Δημήτρης Κοσμόπουλος: «Έθνος εξαιρετικά»

00:56 5/3/2024 - Πηγή: Diastixo

Με έναν τίτλο δάνειο από τα γνωστά σε παλαιότερους καιρούς τσιγάρα «Έθνος εξαιρετικά», ο Δημήτρης Κοσμόπουλος παρουσιάζει το νέο του ποιητικό βιβλίο, με το οποίο επιχειρεί να αναστοχαστεί πάνω στην έννοια του έθνους και σε μια από τις βασικότερες πτυχές που το σφραγίζουν και το συγκροτούν, την ιστορία. Ο λόγος, φυσικά, είναι για το νεοελληνικό έθνος και τη νεοελληνική ιστορία και, μάλιστα, σε μια από τις πιο τραγικές, τις πιο σπαρακτικές στιγμές της: τα χρόνια γύρω από τη Μικρασιατική καταστροφή, την εκστρατεία που προηγήθηκε και το προσφυγικό που

απέρρευσε ως άμεση συνέπειά της. Η επιλογή του τίτλου δεν είναι, βέβαια, τυχαία. Το τσιγάρο αναδεικνύεται σε σύμβολο όχι μόνο της εποχής εκείνης, αλλά και της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης τη συγκεκριμένη περίοδο – μια ψυχοσύνθεση σφραγισμένη από τον καημό και την ανάγκη παρηγορίας και προσωρινής, έστω, ανακούφισης. Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι μέσα στα ποιήματα κεντρικές είναι οι μορφές του στρατιώτη και του πρόσφυγα – δύο φιγούρες που έκλεισαν στο περίγραμμά τους τον άνθρωπο της εποχής στις δύο του όψεις, σε αυτήν του διεκδικητή και σε αυτήν του κυνηγημένου. Μόνο που, όπως φαίνεται ότι συνέβη στην ελληνική περίπτωση, οι δύο αυτές φιγούρες συγχωνεύτηκαν σε μία, με τον στρατιώτη να προσλαμβάνει τον χαρακτήρα και τα χαρακτηριστικά ενός πρόσφυγα και τους πρόσφυγες να εξαναγκάζονται σε μιαν άλλη, διαφορετική εκστρατεία αυτή τη φορά, έναν πόλεμο ζωής και επιβίωσης.

Τα ποιήματα του βιβλίου κινούνται και καλύπτουν μία ευρεία γκάμα μορφών και μορφοποιήσεων, που έχει στο ένα της άκρο το ποίημα σε φόρμα, σε αυστηρή, προδιαγεγραμμένη, δηλαδή, από την παράδοση δομή, που το θέλει χωρισμένο σε τετράστιχες στροφές με ομοιοκαταληξία, και στο άλλο, το πεζό ποίημα που προσιδιάζει σε μικροϊστορία ή μικροαφήγηση και που μπορεί να εκτείνεται σε μία, το πολύ, σελίδα. Η πρακτική αυτή, πέρα από το γεγονός ότι ποικίλλει το βιβλίο, αφήνει τον αναγνώστη να περιηγηθεί σε ένα σύμπαν που εναγκαλίζεται μια σειρά από τρόπους και τόπους γραφής, από το τραγούδι και το άσμα μέχρι την προσωπική αφήγηση και μαρτυρία, από τη λυρική μέχρι την αφηγηματική ή ακόμα και τη δραματική έκφραση. Αυτό, βεβαίως, δεν εντείνει μόνο το αναγνωστικό ενδιαφέρον αλλά και τη συνοχή της ποιητικής συλλογής, η οποία μοιάζει να γίνεται πιο συμπαγής, να ενοποιείται και να αποκτά τη μορφή ενός ενιαίου έργου, μέσα στο οποίο εναλλάσσεται ο πεζόμορφος με τον ρυθμικό λόγο, με τον ίδιο –κατ’ αναλογία– τρόπο που αυτό συνέβαινε στην αρχαία ελληνική τραγωδία, η οποία στήριξε τη δομή και τη λειτουργία της σε αυτήν ακριβώς τη λογική, για να αποτυπώσει και ταυτόχρονα να κατευθύνει τις δύο βασικές συνιστώσες της ανθρώπινης αντίδρασης – τη φόρτιση και την αποφόρτιση.

Η μεθόδευση αυτή, απολύτως απαραίτητη για να μπορέσει ο αναγνώστης να ισορροπήσει μέσα σε ένα πεδίο ιδιαίτερα απαιτητικό για την (ανα)βίωση του παρελθόντος, από τη στιγμή που αυτό σχετίζεται με μια από τις πιο δραματικές, συγκλονιστικές στιγμές της ελληνικής ιστορίας, προσφέρει τη μοναδική δυνατότητα στον αποδέκτη να συμμετάσχει σε μια σειρά από εκδηλώσεις, από την ακρόαση των επιμέρους διηγήσεων μέχρι τη συμμετοχή στο πάθος και το πένθος που τα γεγονότα επέσυραν και επιφύλαξαν στον ελληνισμό διαχρονικά. Γιατί εκείνο που αναδεικνύεται από το βιβλίο αυτό είναι ασφαλώς η στιγμή, είναι όμως και η ιδιότητά της να λειτουργεί σαν κηλίδα, να μετασχηματίζεται από κουκκίδα σε κηλίδα για να καλύψει κάθε πτυχή της μακράς πορείας του ελληνικού έθνους μέσα στον χρόνο. Πάνω απ’ όλα όμως μετασχηματίζεται σε μνήμη, σε θύμηση όσων μοιάζουν περασμένα, είναι όμως στην πραγματικότητα απολύτως τωρινά και παντοτινά. Ιδωμένη από αυτή την άποψη, η ανάμνηση που επιδιώκει εδώ ο ποιητής, η μέθεξη του αναγνώστη στον πόνο και την τραγικότητα των γεγονότων γίνεται υπόμνηση της βαθιάς τους σημασίας για τον Έλληνα κάθε εποχής αλλά και για τον άνθρωπο εν γένει, για την ανθρώπινη οντότητα που μετατρέπεται με την ίδια ευκολία σε θύτη και σε θύμα και που, είτε από τη μία είτε από την άλλη θέση, δοκιμάζει την ίδια πικρή γεύση του θανάτου που επίκειται, που συμβαίνει πλάι και γύρω του: Γιατί κι η μνήμη είναι τσακάλι διψασμένο/ και λαχανιάζει με την γλώσσα έξω/ γυρνώντας σ’ αδυσώπητο λιοπύρι,/ στα πετρωτά, φλεγόμενα, γυμνά βουνά.// Βρίσκει φαράγγι σκότεινο/ με μελανά πλατάνια./ Πέφτει σε πέρασμα νερού/ να πιει, να λησμονήσει./ Μ’ αντί νερό της λησμονιάς/ μαύρο κυλάει το αίμα. («XIII»)

{jb_quote} Γιατί εκείνο που αναδεικνύεται από το βιβλίο αυτό είναι ασφαλώς η στιγμή, είναι όμως και η ιδιότητά της να λειτουργεί σαν κηλίδα, να μετασχηματίζεται από κουκκίδα σε κηλίδα για να καλύψει κάθε πτυχή της μακράς πορείας του ελληνικού έθνους μέσα στον χρόνο. {/jb_quote}

Πέρα από την ποικιλομορφία της στιχουργίας, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο τρόπος με τον οποίον ο Κοσμόπουλος τεχνουργεί το ύφος του ποιητικού του λόγου. Εδώ η διερεύνηση παρουσιάζει μια αυξημένη δυσκολία καθώς το ύφος είναι συνιστώσα πολλών παραγόντων, κυρίαρχα δε της διάθεσης του ποιητή, που παραμένει πάντα μια υπόθεση, μια πρόταση ερμηνείας και ανάγνωσης. Εδώ η διάθεση του δημιουργού φαίνεται πως σφραγίζεται από την ανάγκη της «αλήθειας» –με την αρχαιοελληνική έννοια του όρου, ως άρσης της λήθης, ως κατάφασης στην επαναφορά των γεγονότων στη συλλογική συνείδηση και κρίση– και, την ίδια στιγμή, από την ανάγκη της επανεκκίνησης της ιστορίας, αυτή τη φορά μέσα από την ποίηση. Δεν πρόκειται δηλαδή για μια από τις συνήθεις μεταβάσεις στο παρελθόν, για τη στάθμευση εκεί και την επίδοση σε μια δημιουργία λίγο-πολύ αναμνηστικής ή τιμητικής ποιότητας και υφής. Πρόκειται για μια παρέμβαση στην ιστορία, για μια αναψηλάφηση του τρόπου με τον οποίον ό,τι εκτυλίχθηκε στο παρελθόν έφερε εντός του τον σπόρο του παρόντος, τον σπόρο μιας μοίρας μεστής από παράπονο και πόνο, μεστής από την απώλεια, γεμάτης από τον θάνατο και τον θρήνο που δεν σταμάτησε ποτέ, αλλά μοιάζει να φτάνει από τα βάθη των αιώνων για να καταστεί, τελικά, ένας συνεχής ήχος, ένα διαρκές τραγούδι πένθιμο και λυτρωτικό μαζί: Μαύρη πέτρα σε κοιτάζω στον βυθό/ ριζωμένη στης άμμου τον φωσφόρο./ Για τους ηττημένους πλέξε δώρο// τον ρυθμό που στα κλαδιά του θα σωθώ./ Μαύρο, λάμψε, το κερί σου νικηφόρο/ δάκρυ δος μου λύχνο τροπαιοφόρο. («ΧΧΙΙ [Πυθμένας]»)

Η συλλογή του Κοσμόπουλου, όπως και ο τίτλος το φανερώνει, είναι στενά δεμένη με τον ελληνισμό ως δημιουργική αφόρμηση και αφορμή. Και είναι από τις λίγες, πραγματικά, φορές που ο δεσμός αυτός προβάλλει ολοκάθαρα όχι μόνο ως αποτέλεσμα αλλά και ως στόχευση. Δεν είναι τα πρόσωπα, τα τοπωνύμια, τα ιστορικά στοιχεία μονάχα που το πιστοποιούν αυτό, είναι κυρίως ο βαθύς και άρρηκτος δεσμός του ποιητικού λόγου του Κοσμόπουλου με την παράδοση, την εθνική λογοτεχνική παράδοση που έχει γερά χωνέψει μέσα της το αίσθημα και τη ροπή των δημιουργών διαχρονικά να αποτυπώσουν με λόγο ρυθμικό –είτε πρόκειται για την παραδοσιακή ποίηση είτε για τον ελεύθερο στίχο– την περιπέτεια ενός λαού που πάλεψε με τα κύματα της ιστορίας και κατόρθωσε να χαράξει, σαν άλλος Οδυσσέας, την πορεία του μέσα στον χρόνο και μέσα στον χώρο πλουτίζοντας την εμπειρία και τη γνώση του. Η συλλογή αυτή έρχεται για να επαναπροσδιορίσει τις έννοιες του έθνους, της ιστορίας και της λογοτεχνίας, να τις τοποθετήσει σε μια νέα διαλεκτική, σε μια νέα σύζευξη όπου η λογοτεχνία θα αποτελεί τη νέα ιστορική και εθνική ταυτότητα.

Έθνος εξαιρετικά
Δημήτρης Κοσμόπουλος
Περισπωμένη
σ. 64
ISBN: 978-618-5739-27-0
Τιμή: 11,00€

Keywords
Τυχαία Θέματα