητες των τιμών στα τρόφιμα εκτιμάται ότι θα υπάρξει αποκλιμάκωση του δείκτη στη περιοχή του 4% για το σύνολο του έτους από 5% που έχει εγγραφεί στο προϋπολογισμό, για να υποχωρήσει στο 2,4% το 2024.

Επισημαίνεται ότι τον Απρίλιο ο πληθωρισμός υποχώρησε στο 3% από 4,6% τον Μάρτιο, 6,1% τον Φεβρουάριο και 7% τον Ιανουάριο και όλα δείχνουν ότι περνάει σε τροχιά σταθερής αποκλιμάκωσης μετά την εκρηκτική αύξηση το 2022. Ωστόσο οι ανατιμήσεις στην ομάδα των τροφίμων “καλά κρατούν” προβληματίζοντας το οικονομικό επιτελείο, που προβλέπει ότι θα απαιτηθεί τουλάχιστον ένα εξάμηνο για να “μαζευτούν” χωρίς βέβαια οι τιμές να φτάσουν σε προ κρίσης επίπεδα.

Τα έσοδα

Παράλληλα, βέβαια, η ακρίβεια “δίνει έσοδα”. Έτσι, το πλεόνασμα το πρώτο τετράμηνο του έτους ανήλθε στα 2,4 δισ. ευρώ. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι υπερ-εισπράξεις από φόρους κινήθηκαν πάνω από το 1,63 δισ. ευρώ στο τέλος Απριλίου λόγω της δυναμικής από το μέτωπο των έμμεσων φόρων, με την κούρσα να οδηγεί ο ΦΠΑ και να ακολουθούν οι ΕΦΚ.

Βέβαια, έτσι, όπως αναφέρεται, δημιουργείται δημοσιονομικός χώρος κι εφόσον χρειαστεί μπορεί να υπάρξει δυνατότητα για παροχές στα νοικοκυριά μέχρι τέλος του έτους. Συγκεκριμένα, με την παραδοχή ότι το ΑΕΠ θα ξεπεράσει τα 222 δισ ευρώ, ο στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα 0,7% “μεταφράζεται” σε περίπου 1,56 δισ ευρώ. Η πρόβλεψη της Κομισιόν για πλεόνασμα 1,9% “μεταφράζεται” σε περίπου 4,23 δισ ευρώ. Η διαφορά των δύο υπολογίζεται σε περίπου 2,67 δισ ευρώ, που είναι και ο δημοσιονομικός χώρος, το υπερπλεόνασμα.

Γιώργος Αλεξάκης ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΕΛΛΑΔΑΚΟΜΙΣΙΟΝΕΕπλεονάσματαΠΡΟΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ
Keywords
Τυχαία Θέματα