Chronicle of Innsmouth: Mountains of Madness – Review

Αν μας πείτε ότι πριν την ανακοίνωση του Chronicle of Innsmouth: Mountains of Madness δεν είχατε ιδέα για το πρώτο Chronicle of Innsmouth, δε θα μας παραξενέψει καθόλου καθώς ήταν ένα ιδιαίτερα άγνωστο, fan-made παιχνίδι στο στυλ των 90s adventures της Lucas Arts. Βασικά, ήταν σαν ένα Lovecraft skin να είχε τοποθετηθεί

πάνω από το Monkey Island (καθώς ακόμα και ο πρωταγωνιστής ήταν ξεκάθαρα ο Guybrush με μερικές αλλαγές), οπότε δεν ήταν δα και ο τίτλος που θα είχε κάνει κάποιο μεγάλο μπαμ εκτός των κύκλων που παίζουν AGS και fan made adventures.

Έτσι, παρά τη σχετικά θετική εικόνα που είχε δώσει, δεν περίμενε κανείς να δει κάποιο sequel, πόσο μάλλον sequel με τόσο πολύ διαφορετικό στήσιμο απ’ το πρώτο παιχνίδι, αφού, αν εκείνο ήταν ένα “Lucas Arts tribute”, εδώ ξεκάθαρα έχουμε να κάνουμε με ένα Sierra Tribute, σε art direction, στυλ γραφής αλλά και gameplay.

Κρίμα, λοιπόν, που ενώ η προσπάθεια είναι σημαντικά βελτιωμένη -σε μια προσπάθεια αναζήτησης μεγαλύτερης εμπορικής επιτυχίας- εν τέλει το Chronicle of Innshmouth: Mountains of Madness δεν καταφέρνει να ξεφύγει από τη συχνή κατάρα του Cthulhu mythos και της αβάσταχτης μετριότητας πολλών τίτλων που βασίζονται στο εν λόγω σύμπαν.

Η ιστορία του Chronicle of Innsmouth: Mountains of Madness αποτελεί απευθείας συνέχεια του πρώτου τίτλου (ο οποίος ήταν μια αρκετά ενδιαφέρουσα μεταφορά της ιστορίας του H.P. Lovecraft “The Shadow over Innsmouth”), με τον πρωταγωνιστή να ξυπνάει αιμόφυρτος λίγο μετά τα γεγονότα εκείνου του τίτλου.

Ευτυχώς, το παιχνίδι δίνει μια καλή περίληψη των γεγονότων έτσι ώστε να καταλάβετε το παρελθόν του χαρακτήρα, αλλά έτσι και αλλιώς η συνέχεια της ιστορίας θα πάει σε εντελώς νέα μονοπάτια, οπότε και να μην έχετε ασχοληθεί με το πρώτο παιχνίδι, δεν θα χάσετε κάτι.

Η νέα ιστορία, λοιπόν, είναι βαθύτατα εμπνευσμένη από το “At the Mountains of Madness” και αποτελεί και πάλι μια τιμιότατη προσπάθεια διαφορετικής προσέγγισης αυτού του σεναρίου, αποδίδοντάς το με μία διαφορετική οπτική αλλά και διάφορες ωραίες cameo εκπλήξεις όπως είναι αυτή του ίδιου του H.P. Lovecraft.

Εκεί που το Mountains of Madness δείχνει όμως την πρώτη του αδυναμία είναι στη γραφή των διαλόγων αλλά και στη σύνδεση (και σύνθεση) διαφόρων σκηνών, καθώς το ερασιτεχνικό επίπεδο αλλά και η σχετικά ελλιπής γνώση αγγλικών από τους Ιταλούς δημιουργούς είναι διάχυτη σε πολλά στοιχεία του παιχνιδιού, εμποδίζοντάς το να δώσει μια πιο σωστά και ομαλά στημένη ιστορία.

Παρόμοιος ερασιτεχνισμός -αλλά σε πολύ χειρότερα επίπεδα- γίνεται εμφανής από την πρώτη κιόλας στιγμή που θα ανοίξει χαρακτήρας το στόμα του για να μιλήσει, καθώς το voice acting του παιχνιδιού είναι ιδιαίτερα κακό. Με εξαίρεση τη φωνή του βασικού χαρακτήρα και ενός ή δύο ακόμα προσώπων, που κάνουν απλώς ικανοποιητική δουλειά, η συντριπτική πλειοψηφία των πολλών voice actors του τίτλου είναι απογοητευτική.

Σε κάποιες περιπτώσεις νιώθεις ότι απλώς διαβάζουν βαριεστημένοι μία λίστα από προτάσεις, σε άλλες ότι ο καθένας ηχογραφούσε από άλλο μικρόφωνο και σε άλλο χώρο, ενώ σε άλλες ότι οι δημιουργοί μάζεψαν τους φίλους και τις οικογένειές τους για να συμπληρώσουν τα κενά στους δευτερεύοντες χαρακτήρες.

Αυτό το τελευταίο έχει πλάκα όταν το βλέπεις σε ένα adventure με πολλά comedy στοιχεία, αλλά όταν το βιώνεις κάπου που στόχος είναι να δοθεί μια πιο σοβαρή ιστορία, τέτοιες κινήσεις είναι ιδιαίτερα ζημιογόνες για την ατμόσφαιρα του τίτλου, και ήταν μία από τις ελάχιστες φορές που θελήσαμε απλά να κλείσουμε τον ήχο των διαλόγων από το παιχνίδι, αφήνοντας μόνο τους διάσπαρτους απλούς περιβαλλοντικούς ήχους και την απαλή background μουσική.

Σε πιο «άστατα» επίπεδα μπορούμε να πούμε πως βρίσκεται ο τεχνικός τομέας του τίτλου, καθώς υπάρχουν πολλά τμήματα που εντυπωσιάζουν, αλλά δυστυχώς και ορισμένα τμήματα που απογοητεύουν. Στα θετικά, θα πρέπει να πούμε πως ο σχεδιασμός όλων των περιοχών και των backgrounds από τον Andrea Ferrara είναι, απλά, εξαιρετικός. Η τεχνοτροπία είναι ένας υπέροχος φόρος τιμής στη χρυσή εποχή της Delphine, της Infogrames και, κυρίως, της Sierra, με πανέμορφες σκιάσεις, χρωματισμό αλλά και χτίσιμο σκηνών που απλά απογειώνει τον κόσμο του παιχνιδιού.

Εξίσου όμορφη δουλειά έχει κάνει και στον βασικό σχεδιασμό των χαρακτήρων, που δένουν υπέροχα με το στυλ του παιχνιδιού. Πού είναι λοιπόν το πρόβλημα; Καταρχάς, στο animation, το οποίο από τη μία είναι κάπως φτωχό για να συμβαδίζει με την όμορφη τέχνη που κουβαλάει, ενώ από την άλλη στα πρόσωπα είναι απλά καταστροφικό, με πολύ κακοσχεδιαμένα μάτια και στόματα, που δίνουν στους χαρακτήρες μια εικόνα πλαστικής κούκλας.

Το άλλο θέμα είναι ότι για κάποιο λόγο οι δημιουργοί αποφάσισαν να δίνουν κάποια cutscenes με τη μηχανή του παιχνιδιού (που αυτά δουλεύουν μια χαρά), αλλά κάποια άλλα με μια πολύ διαφορετική και φτωχά σχεδιασμένη και animated comic αισθητική, που όντας δημιούργημα άλλων καλλιτεχνών, δεν κολλάει καθόλου στο στήσιμο του υπόλοιπου παιχνιδιού.

Προσθέστε εδώ και το γεγονός ότι στην πορεία αυτά όλο και λιγοστεύουν και αντικαθίστανται από όλο και περισσότερες μαύρες σελίδες με λευκό κείμενο, που διαβάζει βαριεστημένα ο αφηγητής, και το «γιο-γιο» της τεχνικής απόδοσης γίνεται ακόμα πιο ξεκάθαρο.

Τουλάχιστον στον τομέα του gameplay το Mountains of Madness καταφέρνει να πετύχει ικανοποιητικά αποτελέσματα. Δίχως να διεκδικούν δάφνες πρωτοτυπίας ή να έχουν κάτι μοναδικό στον σχεδιασμό των γρίφων τους, οι δημιουργοί προσπάθησαν ξεκάθαρα να δώσουν μια πιστή στην κληρονομιά της adventure εμπειρία. Στη συντριπτική τους πλειοψηφία οι γρίφοι είναι απόλυτα λογικoί και σχετικά βατοί για νέους παίκτες, ενώ είναι καλοδεχούμενη η προσπάθεια εισαγωγής αρκετών puzzles μέσα στο παιχνίδι που, αν και απλά, ξεφεύγουν από τα πιο τυπικά πρότυπα.

Καλοδεχούμενος είναι και ο εκμοντερνισμός της σειράς μέσα από ένα πιο σύγχρονο left/ right click gameplay, φεύγοντας από το verb based SCUMM σύστημα του πρώτου παιχνιδιού, κάτι που το καθιστά πιο ομαλό και ευχάριστο, ενώ θετική είναι και η ύπαρξη του hotspot indicator για να γλιτώνετε το pixel hunting.

Βέβαια, καλό θα ήταν να υπήρχε και ένα fast walk με διπλό κλικ, ενώ το παιχνίδι σίγουρα χρειάζεται λίγο polishing ακόμα καθώς υπάρχουν ορισμένα bugs αλλά και crashes στο main desktop, που σε συνδυασμό με το Autosave που δε δουλεύει πολύ καλά, αν ξεχάσετε να κάνετε manual save σε προχωρημένο σημείο, μπορεί να χάσετε αρκετή ώρα από την περιπέτειά σας.

Το Chronicle of Innsmouth: Mountains of Madness ίσως και να είναι θύμα των υψηλών στόχων που μπορεί να είχαν θέσει οι δημιουργοί του. Αν το είχαμε δει ξανά ως ένα fan based, AGS adventure όπως το πρώτο, πιθανώς να είχαμε άλλες απαιτήσεις από αυτό, αλλά με την προσπάθειά της να δώσει κάτι πιο επαγγελματικό και εμπορικό, οι αδυναμίες της ομάδας αυτής γίνονται πολύ πιο έντονες.

Η κεντρική ιδέα είναι ωραία, το gameplay ικανοποιητικό και τα backgrounds πραγματικά υπέροχα. Όμως οι διάφορες έντονες εκπτώσεις σε άλλα στοιχεία του οπτικού τομέα, το ιδιαίτερα κακό voice acting αλλά και η προβληματική γραφή, τόσο σε στήσιμο και ροή όσο και σε γραμματική και σύνταξη, απλά ζημιώνουν πολύ την ατμόσφαιρα που ήθελαν να στήσουν.

Για τους σκληροπυρηνικούς adventurers ή/ και fans των ιστοριών του Lovecraft, υπάρχουν στοιχεία που αξίζει να δείτε σε κάποια καλή έκπτωση, αλλά για τους υπόλοιπους, υπάρχουν σαφώς καλύτερα Κθουλικά και μη adventures εκεί έξω για να ασχοληθείτε.

Το Chronicle of Innsmouth: Mountains of Madness κυκλοφορεί από τις 23/3/21 για PC (με εκδόσεις για Android, iOS και Switch να αναμένονται εντός του έτους). To review βασίστηκε σε review code που λάβαμε από τον εκδότη του.

The post Chronicle of Innsmouth: Mountains of Madness – Review appeared first on GameOver.

Keywords
Τυχαία Θέματα