Νίκος Ψιλάκης

«Ό,τι χάθηκε μένει για πάντα. Όπως τα μέλη των ακρωτηριασμένων. Λείπουν, αλλά εκείνοι τα νιώθουν παρόντα. Να μουδιάζουν, να πονούν...».

Λόγια του Φίλιππου Δαμιλά, κεντρικού ήρωα στο μυθιστόρημα Η κραυγή των απόντων. Γέροντας πια, ανακαλεί την περασμένη ζωή του, τις μεγάλες στιγμές που συμπίπτουν με τα κορυφαία γεγονότα ενός ολόκληρου αιώνα. Όλα τα έχει ζήσει! Τα περισσότερα τα έχει απαθανατίσει κιόλας με τον φακό του.

{loadmodule mod_adsence-inarticle-makri} {loadposition adsence-inarticle-makri}

«Ξέρω πως δεν κάνω τίποτ’ άλλο παρά να ταξινομώ το παρελθόν σε κεφάλαια»

ψιθυρίζει καθώς προσπαθεί να μάθει άγνωστες πτυχές των περασμένων εποχών, ακόμη και άγνωστες πτυχές της δικής του ζωής. «Μήπως αυτό είναι τελικά η ιστορία; Να βάζεις σε τάξη το χτες και ν’ αναζητάς τη σχέση του με το σήμερα;»

Ιστορικό μυθιστόρημα είναι Η κραυγή των απόντων, με πρωταγωνιστές ανθρώπους καθημερινούς, εκείνους που γνωρίζουν την πείνα, τη δίψα, τον πόνο, την εξορία, την ομηρία, το τραύμα. Και τον έρωτα, βέβαια. Και την ελπίδα. Ακόμη και στις πιο δύσκολες εποχές, η ζωή δεν σταμάτησε να γυρεύει το μερτικό της.

Προσπάθησα να δώσω φωνή σ’ εκείνους που δεν θ' απασχολήσουν ποτέ τις σελίδες της Ιστορίας. Σ’ έναν Έλληνα στρατιώτη που τον φορτώνουν σε τρένο και τον μεταφέρουν σε ξένη πατρίδα, σε μια Γερμανίδα διερμηνέα που βιώνει την ακινησία των χαρακωμάτων, σ’ έναν ορεσίβιο Κρητικό φυγάδα που δεν δέχεται να τον πουν λιποτάκτη, σ’ έναν στρατιωτικό ιερέα που προσπαθεί να περιγράψει τα όρια της ανθρώπινης ελευθερίας.

Ο βασικός ήρωας είναι Έλληνας μετανάστης στην Αμερική, αλλά εγκαταλείπει τη δουλειά του και επιστρέφει για να πολεμήσει ως εθελοντής στους Βαλκανικούς Πολέμους. Αργότερα κατατάσσεται στον στρατό και βιώνει ολόκληρη την περιπέτεια του ελληνικού διχασμού. Τη στιγμή που έχει ξεσπάσει ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος και οι Βούλγαροι εισβάλλουν στη Μακεδονία, ένα ολόκληρο Σώμα Στρατού φορτώνεται σε τρένα και εξορίζεται στη Γερμανία με εντολή του βασιλικού περιβάλλοντος. Οδηγείται σε μια μικρή πόλη της Σιλεσίας έρημη από άντρες. Οι νέοι Γερμανοί βρίσκονται επίστρατοι στα χαρακώματα και οι Έλληνες φαντάροι αναδεικνύονται περιζήτητοι εραστές. Πρόκειται για ένα τεκμηριωμένο ιστορικό γεγονός, που αλλάζει την καθημερινότητα της γερμανικής πόλης. Αυτή την καθημερινότητα έρχεται να επικουρήσει η μυθοπλασία. Επινοημένα τα ονόματα, πραγματικός ο καμβάς της αφήγησης, πραγματικά και τα γεγονότα. Η Ελλάδα μπαίνει τελικά στον πόλεμο χωρίς το πιο αξιόμαχο κι ετοιμοπόλεμο τμήμα του στρατού της.

Σεβάστηκα το ιστορικό υπόβαθρο ακόμη και στις πιο μικρές λεπτομέρειες κι έβαλα τους ήρωές μου να περιδιαβαίνουν τις δαιδαλώδεις ατραπούς που οδηγούσαν στο άδηλο. Είναι μαγικός ο διάλογος της ιστορίας με τη λογοτεχνία. Και της μυθοπλασίας με την πραγματικότητα. Κι αν ο έρωτας διατρέχει τις σελίδες της αφήγησης, είναι γιατί η ζωή δεν μπορεί και δεν πρέπει να περιμένει. Κάποτε ο μεγάλος έρωτας μπορεί να ξεκινήσει από μια ματιά, από ένα χαμόγελο, ίσως και από μια εικόνα ή κι από ένα πορτρέτο κάποιου μαθητευόμενου φωτογράφου. Όταν ο νεαρός φωτογράφος παρατηρεί το πορτρέτο μιας άγνωστης κοπέλας, υποτάσσεται στο θλιμμένο χαμόγελό της.

{jb_quote}Προσπάθησα να δώσω φωνή σ’ εκείνους που δεν θ' απασχολήσουν ποτέ τις σελίδες της Ιστορίας.{/jb_quote}

Είναι δύσκολο να αναπλάθεις εποχές, να ανιχνεύεις νοοτροπίες, να αναζητάς κοινωνικές συμβάσεις και να διαχειρίζεσαι συναισθήματα. Κυρίως όταν βλέπεις έναν πατέρα αντιμέτωπο με τον γιο του στον πόλεμο και προσπαθείς να διεισδύσεις στα άδυτα της ψυχής του, και προσπαθείς να μιλήσεις για τις εσωτερικές συγκρούσεις και τα διλήμματα. Αυτές οι συγκρούσεις κι αυτά τα διλήμματα αποτέλεσαν κεντρικό πυρήνα του μυθιστορήματος. Δύσκολα διαχειρίσιμο το υλικό, αλλά με βοήθησαν οι μνήμες των άλλων, οι μαρτυρίες, οι επιστολές και τα ημερολόγια των φαντάρων που μελέτησα πριν αρχίσω τη συγγραφή, ανέκδοτα στο σύνολό τους. Μέσα απ’ όλα αυτά διέκρινα καθαρά τον άνθρωπο. Τις μικρές ιστορίες που συγκροτούν τη μεγάλη. Τον έρωτα και το πάθος, τη δίψα για ελευθερία, την εσωτερική πάλη, την καθαρτική δύναμη της τέχνης, της κάθε μορφής τέχνης, της ζωγραφικής, της φωτογραφίας, της ποίησης. Και εν τέλει το ήθος, την αναζήτηση μιας αχτίνας φωτός, που ευτυχώς υπάρχει και πάντα θα υπάρχει στον μέσα μας κόσμο.

Δίνω πάλι τον λόγο στον Φίλιππο: «Το έμαθα πια. Ο μεγαλύτερος πόλεμος είναι αυτός που γίνεται μέσα μας... Και τώρα που επιστρέφω στα παλιά, δεν βρίσκω ούτε μια σταλιά ουρανό ν’ ακουμπήσω». Απελπισία; Όχι βέβαια! Όλοι έχουν δικαίωμα στο όνειρο: «Κι ύστερα πάλι το συλλογιέμαι και λέω στον εαυτό μου ότι στα όνειρα δεν μπαίνουν φραγμοί, ούτε ο χρόνος τα σκιάζει ούτε οι ρυτίδες τα σβήνουν».

Ένα λογοτεχνικό έργο ολοκληρώνεται μόνο μετά την ανάγνωσή του. Τότε που κάθε αναγνώστης μπορεί να αποκρυπτογραφήσει φωνές και νοήματα, τότε που μπορεί να συλλογιστεί μαζί με τον Φίλιππο Δαμιλά ότι το παρόν είναι του παρελθόντος παιδί. Και το μέλλον, παιδί του παρόντος...

Η κραυγή των απόντων
Νίκος Ψιλάκης
Καρμάνωρ
464 σελ.
ISBN 978-960-7448-57-6
Τιμή €15,90

Keywords
Τυχαία Θέματα