«Εισαγωγικές εξετάσεις» της Έρσης Σεϊρλή

Ξεκίνησα να γράφω ποίηση, πιστεύοντας, όπως οι περισσότεροι έφηβοι, ότι τα συναισθήματά μου είναι αξιομνημόνευτα και οι λέξεις μου μοναδικές. Ένα έκτακτο περιστατικό με προσγείωσε εγκαίρως στην πεζογραφία.

«Τι γνώμη έχετε για τη σχέση του έρωτα με τον θάνατο; Συμφωνείτε με τον Ρίλκε ή όχι;» Έθεσα την ερώτηση ευθέως, χωρίς τρεμούλες και κομπιάσματα. Και παρότι το Γράμματα σε έναν νέο ποιητή, γλιστρώντας από τη μασχάλη μου, έσκασε στο πάτωμα, δεν πτοήθηκα. Ένιωθα σίγουρη για τον εαυτό μου. «Σε συγχαίρω για τις φιλοσοφικές σου ανησυχίες. Αλλά αυτά δεν συζητιούνται μέσα στην τάξη. Καλύτερα

να τα πούμε στο γραφείο μου. Μπορούμε και αύριο, αν θέλεις. Με χαρά θα ακούσω και τα δικά σου ποιήματα….» Και το πρόσωπό του έλαμψε σαν φαναράκι.

Προχωρούσα βιαστικά, με τον χαρτοφύλακα υπό μάλης. Ήμουν ερωτευμένη; Θα μπορούσα να είμαι, παρόλο που δεν ήταν όμορφος. Μήπως και τα άλλα κορίτσια δεν τον είχαν ερωτευθεί; Τις έβλεπα να τον περιτριγυρίζουν στα διαλείμματα, να μην τον αφήνουν να πάρει ανάσα. Εγώ έμενα στη θέση μου. Τον αγαπούσα, δεν τον αγαπούσα… Έριχνα κέρματα στο θρανίο και ανάλογα, αποφάσιζα. Τον είχα δει και στον ύπνο μου. Καθόταν, λέει, στην άκρη του κρεβατιού, μαγεμένος από τα ποιήματά μου. Το πρωί συνειδητοποίησα ότι στο όνειρο δεν απάγγελνα δικούς μου στίχους, αλλά του Σολωμού. Τότε ήταν που μου καρφώθηκε η ερώτηση για τον Ρίλκε. Βολιδοσκοπούσα την κατάσταση, περιμένοντας την κατάλληλη ευκαιρία. Ούτως ή άλλως, ήξερα ότι με είχε ξεχωρίσει από τους υπόλοιπους. Όταν έλεγε κάτι σημαντικό, έστρεφε το βλέμμα πάνω μου και κυρίως δεν θύμωνε που έκανα φασαρία. Με τους υπόλοιπους ήταν αυστηρός. Φώναζε και χτυπούσε τη γροθιά του στην έδρα.

«Έρωτας και Θάνατος». Ένας βαρύγδουπος τίτλος, χωρίς καθόλου κείμενο. Τι στο καλό σκεφτόμουν; Μα ένα σωρό πράγματα μέχρι την προηγούμενη νύχτα. Τώρα τίποτα. Το μυαλό μου γεμάτο άχρηστες ιδέες. Πώς να ήταν άραγε εκείνο το γραφείο στην Κυψέλη; Έβλεπα μέλισσες, δήγματα, κερήθρες. Όσο για τα ποιήματα… Ποια ποιήματα; Θα υποκρινόμουν ότι με ενδιαφέρει η φιλοσοφία. Τότε γιατί είχα αρχίσει να τα προβάρω; Γιατί σε όλη τη διαδρομή εκφωνούσα τους στίχους που είχα αποστηθίσει και δεν σταμάτησα ούτε στο ασανσέρ;

Συνέβη αυτό που φοβόμουν. Όταν τον είδα πίσω από το γραφείο, με φόντο τη σκονισμένη βιβλιοθήκη, δεν τον αναγνώρισα. Στη θέση του θα μπορούσε να κάθεται ο οποιοσδήποτε. Ένας δειλός, ένας πανούργος, ένας θλιμμένος. Μου έδειξε την πολυθρόνα. Κάθισα στρατιωτικά, με ίσια πλάτη και σταυρωμένα χέρια. Μακάρι να μπορούσα να ξεχωρίσω τους τίτλους των βιβλίων. Μα το μισοσκόταδο υπήρχε μόνο για να κρύψει την αμηχανία μου. Τα κοκκινίσματα, τα τρεμουλιάσματα, τα ψευδίσματα. «Έρωτας, λοιπόν, και θάνατος…» είπε ο καθηγητής. Ο τόνος της φωνής μού φάνηκε οικείος, μπόρεσα να ανασυστήσω την εικόνα του. «Θέλω να μάθω πώς αντιλαμβάνεσαι εσύ το ζήτημα…» συμπλήρωσε ενθαρρυντικά.

Ήδη ένιωθα εκτός θέματος. Ανακλαδίστηκα στην πολυθρόνα, μασούλησα τα νύχια μου, ανάσανα βαθιά. «Χαίρετε και καληνύχτα σας…». Αυτό θα ήταν το σωστότερο. Να σηκωθώ και να φύγω, αφού ήδη μυριζόμουν την αποτυχία. Αλλά δεν έφυγα. «Ψηφίζω υπέρ του θανάτου, γιατί θέλω να περνάω καλά, να μην υποφέρω. Και ο έρωτας σε κάνει να υποφέρεις. Με τον θάνατο ελευθερώνεσαι. Μήπως η λογοτεχνία δεν βρίθει από αυτόχειρες ερωτευμένους;» Πολύχρωμες φυσαλίδες χοροπήδησαν μέσα και έξω από το κεφάλι μου. Τον κοίταξα χαλαρή πια, σίγουρη ότι η συζήτηση θα συνεχιζόταν. Δεν έγινε έτσι. Ο καθηγητής μου αμίλητος, βολιδοσκοπούσε το ταβάνι. Ένιωσα όπως στα καφενεία με τον πολύ καπνό. Δεν μπορούσα να πάρω ανάσα. Όλα φάνταζαν μάταια. Ο Ρίλκε, ο θάνατος, ο έρωτας. Προπάντων ο έρωτας.

Διάβαζα αργά, κατανυκτικά, χωρίς στόμφο, σαν να μην υπήρχε κανείς. Μόνο στις παύσεις αισθανόμουν μια κάποια ανησυχία. Γιατί συστρεφόταν στην καρέκλα του και μουντζούρωνε τις σελίδες που είχε μπροστά του; Προσπαθούσα να μην αποσπώμαι, να επικεντρώνομαι στην απαγγελία. Παρ’ όλα αυτά, συνέβη. Στη μέση μάλιστα ενός καλού ποιήματος. Με ποιον τρόπο; Δεν γνωρίζω. Ούτε καν θυμάμαι πώς έφτασα στο δωμάτιο με τον καναπέ. Αν δηλαδή περπάτησα μόνη μου ή αν με έσυρε εκείνος. Ούτως ή άλλως, δεν έχει σημασία.

Πώς γίνεται στο λούνα παρκ, που σε εκσφενδονίζουν απότομα από τα ψηλά στα χαμηλά και στα μάτια σου χορεύουν πεταλουδίτσες; Έτσι ήταν. Τις άκουγα να βομβίζουν και κάτι βαρύ τραμπαλιζόταν στο σώμα μου. Άκουγα και έναν βρυχηθμό, ενόσω τα χέρια ψαχούλευαν το στήθος και μου τραβούσαν την κιλότα. Η σερβιέτα γλιστρούσε, ήταν η πρώτη μου μέρα, σε λίγο ο καναπές θα γέμιζε αίματα. Κάποτε η ρυθμική κίνηση επιταχύνθηκε και οι ανεστραμμένοι βολβοί, με το ασπράδι τους θαμπό, άγγιξαν το πρόσωπό μου. Ένα παχύρρευστο υγρό γλίστρησε στην κιλότα μου. Το ένιωθα καυτό στα μπούτια μου, ενώ μια διαπεραστική μυρωδιά με ανάγκασε να ανοίξω τα μάτια.

Το κίτρινο φόρεμα σηκωμένο ψηλά, μου έκρυβε τη θέα. Ήχοι έρχονταν από μακριά. Βήματα, πόρτες που κλείνουν, νερό που τρέχει. «Βγάλε το να σου το πλύνω» είπε και με σήκωσε καθιστή στον καναπέ. Τράβηξε από το κεφάλι το λεκιασμένο φόρεμα και έμεινα σχεδόν γυμνή. Όρθια στη μέση του δωματίου, με το σουτιέν και τη σερβιέτα να φουσκώνει μέσα στην κιλότα μου, τον είδα να απλώνει το κίτρινο λινό μου φόρεμα στη σιδερώστρα. Και ύστερα να το σιδερώνει σχολαστικά, να το γυρίζει από όλες τις πλευρές, για να μη μείνουν ζάρες. Το σήκωσε μπροστά στο παράθυρο και μου το έδειξε. Ήταν όπως και πριν. «Κανείς δεν θα καταλάβει τίποτα» είπε, καθώς με ξεπροβόδιζε.

Συνέχισα να γράφω ποιήματα, γιατί δεν μου έλειπαν οι αφορμές. Ή μάλλον το επιχείρησα. Κάθε φορά που με καταλάμβανε μια ζωηρή συγκίνηση, προσπαθούσα να τη μεταφέρω σε στίχους. Αλλά στις πρώτες κιόλας λέξεις ξεπηδούσε η μυρωδιά. Και από κοντά, όλα τα άλλα. Το σκοτεινό δωμάτιο, το λεκιασμένο μου φόρεμα, ο βρυχηθμός. Μόλις ανακοινώθηκαν τα αποτελέσματα των εξετάσεων, εγκατέλειψα τις ποιητικές μου φιλοδοξίες. Άρχισα να σκαρώνω τα πρώτα μου διηγήματα.

Η Έρση Σεϊρλή γεννήθηκε στον Πειραιά. Σπούδασε Ιστορία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και Ιστορία της Τέχνης στη Σορβόννη. Επίσης, ασχολήθηκε με τον κλασικό χορό και ακολούθησε χορευτική και χορογραφική καριέρα. Έχει γράψει τα βιβλία: Μικρές ανάγκες (Δελφίνι, 1992), Αν ήθελε να πει την αλήθεια (Εξάντας, 1994), Η αμηχανία του ισορροπιστή (Απόπειρα, 1998), Επιζήμιο εύρημα (Γαβριηλίδης, 2003), Νέοι άνδρες (Μεταίχμιο, 2008), Γράμμα στον εχθρό μου (Απόπειρα, 2013), Ρέκβιεμ (Απόπειρα, 2016), Γκρίζος Κύκνος (Σμίλη, 2020).

Keywords
Τυχαία Θέματα