Alone in the Dark | Review

Στα γρήγορα

X

Το Alone in the Dark αναβιώνει τον κλασικό τίτλο με ένα μερικό remake, διατηρώντας ορισμένα στοιχεία-κλειδιά του πρωτότυπου, αλλά προσφέροντας μια διαφορετική σεναριακή εξέλιξη. Η ιστορία ακολουθεί τους Edward Carnby και Emily Hartwood στην έπαυλη Derceto στη Λουϊζιάνα, καθώς αναζητούν τον ασθενή Jeremy Hartwood. Οι παίκτες επιλέγουν ποιον χαρακτήρα θα ελέγχουν και ανακαλύπτουν μυστηριώδεις τελετουργίες και ανεξήγητα φαινόμενα, ενώ αντιμετωπίζουν γρίφους και τέρατα.

Η ατμόσφαιρα του παιχνιδιού

είναι σκοτεινή και αποτελεί μια ευπρόσδεκτη επιστροφή στα χρυσά χρόνια του είδους των survival horror παιχνιδιών, παρά την τυπική δομή της δράσης και των γρίφων. Το περιβάλλον της έπαυλης και οι γραφικές αναπαραστάσεις της δεκαετίας του 1920 προσθέτουν στην εμπειρία μια αίσθηση αυθεντικότητας, ενώ η μουσική επένδυση δημιουργεί μια ατμόσφαιρα εποχής. Παρά τις ατέλειες, η αναβίωση του “Alone in the Dark” προσφέρει μια αρχετυπική εμπειρία που θα ικανοποιήσει τους φίλους του είδους.

Κάποτε, σε ένα μακρινό 1992, η γαλλική Infogrames είχε θέσει τις βάσεις για το είδος του survival horror, μερικά χρόνια πριν οι κανόνες του είδους παγιωθούν για τα καλά από το εμβληματικό Resident Evil. Το Alone in the Dark μάλλον λίγοι το έπαιξαν στον καιρό του και ακόμα πιο λίγοι μεταγενέστερα, δεδομένου ότι αποτελούσε ένα ιδιαίτερα πρωτόλειο εγχείρημα, αν και φυσικά, αυτό είναι κάτι που δεν του στερεί στο ελάχιστο από την επιρροή που είχε στο είδος.

Η αλήθεια είναι βέβαια ότι το Alone in the Dark, ως franchise, δεν κατάφερε ποτέ να βρει μία ανάλογη Capcom, που θα του επέτρεπε να υποστηριχθεί επαρκώς και να εξελιχθεί μαζί με το είδος, καταλήγοντας να μετράει μόλις μία συμπαθητική στιγμή στο πέρασμα των χρόνων, με το Alone in the Dark: The New Nightmare του 2001. Τα ηνία της αναβίωσης ανέλαβε πλέον η άσημη Pieces Interactive, στην πιο φιλόδοξη παραγωγή της, καταφέρνοντας τελικά να παραδώσει μία αξιόλογη πρόταση για το είδος, ανεξάρτητα από το αν δεν έχει την παραμικρή πρόθεση να παρεκκλίνει στο ελάχιστο από τους άγραφους κανόνες των survival horror μίας παλιότερης εποχής.

Το παρόν Alone in the Dark αποτελεί εν μέρει remake του πρωτότυπου παιχνιδιού, δανειζόμενο κάποια βασικά στοιχεία του, χωρίς όμως να ακολουθεί την ίδια σεναριακή εξέλιξη. Για παράδειγμα, και τα δύο παιχνίδια διαδραματίζονται στη δεκαετία του 1920 και πιο συγκεκριμένα στην έπαυλη Derceto στη Λουϊζιάνα, μεταξύ άλλων ομοιοτήτων, αλλά η γενικότερη σεναριακή εξέλιξη διαφέρει σε μεγάλο βαθμό. Με λίγα λόγια, χρησιμοποιεί το αρχικό Alone in the Dark ως πηγή έμπνευσης.

Όπως και στο πρωτότυπο παιχνίδι, έτσι και εδώ, οι δύο βασικοί χαρακτήρες είναι ο ντετέκτιβ Edward Carnby και η Emily Hartwood, οι οποίοι μεταβαίνουν στο Derceto, ένα ίδρυμα για άτομα με ψυχικές ασθένειες, προκειμένου να βρουν τον ασθενή Jeremy Hartwood, έπειτα από ένα ανησυχητικό γράμμα που έστειλε στην ανιψιά του, την Emily. Όπως γινόταν στο αρχικό παιχνίδι, έτσι και εδώ μπορούμε να επιλέξουμε ποιον από τους δύο χαρακτήρες θα ελέγχουμε για το σύνολο της περιπέτειας.

Όποιον χαρακτήρα και να επιλέξουμε, η πορεία τους, από objective σε objective, είναι στο μεγαλύτερο τμήμα ίδια (με κάποιες διαφοροποιήσεις έπειτα από τα μέσα του παιχνιδιού). Παρόλα αυτά, το Alone in the Dark σαφέστατα ωθεί στην ολοκλήρωση της περιπέτειας τουλάχιστον από μία φορά με κάθε χαρακτήρα.

Το παρόν Alone in the Dark αποτελεί εν μέρει remake του πρωτότυπου παιχνιδιού, δανειζόμενο κάποια βασικά στοιχεία του, χωρίς όμως να ακολουθεί την ίδια σεναριακή εξέλιξη.

Αυτό το πετυχαίνει χάρη στην ουσιαστική διαφοροποίηση των cutscenes και των διαλόγων που τους συνοδεύουν, υποστηριζόμενο και από την αρκετά καλή δουλειά όλων των ηθοποιών, συμπεριλαμβανομένων και των ηχηρών ονομάτων των Jodie Cormer και David Harbour στους πρωταγωνιστικούς ρόλους. Οι ερμηνείες των συγκεκριμένων ηθοποιών, αν και δεν θα χαρακτηρίζονταν και… οσκαρικές, παραμένουν αξιόλογες και επαγγελματικές.

Όπως μάλλον θα περίμενε κανείς, η πλοκή θα οδηγήσει τους Carnby και Hartwood σε μεταφυσικά μονοπάτια και ανεξήγητα φαινόμενα εντός και εκτός του Derceto. Μυστήριες τελετουργίες και τεχνουργήματα αρχαίων παραθρησκευτικών οργανώσεων θα δημιουργήσουν ορισμένες ανεξήγητες καταστάσεις, όπως η ξαφνική μεταφορά τους από την απομακρυσμένη έπαυλη σε μία σκοτεινή εκδοχή των δρόμων της Λουϊζιάνα.

Ως είθισται για το είδος, η γραφή και οι εξελίξεις κυμαίνονται σε b-movie πλαίσια κάτι που σημαίνει ότι δεν θα πρέπει να περιμένετε διαλόγους που να διακατέχονται από πλήρη φυσικότητα ή αντιδράσεις που να έχουν πάντα συνοχή. Συχνά πυκνά ο χαρακτήρας μας μπορεί να βιώνει ένα εξόφθαλμα μεταφυσικό γεγονός, μόνο για να τον δούμε στην επόμενη cutscene να συμπεριφέρεται σαν να μην έγινε τίποτα. Δεδομένης της b-movie φύσης του παιχνιδιού, αλλά και της καλοφτιαγμένης ατμόσφαιρας, το παραπάνω θα μπορούσε κανείς να το εκλάβει και ως μέρος της γοητείας της συνολικής εμπειρίας.

Από την άλλη πλευρά, η αρκετά μικρή διάρκεια ενός playthrough (περίπου 7-8 ώρες) έρχεται ως ένα αγκάθι στην προσπάθεια εμβάθυνσης των διαφόρων σεναριακών συνιστωσών. Μεταξύ άλλων, το προβληματικό παρελθόν της Emily και η ύπαρξη μίας παραθρησκευτικής σέκτας είναι φανερά ελλιπή στην ανάπτυξή τους. Ακόμα και ένας βασικός villain, που αρχικά δίνει την εντύπωση μίας έντονα απειλητικής φιγούρας, καταλήγει απλά ως μία περιφερειακή μορφή που σχεδόν ξεχνιέται έπειτα από ένα σημείο.

Η κυριότερη χαμένη ευκαιρία εμφανίζεται στο προσωπικό και στους ασθενείς του ιδρύματος, οι οποίοι αποτελούν ενδιαφέρουσες προσωπικότητες, αλλά τελικά δεν είναι τίποτα περισσότερο από κομπάρσοι που αναλώνονται σε μερικές ατάκες.

Τα παραπάνω δεν θα λέγαμε ότι βλάπτουν σε μεγάλο βαθμό την εμπειρία, καθώς ο ρυθμός παραμένει καλός και η δουλειά που έχει γίνει στις cutscenes (ποτέ φλύαρες) δίνει έμπρακτα την εντύπωση ότι υπήρχε μεράκι. Απλά, είναι εμφανές ότι με μία μεγαλύτερη -ίσως- στήριξη, το Alone in the Dark θα μπορούσε να ξεπεράσει τα b-movie στεγανά και να προσφέρει ένα πιο πλούσιο αποτέλεσμα, έστω σε σεναριακό επίπεδο.

Γενικά, δημιουργείται η όρεξη για μία εκτενέστερη εμπειρία, που θα επωφελούταν από περισσότερο χώρο και χρόνο για τους χαρακτήρες και τις διάφορες εξελίξεις, που θα βοηθούσαν την πλοκή να οδηγηθεί με μεγαλύτερη φυσικότητα στο απρόσμενα εκρηκτικό φινάλε. Ένα φινάλε που φαινομενικά έχει ως στόχο να σοκάρει, αλλά γίνεται τόσο ξαφνικά και αναπάντεχα, που το αίσθημα της έκπληξης και του μπερδέματος επισκιάζει το αίσθημα του τρόμου που μάλλον είχαν στο μυαλό τους οι δημιουργοί.

Ας αναφέρουμε απλά ότι πιθανότατα να υπολόγιζαν σε μία τροπή τύπου The Wicker Man (1973), αλλά τελικά δημιουργεί την εικόνα horror κωμωδίας, όπως θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ένα Evil Dead 2. Βέβαια, σε τελική ανάλυση το αποτέλεσμα ήταν ότι είδαμε ένα διασκεδαστικά υπερβολικό φινάλε, είτε έγινε ηθελημένα από τους δημιουργούς είτε όχι.

Ο σχεδιασμός της ίδιας της έπαυλης, αλλά και της σκοτεινής εκδοχής της πόλης της Λουϊζιάνα, των βάλτων και ορισμένων πιο εξωτικών περιβαλλόντων, είναι δημιουργημένος με αρκετή λεπτομέρεια και ποικιλομορφία.

Όπως αναφέραμε παραπάνω, ο ρυθμός του παιχνιδιού παραμένει από την αρχή έως το τέλος καλός, κάτι που το πετυχαίνει με τη διττή φύση της εξερεύνησης της έπαυλης και των εξωτερικών γραμμικών κομματιών. Η έπαυλη μεταφέρει την αίσθηση ενός ανάλογου περιβάλλοντος με αυτό του πρώτου Resident Evil (που με τη σειρά του βεβαία αντλούσε έμπνευση από το πρωτότυπο Alone in the Dark), περιέχοντας πληθώρα κλειδωμένων πορτών και μία δαιδαλώδη διαρρύθμιση διαδρόμων και δωματίων.

Η εξερεύνηση σε αυτό το τμήμα γίνεται ιδιαίτερα ευχάριστη χάρη στον καλοσχεδιασμένο χάρτη, δημιουργημένος στα πρότυπα των πιο πρόσφατων Resident Evil. Παράλληλα με την εξερεύνηση, τοποθετούνται αυτομάτως σημάδια στον χάρτη, ενημερώνοντάς τον για την τοποθεσία των κλειδωμένων πορτών, τους γρίφους (με ανάλογο χρωματισμό αν έχουμε ή όχι τα κατάλληλα αντικείμενα για να τους λύσουμε) καθώς και ενδείξεις εάν στο εκάστοτε δωμάτιο έχουμε βρει όλα τα αντικείμενα. Αν και υπάρχει επιλογή για να αφαιρεθούν τα παραπάνω βοηθήματα, θα λέγαμε ότι το παιχνίδι έχει αναπτυχθεί με τη λογική ότι απαιτούνται.

Μιλώντας και για τους γρίφους, περιέχεται μία αρκετά καλή ποικιλία, όπως η κατάλληλη τοποθέτηση διαφόρων αντικειμένων, εν είδει εκκεντρικών puzzles, και η κατανόηση κειμένων προκειμένου να εντοπίσουμε τους σωστούς συνδυασμούς συμβόλων για να ανοίξουμε συγκεκριμένες πόρτες και κλειδαριές.

Η πρόκληση των γρίφων βρίσκεται σε λογικά επίπεδα (ελαφρώς εύκολα είναι η αλήθεια), απαιτώντας μία στοιχειώδη σκέψη, ενώ επίσης αυτά τα σημεία είναι ιδανικά τοποθετημένα μεταξύ των κομματιών της δράσης και εξερεύνησης.
Το περιβάλλον της έπαυλης βέβαια δεν είναι και το μοναδικό. Μέσα από ορισμένες μεταφυσικές πύλες θα ταξιδέψετε σε εντελώς διαφορετικά και -πλέον- γραμμικά περιβάλλοντα, προτού επιστρέψετε εκ νέου στο Derceto.

Σε αυτά τα σημεία εισάγεται το κομμάτι της δράσης, φέρνοντάς μας μας συχνά απέναντι από διάφορα τέρατα. Το σύστημα μάχης είναι το πλέον τυπικό, εξοπλίζοντάς μας με τρία διαφορετικά πυροβόλα όπλα (πιστόλι, καραμπίνα, πολυβόλο).

Η λειτουργία του dodge δηλώνει το παρόν, αν και σπάνια θα τη χρειαστείτε, καθώς η μάχη δεν είναι απαιτητική και οι λιγοστοί τύποι εχθρών δεν έχουν την οποιαδήποτε εξεζητημένη ρουτίνα πέραν από το να ορμάνε κατευθείαν στον πρωταγωνιστή. Ο σχεδιασμός των εχθρών δεν θα κερδίσει κάποιο βραβείο φαντασίας, αλλά έστω κι έτσι συνάδουν με τη horror ατμόσφαιρα του Alone in the Dark.

Παρόλο που παρέχεται η δυνατότητα για stealth, είναι κάτι που φαίνεται σαν κατάλοιπο κάποιων πρώιμων σχεδιαστικών επιλογών, που ίσως δεν αναπτύχθηκαν ποτέ. Πραγματικά, δεν υπάρχει το παραμικρό σημείο που να ωθεί για οποιοδήποτε λόγο στη χρήση του stealth, ούτε καν σαν επιλογή, κάτι που στη δική μας ανάγνωση μόνο θετικά λειτουργεί, ανεξάρτητα αν αποτελεί ερωτηματικό για το τι μπορεί να είχαν στο μυαλό τους οι δημιουργοί.

Παρά την εντελώς τυπική έκβαση της δράσης, το Alone in the Dark κερδίζει πόντους χάρη στη δουλεμένη δυσοίωνη ατμόσφαιρα και τις ιδανικές εναλλαγές μεταξύ της έπαυλης και των προαναφερθέντων γραμμικών και ξεχωριστών περιβαλλόντων. Ο σχεδιασμός της ίδιας της έπαυλης, αλλά και της σκοτεινής εκδοχής της πόλης της Λουϊζιάνα, των βάλτων και ορισμένων πιο εξωτικών περιβαλλόντων, είναι δημιουργημένος με αρκετή λεπτομέρεια και ποικιλομορφία, αποτελώντας ένα στοιχείο που δείχνει έμπρακτα το μεράκι των δημιουργών.

Καλή δουλειά έχει γίνει και σε ορισμένες ξαφνικές εναλλαγές με πιο εφιαλτικές αποτυπώσεις περιβαλλόντων, που δίνουν κλεφτές ματιές προς Silent Hill καταστάσεις, εντείνοντας ταιριαστά την αίσθηση του horror στοιχείου. Επιπλέον, η ενσωμάτωση “κθουλικών” στοιχείων στην αποτύπωση ορισμένων περιβαλλόντων και οντοτήτων, λειτουργούν αρμονικά στην καλλιέργεια της απόκοσμης ατμόσφαιρας (όπως συνέβαινε και στο πρωτότυπο Alone in the Dark, έτσι και εδώ, δεν κρύβονται οι επιρροές από το έργο του Lovecraft).

Η αποτύπωση της δεκαετίας του ’20, με τη σειρά της, είναι επιτυχής και δίνει τον απαραίτητο χαρακτήρα στο όλο εγχείρημα, χάρη και στον τρόπο ομιλίας των ηθοποιών, του ρουχισμού αλλά και των διαφόρων στοιχείων εποχής που απαρτίζουν τους εσωτερικούς και εξωτερικούς χώρους, από την αρχιτεκτονική έως τα κάθε λογής αντικείμενα.

Προς αυτήν την κατεύθυνση λειτουργεί και η μουσική επένδυση, η οποία ανάμεσα από διάφορα δυσοίωνα -αν και τυπικά- horror ακούσματα, παρεμβάλλει jazz θέματα και ήχους σαξοφώνου, που δίνουν, με τον τρόπο τους, μία ενδιαφέρουσα και ταιριαστή νότα.

Εν κατακλείδι, το σίγουρο είναι ότι πολλά από τα επιμέρους τμήματα του Alone in the Dark είτε υστερούν είτε δεν επιδιώκουν να κάνουν τη διαφορά σε σχέση με τον ανταγωνισμό. Εντούτοις, σαν σύνολο, η αναβίωση αυτού του διάσημου ονόματος έρχεται ως μία ευχάριστα γνώριμη survival horror συνταγή, που παραπέμπει στη χρυσή εποχή του είδους, των πρώτων Resident Evil, του Clock Tower, του Haunting Ground και πολλών άλλων.

Είναι σε τόσο απόλυτο βαθμό αρχετυπική η σύνθεση του Alone in the Dark και τόσο γνώριμη, σε ένα είδος που έτσι κι αλλιώς είναι ιδιαίτερα “αραιοκατοικημένο” τα τελευταία χρόνια, που θεωρούμε ότι ιδίως οι φαν του είδους θα το απολαύσουν.

Το Alone in the Dark κυκλοφορεί από τις 20/3/24 για PS5, PC και Xbox Series. To review μας βασίστηκε στην έκδοσή του για το PS5, με review code που λάβαμε από την THQ Nordic.

The post Alone in the Dark | Review first appeared on GameOver.

The post Alone in the Dark | Review appeared first on GameOver.

Keywords
Τυχαία Θέματα