«Ομηρία» της Clare Mackintosh

10:17 7/4/2022 - Πηγή: Diastixo

Προδημοσίευση από το αστυνομικό μυθιστόρημα της Κλερ Μάκιντος Ομηρία (μτφρ. Βάσια Τζανακάρη), που θα κυκλοφορήσει στις 14 Απριλίου από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο.

{loadmodule mod_adsence-inarticle-makri} {loadposition adsence-inarticle-makri}

ΘΕΣΗ 5J


Με λένε Σάντρα Ντάνιελς, κι όταν μπήκα στην Πτήση 79, άφησα πίσω την παλιά μου ζωή.
Δεν νομίζω ότι θα είχα σκεφτεί καν να μπω στο αεροπλάνο εάν δεν ήταν ο άντρας

μου. Λένε ότι τα θύματα ενδοοικογενειακής βίας κάνουν κατά μέσο όρο έξι απόπειρες να φύγουν προτού τα καταφέρουν. Εγώ έφυγα μία φορά. Μερικές φορές σκέφτομαι τον μέσο όρο. Τις γυναίκες που προσπάθησαν οχτώ φορές. Δέκα. Είκοσι.
Εγώ έφυγα μία φορά μόνο γιατί ήξερα ότι, αν δεν το έκανα όπως έπρεπε, θα με έβρισκε. Κι αν με έβρισκε, θα με σκότωνε.
Λένε ότι τα θύματα δέχονται τριάντα πέντε επιθέσεις κατά μέσο όρο προτού καλέσουν την αστυνομία. Αναρωτιέμαι πώς να είναι κάτι τέτοιο, να σε έχουν χτυπήσει μόνο τριάντα πέντε φορές. Όχι ότι τις μετρούσα (έτσι κι αλλιώς, πάντα ήμουν χάλια στα μαθηματικά), αλλά ακόμα κι εγώ ξέρω ότι δύο ή τρεις φορές την εβδομάδα επί τέσσερα χρόνια και βάλε είναι πολύ περισσότερες φορές από τριάντα πέντε. Αν και ίσως εννοούν τα πολύ χοντρά –σπασμένα κόκαλα, χτυπήματα στο κεφάλι που σε κάνουν να βλέπεις αστράκια– και όχι τα χαστούκια ή τα τσιμπήματα. Αυτά μάλλον δεν μετράνε. Κλασική Σάντρα: υπερβάλλω ξανά.
Το φταίξιμο δεν ήταν αποκλειστικά του Χένρι. Θέλω να πω, το ξέρω ότι είναι λάθος να χτυπάς κάποιον –φυσικά και είναι λάθος–, αλλά είχε χάσει τη δουλειά του, κι αυτό επηρεάζει έναν άντρα, έτσι δεν είναι; Να είναι αναγκασμένος να βασίζεται στο εισόδημα της γυναίκας του. Να πρέπει εκείνος να μαγειρέψει, να καθαρίσει την τουαλέτα και να περιμένει να έρθει ο τεχνικός του πλυντηρίου.
Δεν ήταν δίκαιο. Όπως έλεγε ο Χένρι, εκείνος αγαπούσε τη δουλειά του, ενώ εγώ την έκανα κατά τύχη. Για μένα ήταν δουλειά, όχι καριέρα. Ο Χένρι πρόκοβε, ενώ εγώ είχα κολλήσει. Εκείνος έχαιρε σεβασμού, μια και ήταν τόσο καλός σε αυτό που έκανε. Ενώ εγώ… Μου είχε πει τι είχε ακούσει να λέγεται για μένα στο μπαρ εκείνη τη φορά που είχε έρθει στο χριστουγεννιάτικο πάρτι μας.
Ύστερα απ’ αυτό σταμάτησα να πηγαίνω για ποτό με τους συναδέλφους. Πώς μπορούσα, όταν ήξερα τι γνώμη είχαν; Χαζή. Άσχημη. Ανίκανη. Δεν ήταν κάτι που δεν το φανταζόμουν, υποθέτω, αλλά σε κανέναν δεν αρέσει να επιβεβαιώνονται οι υποψίες του, έτσι δεν είναι; Οι συνάδελφοί μου, βέβαια, συνέχισαν να τηρούν τα προσχήματα, αυτό τους το αναγνωρίζω. Ήταν όλο χαμόγελα και «Πώς πέρασες το Σαββατοκύριακο;» και «Σίγουρα δεν θέλεις να έρθεις;». Έλεγα συνέχεια ότι είχα δουλειά, ώσπου σταμάτησαν να μου προτείνουν να βγούμε.
Όταν ο Χένρι ξαναβρήκε δουλειά, ένιωσα ευγνώμων που μου πρότεινε να παραιτηθώ. Αμφέβαλλα πολύ αν θα έλειπα σε κανέναν. Ήταν, από πολλές απόψεις, μια καινούργια αρχή και, παρόλο που δεν το είχαμε συζητήσει, ήμουν σίγουρη ότι ο Χένρι θα έπαυε να είναι τόσο κακοδιάθετος. Θα μπορούσα να τον στηρίξω περισσότερο, αφού δεν θα δούλευα, και, εκτός από το νοικοκυριό και το μαγείρεμα, θα μπορούσα να γραφτώ στο γυμναστήριο ή να παρακολουθήσω σεμινάρια ζωγραφικής. Μπορεί να έκανα και καινούργιους φίλους.
Ο Χένρι έτυχε να δει μια διαφήμιση για διαδικτυακή γυμναστική. Κόστιζε λιγότερο από το γυμναστήριο και δεν θα χρειαζόταν να παίρνω το αυτοκίνητο για να πάω. Φυσικά. Ήταν απολύτως λογικό. Ωστόσο ξεκίνησα τη ζωγραφική μου. Ήμουν φρικτή! Πραγματικά. Η πρώτη μας εργασία ήταν ένα σχέδιο με μολύβι, συγκεκριμένα ένα βάζο, και, όπως είπε ο Χένρι, αυτό που έφτιαξα θα μπορούσε να είναι οτιδήποτε. Δεν ξαναπήγα. Χαζομάρα μου και που δοκίμασα. «Γέρικο γαϊδούρι περπατησιά δεν αλλάζει» που λένε.
Έκανα όμως φίλους. Στο Facebook – αν είναι δυνατόν. «Ψεύτικους φίλους» τους έλεγε ο Χένρι, αν και από πολλές απόψεις ήταν πιο αληθινοί από τους γύρω μου. Από το ζευγάρι που έμενε δίπλα, για παράδειγμα, ή από τη γυναίκα που έφερνε τους καταλόγους της Avon και μερικές φορές καθόταν να πιει έναν καφέ. Μιλούσα μαζί τους, με τους «ψεύτικους φίλους» μου. Πρώτα για το καθάρισμα –ήμασταν σε μια ομάδα όπου μοιραζόμασταν έξυπνες συμβουλές για το νοικοκυριό–, αλλά ξέρεις πώς είναι. Έρχεσαι κοντά. Στέλνεις ευχές σε γενέθλια, τέτοια πράγματα. Πριν το καταλάβω, αρχίσαμε να στέλνουμε μηνύματα:
– Δεν θα έπρεπε να σου φέρεται έτσι.
Κάπου μέσα μου το ήξερα, αλλά το γεγονός ότι το έλεγε κάποιος άλλος έκανε τη σκέψη να ριζώσει. Την επόμενη φορά που με χτύπησε πήγα κατευθείαν στον υπολογιστή.
– Το ξανάκανε.
– Πρέπει να φύγεις.
– Δεν μπορώ.
– Μπορείς.
Λένε ότι μία στις τέσσερις γυναίκες θα υποστεί κάποιας μορφής ενδοοικογενειακή βία στη διάρκεια της ζωής της. Το ένα τέταρτο όλων των γυναικών.
Κοιτάζω ολόγυρα και μετράω τις συνεπιβάτιδες. Στατιστικά, τουλάχιστον πέντε γυναίκες στην καμπίνα της διακεκριμένης θέσης έχουν υποστεί –ή πρόκειται να υποστούν– ξυλοδαρμό από τους συντρόφους τους. Η σκέψη είναι φρικτή και παρηγορητική ταυτόχρονα.
Ίσως εκείνη η ηλικιωμένη… Έχει ζωηρό βλέμμα, αλλά τα μάτια της γυάλιζαν από τα δάκρυα όταν μίλησε στην αεροσυνοδό. Μήπως κι αυτή το ’χει βάλει στα πόδια;
Ή η γυναίκα εκείνου του ποδοσφαιριστή –όλοι τον αναγνωρίσαμε–, κι ας είναι κρεμασμένη πάνω του, άψογη, με τα λαμπερά μαλλιά και τα σκουρόχρωμα χείλη της. Άλλωστε ποτέ δεν ξέρεις τι συμβαίνει πίσω από κλειστές πόρτες. Κανείς δεν ήξερε τι συνέβαινε πίσω από τη δική μου πόρτα.
Κάποια από το πλήρωμα;
Γιατί όχι; Η ενδοοικογενειακή βία δεν κάνει διακρίσεις. Κοιτάζω τα ονόματα στα ταμπελάκια τους και κάνω μαντεψιές. Μήπως η Κάρμελ είναι θύμα; Μήπως η Μίνα; Η Μίνα χαμογελάει πλατιά, αλλά μόλις σκύβει πίσω από την κουρτίνα το χαμόγελο εξαφανίζεται. Κάτι τη βασανίζει. Δεν μοιάζει με θύμα, αλλά ούτε εγώ πίστευα ότι έμοιαζα με θύμα, δεν πίστευα καν ότι ήμουν θύμα, μέχρι που οι φίλες μου με βοήθησαν να δω πώς είχαν τα πράγματα.
Είναι δύσκολο να βρω λέξεις για να περιγράψω πώς νιώθω γι’ αυτές τις «ψεύτικες φίλες» που κορόιδευε ο Χένρι.
Πώς ευχαριστείς κάποιον που σου έσωσε τη ζωή;
Γιατί αυτό έκαναν. Μου άνοιξαν τα μάτια και είδα τι μου έκανε, και μου ξανάδωσαν την αυτοπεποίθηση που είχα χάσει.
Όταν η Πτήση 79 απογειώθηκε, χαλάρωσα πρώτη φορά μέσα σε δεκαπέντε χρόνια. Ο Χένρι δεν θα με ακολουθήσει στο Σίντνεϊ. Δεν θα με βρει ποτέ.
Επιτέλους, είμαι ελεύθερη.

5
3.00 μ.μ. / ΑΝΤΑΜ


Η συνάντησή μου με την επιθεωρήτρια Μπάτλερ με έκανε να χάσω παντελώς τη συγκέντρωσή μου. Για κάθε κατάθεση που έπαιρνα χρειαζόμουν τον διπλάσιο χρόνο.
«Είστε καλά;»
Η πρώτη μου μάρτυρας κοίταξε τα ορνιθοσκαλίσματα που είχα κάνει με το τρεμάμενο χέρι μου και κούνησε το κεφάλι της ανήσυχη.
Το πήρα στην πλάκα –«Νομίζω ότι εγώ πρέπει να το ρωτήσω αυτό»–, αλλά την είδα που κοίταζε γεμάτη νευρικότητα το χαρτί που συμπλήρωνα με την κατάθεσή της και, όταν της τη διάβασα, υπήρχαν τόσο πολλά λάθη, που ξανάρχισα από την αρχή. Το κινητό μου ήταν στο αθόρυβο και είχα είκοσι εφτά αναπάντητες. Το εικονίδιο του τηλεφωνητή αναβόσβηνε κόκκινο. Πόσος χρόνος χρειάζεται για να βγάλεις έναν αναλυτικό λογαριασμό; Πόσο θα πάρει στην Μπάτλερ να τον κοιτάξει, να δει τον ίδιο αριθμό ξανά και ξανά, με τα ψηφία στην τελευταία στήλη να εμφανίζονται όλο και πιο συχνά; Πόσο θέλει να λήξει μια καριέρα που σου πήρε χρόνια να χτίσεις;
Φεύγω αργά από το γραφείο, κάνω δύο φορές τον γύρο της πόλης με την ελπίδα να βρω θέση πάρκινγκ, προτού εγκαταλείψω την προσπάθεια και γυρίσω στο σπίτι. Το χασομέρι μου σημαίνει ότι πρέπει να τρέξω για να πάρω τη Σοφία, με το χιόνι να δυσκολεύει τα βήματά μου. Κόβω δρόμο μέσα από το προαύλιο της εκκλησίας, αγνοώντας τις πινακίδες, και προσπερνάω μερικές γυναίκες που έρχονται από την αντίθετη κατεύθυνση, με τα παιδιά τους να κρατάνε τις ζωγραφιές τους στα χέρια. Γαμώτο. Αν αργήσεις, στέλνουν τα παιδιά στο ολοήμερο τμήμα και σε χρεώνουν πέντε λίρες για το προνόμιο, ακόμα και για πέντε λεπτά. Δεν είναι πολλά τα χρήματα, αλλά αυτήν τη στιγμή δεν έχω.
Όταν μπαίνω τρέχοντας έχουν περάσει εννιά λεπτά.
«Κύριε Χόλμπρουκ». Η δεσποινίς Τζέσοπ συνοφρυώνεται, σίγουρα σκέφτεται πώς να μου πει ότι πρέπει να τα σκάσω. «Δυστυχώς τη Σοφία την έχουν πάρει».
«Ποιος;»
Όχι η Μίνα, η πτήση της έφυγε πριν από το μεσημέρι.
«Η Μπέκα. Η μπέιμπι σίτερ σας» συμπληρώνει, σαν να το είχα ξεχάσει. «Δεν σας το είπε η κυρία Χόλμπρουκ;»
Τη φαντάζομαι να φυλάει το κουτσομπολιό για να το μοιραστεί στην αίθουσα των δασκάλων. Τα πράγματα πρέπει να είναι πολύ άσχημα ανάμεσα στους γονείς της Σοφίας. Νομίζω ότι δεν μιλάνε καν σε αυτήν τη φάση…
«Ναι, μου το είπε, το ξέχασα. Ευχαριστώ».
Χαμογελάω βεβιασμένα, παρόλο που είμαι έξαλλος με τη Μίνα, που με έκανε να φανώ βλάκας.
Τρέχω προς τον κεντρικό δρόμο και τις προλαβαίνω στη γωνία, στο αστυνομικό τμήμα. Επιβραδύνω το βήμα μου και περπατάω. Τα μαλλιά της Σοφίας –τόσο σκούρα και σγουρά, που ο κόσμος βλέπει σε αυτά μια ομοιότητα με τη Μίνα η οποία είναι αδύνατον να υπάρχει– ξεχύνονται από το μάλλινο σκουφί της και αναπηδούν στους ώμους του κόκκινου μοντγκόμερι. Οι πλεξούδες που φτιάχνει η Μίνα κάθε πρωί χαλάνε πάντοτε μέχρι το μεσημέρι… Η Σοφία περπατάει κοιτάζοντας κάτω. Αφού εντοπίσει μέσα στη χιλιοπατημένη λάσπη τα σημεία του δρόμου όπου το χιόνι δεν έχει πατηθεί, τότε βυθίζει τις μπότες της.
«Σοφία».
Γυρίζει. Το χαμόγελό της είναι δεκτικό στην αρχή, ύστερα μια επιφυλακτικότητα ζωγραφίζεται στο πρόσωπό της. Σ’ εμένα οφείλεται, και με μισώ γι’ αυτό.
«Γεια σου, μπαμπά».
«Γεια σου, Άνταμ».
«Τι λέει, Μπέκα; Πώς κι αποδώ; Είπα στη Μίνα ότι θα έφευγα νωρίς σήμερα από τη δουλειά».
Ανασηκώνει τους ώμους.
«Μου έστειλε μήνυμα. Συνήθως δεν κάνω μπέιμπι σίτινγκ δύο βράδια στη σειρά, αλλά τέτοια εποχή τα έξοδα είναι πολλά, με τα χριστουγεννιάτικα δώρα και την Πρωτοχρονιά. Στο Bull γίνεται ένα πάρτι με είκοσι λίρες είσοδο, έπειτα είναι τα ποτά και αν θελήσουμε να συνεχίσουμε μετά…»
Δεν ακούω τι λέει καθώς βαδίζουμε προς το σπίτι. Η Σοφία χοροπηδάει ολόγυρα, σαν ψάρι που πιάστηκε στο καλάμι της Μπέκα. Κάνω μια προσπάθεια να πιάσω το άλλο γαντοφορεμένο χέρι της, αλλά το χώνει βιαστικά στην τσέπη, κι εγώ δαγκώνω το εσωτερικό από το μάγουλό μου μέχρι που νιώθω τη μεταλλική γεύση του αίματος.
Πανάθεμά σε, Μίνα! Της είχα πει ότι εγώ θα έπαιρνα τη Σοφία. Έλεος κάπου! Της είχα στείλει και μήνυμα, ξεκάθαρο. Τώρα δεν γίνεται να διώξω την Μπέκα χωρίς να της δώσω λίγα χρήματα – το είχε σίγουρο ότι θα πληρωνόταν μόλις επέστρεφα από τη δουλειά.
«Μανάβικο» λέει η Σοφία. «Sainsbury’s».
Κλασική Μίνα. Όλο λέει ότι πρέπει να συμμετέχω στον βαθμό που μου αναλογεί, κι ύστερα κάνει κάτι τέτοιο και με γελοιοποιεί.
Τώρα το κρεοπωλείο. Ουφ. Τώρα το μεσιτικό που–»
«Πουλάει σπίτια. Ναι, το ξέρουμε. Για όνομα, Σοφία!»
Η Σοφία σωπαίνει και νιώθω το βλέμμα της Μπέκα πάνω μου.
Είναι εύκολο να είσαι τέλειος γονιός όταν δεν έχεις παιδιά. Όταν τα παράξενα χούγια τους είναι αξιολάτρευτα και όχι εκνευριστικά. Ίσως αν η Μπέκα ήταν αναγκασμένη να ακούει τη Σοφία να αφηγείται τη διαδρομή της μέχρι το σχολείο χίλιες φορές ή αν άκουγε τη Μίνα να τραγουδάει το Καληνύχτα, φεγγαράκι κάθε βράδυ –κάθε βράδυ, να πάρει η οργή!– επί πέντε ολόκληρα χρόνια… Ίσως τότε να καταλάβαινε.
Η Μίνα σπανίως κοιτάζει το κινητό της μέχρι να προσγειωθεί, αλλά όλη αυτή η αγανάκτηση που νιώθω κάπου πρέπει να διοχετευτεί, οπότε βγάζω το τηλέφωνό μου. Λέει ότι εγώ δεν επικοινωνώ, ενώ είναι εκείνη που δεν μπορεί να ρυθμίσει ούτε καν αυτό το απλό ζήτημα του ποιος θα πάρει το…
Κοιτάζω την οθόνη, το νήμα μηνυμάτων που άνοιξα να διαβάσω καθώς προετοιμάζομαι να τα ψάλω στη Μίνα.

Δεν χρειάζεται μπέιμπι σίτερ. Κανόνισα να τελειώσω νωρίς αύριο και μπορώ να

Το μήνυμά μου έχει μείνει ανολοκλήρωτο. Ξαφνικά θυμάμαι. Χθες το μεσημέρι μού είχαν τηλεφωνήσει από το κρατητήριο πως η αναφορά σχετικά με τον ύποπτό μου ήταν επιτέλους έτοιμη για υποβολή και είχα χώσει το κινητό στην κωλότσεπη.
Νόμιζα ότι το είχα στείλει.
Ήμουν σίγουρος ότι το είχα στείλει.
Νιώθω τη θερμοκρασία μου να ανεβαίνει και να σου η ενοχή, πρώτη ξαδέρφη του θυμού, όπως πάντα. Αυτό συνέβη μόνο επειδή η Μίνα δεν μου μιλάει πια στο τηλέφωνο. Επιμένει να στέλνουμε μηνύματα. Ή μέιλ. Έλεος! Ποιος επικοινωνεί με τη γυναίκα του μέσω μέιλ;
Είναι πιο εύκολο.
Πιο εύκολο για ποιον; Σίγουρα όχι για μένα. Δεν αντέχει καν να ακούει τη φωνή μου; Προτιμάει να είμαι αποδέκτης ενός μέιλ, για να μπορεί να προσποιηθεί ότι είμαι απλώς μια διαχειριστική εκκρεμότητα με την οποία πρέπει να ασχοληθεί για χάρη της Σοφίας.
«Τότε, κάτσε» λέω στην Μπέκα, και ακόμα κι εγώ ακούω την πικρία στον τόνο μου. Την καταπίνω. «Μήπως μπορείς να ετοιμάσεις το απογευματινό της Σοφίας; Θα της άρεσε».
Διστάζει κι έπειτα ανασηκώνει τους ώμους.
«Εντάξει».
Αυτό θα έκανε η Μίνα; Ή θα μου έλεγε ότι χαλάω λεφτά που δεν έχουμε; Κάποτε όλα τα έκανα σωστά στα μάτια της. Τώρα δεν μπορώ να κάνω τίποτα σωστό.
Ψεύτη.
Αγύρτη.
Είσαι ακατάλληλος για πατέρας.
Το χειρότερο είναι ότι έχει δίκιο. Δεν μπορεί να με μισεί πιο πολύ απ’ όσο με μισώ εγώ, δεν μπορεί να ξέρει ότι και μόνο που με κοιτάζω φευγαλέα στον καθρέφτη αηδιάζω. Πώς έφτασα ως εδώ;

Keywords
εκδόσεις μεταίχμιο, γεια σου, επηρεάζει, facebook, avon, ρωτήσω, σημαίνει, ώμους, οφείλεται, γεια, Πρωτοχρονιά, bull, ουφ, εκκρεμότητα, κινηση στους δρομους, παγκόσμια ημέρα της γυναίκας 2012, αλλαγη ωρας, www.facebook.com, Καλή Χρονιά, οφειλετες δημοσιου, αλλαγη ωρας 2013, αστυνομικο τμημα, γραφειο υπολογιστη, ξανα, χιονι, χριστουγεννιατικα, μποτες, αστυνομια, αυτοκινητο, βημα, γνωμη, γυναικα, γωνια, δουλεια, δωρα, εργασια, ευχες, ζωγραφικη, ζωγραφιες, καριερα, ονοματα, τηλεφωνο, το βημα, τυχη, avon, αεροπλανο, ελεος, αυτοπεποιθηση, αψογη, βλεμμα, βραδια, βραδυ, γεγονος, γευση, γινεται, γονεις, δακρυα, δεσποινις, δικη, ευκολο, αιθουσα, ειπε, εκδόσεις μεταίχμιο, εκκρεμότητα, ελπιδα, εβδομαδα, εξι, εξοδα, επηρεάζει, εποχη, επρεπε, ερχονται, ερχεσαι, εφυγε, ζωη, ζωης, ιδιο, εικοσι, υπηρχαν, διαφημιση, μειλ, εκδοσεις, κινητο, κυρια, κοκκινου, λαθη, λαθος, λεφτα, μαλλια, ματια, μηνυματα, μπορεις, μυθιστορημα, νημα, νοικοκυριο, νομιζα, ομαδα, παντα, οθονη, ονομα, ουφ, οφείλεται, παιδια, πιο πολυ, πλακα, πορτες, ποτα, πορτα, πρωι, πτηση, ρωτήσω, σεμιναρια, σιγουρα, σιγουρος, σιγουρη, σιγουρο, συγκεκριμενα, συνεχεια, σειρα, συγκεντρωση, σοφια, σπιτι, σπιτια, σχεδιο, σχολειο, τμημα, φυσικα, φωνη, φορα, χερι, χαμογελο, χειλη, χρονος, ψευτη, ασχημη, bull, βηματα, δικιο, ετοιμη, λεξεις, μεινει, μια φορα, μοιαζει, πλεξουδες, ποτο, ψαρι, σημαίνει, σωστο, τριαντα, θελω να, θερμοκρασια, βαζο, ώμους, χαζη, χερια, ζευγαρι
Τυχαία Θέματα