«Μεγάλες προσδοκίες» του Geert Mak
Προδημοσίευση από το βιβλίο του Χέιρτ Μακ Μεγάλες προσδοκίες: Το όνειρο της Ευρώπης, 1999-2021 (μτφρ. Ινώ βαν Ντάικ-Μπαλτά), που θα κυκλοφορήσει στις 4 Απριλίου από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο.
Ορισμένοι ιστορικοί έχουν συγκρίνει αυτή την περίοδο [των δύο πρώτων δεκαετιών του 21ου αιώνα] της Ιστορίας με την αρχή του 16ου αιώνα, μια περίοδο αλλαγής παραδείγματος, όπως λέγεται.
έγιναν ξαφνικά «μουσουλμάνοι». Εξελίχθηκε σε θρησκευτική σύγκρουση, μια σχεδόν ανεπίλυτη διαμάχη.
Εκείνα τα χρόνια η σχέση με την πραγματικότητα άρχισε να παρουσιάζει μαγικά χαρακτηριστικά. Λαϊκιστές πολιτικοί λοιδορούσαν τακτικά την εμπεριστατωμένη επιστημονική έρευνα, ειδικά γύρω από το κλίμα – στην Ολλανδία μάλιστα προτάθηκε να καταργηθεί η επιχορήγηση του ξακουστού μετεωρολογικού ινστιτούτου ΚΝΜΙ επειδή τα αποτελέσματα όλων αυτών των ερευνών δεν άφηναν πια κανένα περιθώριο για οποιονδήποτε σκεπτικισμό σχετικά με το κλίμα. Τα «alternative facts» του αμερικανού προέδρου γίνονταν πρόθυμα αποδεκτά από τους οπαδούς του, και το ίδιο ίσχυε για τις δηλώσεις του Σαλβίνι στην Ιταλία και του Όρμπαν στην Ουγγαρία. Στην Πολωνία ένας βομβαρδισμός από τηλεοπτικά και διαδικτυακά ψέματα στοίχισε τη ζωή στον δήμαρχο του Γντανσκ Αντάμοβιτς. Σε ό,τι αφορά τη Μεγάλη Βρετανία: πολλές υποσχέσεις που δόθηκαν από τους υποστηρικτές του Brexit κατά την καμπάνια τους δεν είχαν πια καμία σχέση με οποιαδήποτε οικονομική και πολιτική πραγματικότητα. Ο βρετανός πολιτικός συγγραφέας Ουίλιαμ Ντέιβις χρησιμοποίησε σ’ αυτό το πλαίσιο τον όρο «ριζοσπαστική ανικανότητα», συνειδητή και εμφατική άγνοια, μια πράξη εκδίκησης κατά της ίδιας της τέχνης της διακυβέρνησης: «Δεν είναι μόνο μια επίπτωση δεκαετιών παγκοσμιοποίησης, είναι επίσης αντίδραση στη μορφή πολιτικής εξουσίας που έκανε δυνατή αυτή την παγκοσμιοποίηση». Μιας εξουσίας, πρόσθεσε, που σε ολοένα μεγαλύτερο βαθμό είχε απομακρυνθεί από το «τοπικό» και το «γηγενές».
Μαζί με την εγκατάλειψη της λογικής συντελέστηκε και μια υποβάθμιση όλου του πεζού καθημερινού κυβερνητικού έργου, του επαγγελματισμού των διπλωματών, του εξαιρετικά σημαντικού πλην καθόλου θεαματικού μόχθου πίσω από τα παρασκήνια. Ήταν χαρακτηριστικό της παραπλάνησης όλων των λαϊκιστών: αγνοούσαν προβλήματα, επιπλοκές και διαβολικά διλήμματα. Στη μακρόχρονη πολιτική του καριέρα ο Χέιρτ Βίλντερς κρατήθηκε σχολαστικά έξω από το κυβερνητικό έργο, οι υποστηρικτές του Brexit δεν είχαν κανένα σχέδιο όταν ξεκίνησαν τις διαπραγματεύσεις στις Βρυξέλλες, στην Ουκρανία ο ηθοποιός Βολοντίμιρ Ζελένσκι δέχτηκε να εκλεγεί πρόεδρος ενώ περηφανευόταν για την απόλυτη έλλειψη πείρας του σε διοικητικά και πολιτικά θέματα. Ο Ματέο Σαλβίνι ήταν επισήμως υπουργός Εσωτερικών της Ιταλίας, αλλά στα μέσα του 2019 είχε περάσει ακριβώς δεκαεφτά μέρες στο υπουργείο του. Το υπόλοιπο αυτών των έξι μηνών αυτός ο «Σελφίνι» ήταν απασχολημένος με τα προεκλογικά του σόου.
Αυτή η υποβάθμιση συνδεόταν με τον παροπλισμό του ίδιου του δημόσιου τομέα που, υπό το έμβλημα των μέτρων λιτότητας, έκανε θραύση σ’ ολόκληρη την Ευρώπη. Στη Μεγάλη Βρετανία προκάλεσε μεγάλη ζημιά στην «κοινωνική υποδομή» –πάρκα, παμπ, βιβλιοθήκες–, κυρίως στις φτωχές περιφέρειες και αντίστοιχες γειτονιές στις πόλεις. Το Βέλγιο είδε –και δεν είναι παρά ένα από τα πολλά παραδείγματα– μια γρήγορη εξάπλωση της ιδιωτικής πισίνας, ενώ όλο και περισσότερες δημόσιες πισίνες έκλειναν, μεταξύ 2006 και 2017 σχεδόν το 20 τοις εκατό. Στην Ανατολική Γερμανία συναντούσα τακτικά φοβισμένους ηλικιωμένους: ποιες περικοπές κρέμονταν ακόμα πάνω απ’ το κεφάλι τους, μετά τα μέτρα λιτότητας του «Χαρτς 4»; Βρίσκονταν σε πλήρες αδιέξοδο.
Και η ανισότητα μεγάλωσε αισθητά αυτά τα χρόνια, ειδικά μετά την τραπεζική κρίση του 2008. Δημιουργήθηκε, κυρίως στα νότια κράτη μέλη, μια νέα τάξη φτωχών: νέοι με καλές σπουδές που δεν έβρισκαν δουλειά, που εξαρτόνταν από σκόρπιες και κακοπληρωμένες δουλίτσες από τις οποίες αδυνατούσαν να ζήσουν, που γι’ αυτόν τον λόγο αναγκάζονταν να ζητήσουν βοήθεια από συγγενείς, φίλους ή φιλανθρωπία καΙ που δεν ήταν πια σε θέση να χτίσουν μια καριέρα, κάτι που για τη γενιά των γονιών τους ήταν ακόμη απολύτως φυσιολογικό. Χαρακτηριστική ήταν η κατάσταση στην Ιταλία κατά την πολιτική κρίση το καλοκαίρι του 2019: βουλευτές του κινήματος Πέντε Αστέρων, συχνά με ένα παρελθόν ανεργίας, ήταν διατεθειμένοι να συνεργαστούν σε σχεδόν οποιονδήποτε συνασπισμό, επειδή έτρεμαν μην τυχόν χάσουν αλλιώς την καλοπληρωμένη βουλευτική τους έδρα.
Αναφορικά μ’ αυτό ο ελβετός συγγραφέας Ροζέ ντε Βεκ μίλησε για «ανα- νεωμένη αριστοκρατικοποίηση» της δυτικής μας κοινωνίας. Εδώ επρόκειτο για αριστοκρατίες με τη χείριστη έννοια της λέξης: ελίτ που δεν είναι διατεθειμένες να λογοδοτήσουν σε οποιονδήποτε, που δεν είναι διατεθειμένες να δεχτούν ότι σε κάθε κοινωνία η περιουσία συνεπάγεται ευθύνες και καθήκοντα και που, ειδικά στον ημι-δημόσιο τομέα, συχνά αισθάνονται μάλιστα υπεράνω των νομοτελειών της αγοράς και του κεφαλαίου.
Σ’ αυτή την παρακμή του νεοφιλελευθερισμού είδαμε παντού να ξεφυτρώνουν τέτοιοι λήσταρχοι, σε τοπικό, εθνικό και διεθνές επίπεδο, συχνά με μια αποσβολωτική υπεροψία. Κυρίως στον χρηματοοικονομικό κόσμο και ειδικά κατά την κρίση του 2008 έκαναν εντύπωση η ξεδιάντροπη πλεονεξία και η απόλυτη έλλειψη υπευθυνότητας αυτής της καινούργιας κάστας– που από πάνω υπέσκαπταν τα μάλα κάθε civil society. Γι’ αυτό πολλοί άνθρωποι στράφηκαν κατά του «συστήματος» αυτού καθαυτό. Είχαν την αίσθηση ότι εκεί δεν έπαιζαν πια κανένα ρόλο, ότι κανείς δεν τους πρόσεχε πια, και είχαν δίκιο.
{loadmodule mod_adsence-inarticle-makri} {loadposition adsence-inarticle-makri}
Αυτές οι δύο δεκαετίες αποτέλεσαν, κοντολογίς, μια περίοδο γρήγορων και ριζικών αλλαγών. Αλλά η αντίδραση σ’ αυτές, η νοσταλγία, ήταν εκείνα τα χρόνια ίσως η ισχυρότερη δύναμη. Η νοσταλγία είναι ένα σοβαρό θέμα, είναι μια μορφή νόστου, όχι στον χώρο αλλά στον χρόνο, ένα θεμελιώδες αίσθημα αλλοτρίωσης. Στην αρχή αυτού του αιώνα ο γάλλος πολιτικός στοχαστής Ντομινίκ Μοϊσί έγραφε ότι ο κόσμος δεν βρίσκεται πλέον αντιμέτωπος με μια clash of civilisations αλλά με μια clash of emotions: μια κουλτούρα ελπίδας στην Κίνα και την υπόλοιπη Ασία, μια κουλτούρα ταπείνωσης στον αραβικό και μουσουλμανικό κόσμο, και μια κουλτούρα φόβου στη Δύση. Εκεί ο φόβος είχε πάρει παντού τη θέση της εμπιστοσύνης: φόβος για τον άλλον, φόβος για το μέλλον και ένας ενδόμυχος φόβος για την απώλεια ταυτότητας σε έναν όλο και πιο πολύπλοκο κόσμο.
Το ευρωπαϊκό εγχείρημα αποδείχθηκε εξαιρετικά δεκτικό σ’ αυτόν τον τελευταίο φόβο. Το φαινόμενο ήταν παντού ορατό: οι μεγάλες προσδοκίες της αρχής αυτού του αιώνα είχαν μεταστραφεί σε μια νοσταλγική λαχτάρα για ένα σπιτικό που, για να πούμε την αλήθεια, ποτέ δεν υπήρξε στην πραγματικότητα. Η ΕΕ είχε αποκτήσει κάτι το απεριόριστο, κυριολεκτικά και μεταφορικά, κάτι απέραντο, και αυτή η απροβλεψιμότητα μετέτρεπε τους ευρωπαίους πολίτες σε φοβισμένους φυγάδες, φυγάδες προς το παρελθόν, συχνά και προς την ψευδαίσθηση αυτού του ασφαλούς κράτους έθνους του 19ου αιώνα. Η Ευρώπη, που λιγότερο από έναν αιώνα πριν ήταν ακόμη καθοριστική για την τότε παγκόσμια τάξη, είχε γίνει εσωστρεφής, σε μια εποχή όπου σε παγκόσμιο επίπεδο η ΕΕ στεκόταν μπροστά σε μια σειρά πρωτόγνωρων και κρίσιμων επιλογών.
Η Ευρώπη αιωρούνταν στο κενό μεταξύ ενός παρελθόντος το οποίο ήθελε να νικήσει και ενός μέλλοντος του οποίου ακόμα δεν είχε χαράξει τις γραμμές, ήταν η άποψη του Χένρι Κίσινγκερ το 2014 στο κύκνειο άσμα του Παγκόσμια Τάξη. Ούτε φυσικά είχε ορίσει τον δικό της μελλοντικό ρόλο σ’ αυτό. Για πολλούς Ευρωπαίους, και για εκείνους που σκέφτονταν με διεθνείς όρους, η ΕΕ και η επιβίωσή της έμοιαζαν να είναι οι μόνοι γεωπολιτικοί στόχοι που μπορούσαν να φανταστούν για την Ευρώπη. Και έγινε όνειρο που βγήκε αληθινό: ειρήνη, εδώ και γενιές, και μια ολοένα αυξανόμενη ευημερία. Αλλά πώς θα ήταν ο υπόλοιπος κόσμος, ποιον ρόλο θα έπρεπε να παίξει η Ευρώπη σ’ αυτόν, πώς ιδίως η ιδιαίτερη σχέση με τη Ρωσία έπρεπε να πάρει καινούργια μορφή, πώς η ήπειρος έπρεπε να χειριστεί την ολοένα αυξανόμενη μεταναστευτική πίεση από τη διαλυμένη Μέση Ανατολή και την Αφρική με τον υπερπληθυσμό της, για όλα αυτά τα γεωπολιτικά ζητήματα δεν υπήρχε ακόμη ούτε η αρχή μιας απάντησης.
«Today, it cannot be denied» έγραφε ο Πανκάτζ Μίσρα στα τέλη του 2020 «that the major developments within Anglo-America – from deunionization, increased corporate clout, and the outsourcing of jobs to extreme inequality and white supremacist upsurge – cannot be explained without reference to the risk of China as a manufacturing giant and aggressively nationalist world power» [Σήμερα κανείς δεν μπορεί να αρνείται το γεγονός ότι οι σημαντικές εξελίξεις στην αγγλόφωνη Αμερική – από την κατάργηση των εργατικών σωματείων, την αυξημένη δύναμη των εταιρειών και την εκτός εταιρείας ανάθεση εργασιών έως την ακραία ανισότητα και την άνοδο λευκών ρατσιστικών ομάδων – δεν μπορούν να εξηγηθούν χωρίς αναφορά στον κίνδυνο της ανόδου της Κίνας ως κατασκευαστικού γίγαντα και επιθετικά εθνικιστικής παγκόσμιας δύναμης.]. Οι δυτικοί στοχαστές και πολιτικοί πρέπει, όπως τόνισε, επιτέλους να εγκαταλείψουν αυτό το «structure of preconceptions on which a parochial West-centric view has long been based». Κοντολογίς: «Understanding the contemporary world requires a truly global perspective» [το σχήμα προκαταλήψεων πάνω στο οποίο μια στενόμυαλη δυτικοκεντρική άποψη βασίστηκε για πολύ καιρό. […] Για να καταλάβει κανείς τον σύγχρονο κόσμο χρειάζεται μια αληθινά παγκόσμια προοπτική].
Τακτικά οι ερευνητές του Ευρωβαρόμετρου έθεταν στους ευρωπαίους πολίτες το ερώτημα: περιμένετε για τα παιδιά σας ένα καλύτερο μέλλον από το δικό σας; Γύρω στο 1999 η απάντηση ήταν ένα συντριπτικό ναι. Είκοσι χρόνια αργότερα η απάντηση στην ίδια ερώτηση ήταν ένα συντριπτικό όχι.
Έτσι είναι τώρα η κατάσταση της πραγματικής Ευρώπης. Υπάρχουν στιγμές όπου οι πολιτικοί υπερβαίνουν τον εαυτό τους και τις ίδιες τετριμμένες συμπεριφορές τους. Η ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα το 1952 ήταν μια τέτοια στιγμή – και η μικρή ομαδούλα πρωτοπόρων του τότε το συνειδητοποιούσε πολύ καλά. Η εμβάθυνση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, που κατέληξε στη Συνθήκη του Μάαστριχτ και την Ευρωπαϊκή Ένωση, ήταν κι αυτή μια παρόμοια διαδικασία, καθοδηγούμενη και υποκινούμενη από οραματικούς και ενίοτε θαρραλέους διπλωμάτες και πολιτικούς ηγέτες. Το κατά πόσο κάτι τέτοιο θα είναι εφικτό τα ερχόμενα χρόνια παραμένει ένα ερώτημα.
- Δημοφιλέστερες Ειδήσεις Κατηγορίας Ψυχαγωγία
- 5 κόλπα για το πλύσιμο των ρούχων που θα σας λύσουν τα χέρια!
- Η Γη της Ελιάς: Η Αναστασία βρίσκει αναίσθητο στο πάτωμα τον Ισίδωρο
- Η Kaia Gerber έγινε… Kendall Jenner – Το νέο κόκκινο χρώμα στα μαλλιά της είναι η απόλυτη τάση
- TV Guide: Τι θα δούμε στην τηλεόραση την Tετάρτη 30 Mαρτίου
- Ηνωμένο Βασίλειο: Παραιτήθηκε από την προεδρία της Εταιρείας Συγγραφέων ο Φίλιπ Πούλμαν
- Πού να πάμε σήμερα: 5 προτάσεις για θέατρο και συναυλίες για την Τετάρτη 30 Μαρτίου
- Ρούντολφ Στάινερ
- Δημοφιλέστερες Ειδήσεις Diastixo
- Τελευταία Νέα Diastixo
- «Μεγάλες προσδοκίες» του Geert Mak
- Ηνωμένο Βασίλειο: Παραιτήθηκε από την προεδρία της Εταιρείας Συγγραφέων ο Φίλιπ Πούλμαν
- Ρούντολφ Στάινερ
- Κ. Λογαράς, G. Milton, L. Berlin, Γ. Βέης, Γ. Δουατζής, Ν. Λέκκα
- Πέμπτη Εποχή των αοράτων
- Βάζοντας τάξη στη χώρα μας
- Συλλογικό έργο: «Οδηγός δημιουργικής γραφής του Cambridge»
- Fabiano Massimi: συνέντευξη στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη
- «Club 23.4» του Ντίνου Γιώτη
- Φεστιβάλ Παιδικού Βιβλίου στη Δημοτική Αγορά της Κυψέλης, 2-3 Απριλίου
- Τελευταία Νέα Κατηγορίας Ψυχαγωγία
- 5 κόλπα για το πλύσιμο των ρούχων που θα σας λύσουν τα χέρια!
- Πού να πάμε σήμερα: 5 προτάσεις για θέατρο και συναυλίες για την Τετάρτη 30 Μαρτίου
- Η Kaia Gerber έγινε… Kendall Jenner – Το νέο κόκκινο χρώμα στα μαλλιά της είναι η απόλυτη τάση
- TV Guide: Τι θα δούμε στην τηλεόραση την Tετάρτη 30 Mαρτίου
- Σασμός: Το Twitter υποκλίθηκε στην «Καπετάνισσα» και τον «Αστέρη»
- Κερδίστε διπλές προσκλήσεις για την παράσταση «Πήτερ Παν και Τίνκερμπελ» στις 3/4
- Κερδίστε 5 διπλές προσκλήσεις για την παράσταση «Πινόκιο» στις 2/4
- Η Sharon Stone θα είναι villain στην νέα ταινία της DC – Cineramen
- O Jim Carrey “τα χώνει” για το… άηδιαστικό standing ovation στον Will Smith – Cineramen