Sanabi | Review

Το Sanabi έρχεται ως ένα από αυτά τα ελάχιστα δισδιάστατα platform παιχνίδια που δίνουν τεράστια βαρύτητα (σχεδόν με θράσος) στο θέμα της ιστορίας, των διαλόγων και της ανάπτυξης χαρακτήρων. Είναι πραγματικά δύσκολο να θυμηθούμε άλλες παρόμοιες περιπτώσεις παιχνιδιών δράσης, όπου σχεδόν ανά 10-15 λεπτά ο έλεγχος του χαρακτήρα ανακόπτεται προς όφελος εκτενών διαλόγων. Φυσικά έχουμε δει διάφορα 2D action platforms και metroidvania που επενδύουν και στην ιστορία, αλλά στην προκειμένη περίπτωση το Sanabi φαίνεται να το πηγαίνει ένα βήμα παραπέρα.

Λίγο πολύ, τα περισσότερα παιχνίδια του είδους

μπορούν κάλλιστα να μεταφέρουν ένα ολοκληρωμένο σύνολο ακόμα και εάν κάποιος αποφασίσει να πατάει το skip σε κάθε διάλογο. Από την άλλη πλευρά, το πόνημα της κορεάτικης Wonder Potion θα χάσει κάτι παραπάνω από τη μισή του αξία εάν κάποιος ακολουθήσει την οδό του skip.

Η πλοκή ξεκινάει με έναν απρόσμενα δραματικό τόνο. Βρισκόμαστε σε ένα ειδυλλιακό, εξοχικό περιβάλλον όπου σε ένα χαριτωμένο καλύβι ζουν ένας θρυλικός απόστρατος ήρωας μαζί με τη μικρή του κόρη. Οι στιγμές που περνάνε με την υπερκινητική κόρη του είναι κάτι παραπάνω από χαριτωμένες, ξεχειλίζοντας από αγάπη, κάτι που σύντομα θα ανατραπεί έπειτα από μία αναπάντεχη έκρηξη τρομοκρατικής βόμβας.

Η ιστορία εκδίκησης θα ξεκινήσει άμεσα, με τον ήρωά μας να ξεχειλίζει από οργή για τον χαμό της κόρης του. Ο στόχος του είναι ο Sanabi ή το Sanabi, καθώς αυτό το όνομα παραμένει θολό ως προς το τι συμβολίζει πέραν από το ότι είναι ο απώτερος στόχος για να πάρει την εκδίκησή του ο χαρακτήρας μας. Τα αρχικά δεδομένα που θα συλλέξει από τους συμπολεμιστές του, που βρίσκονταν υπό τις διαταγές του παλιότερα, θα τον στείλουν στη MAGO, μία κτηνώδη cyberpunk μεγαλούπολη με θεόρατους ουρανοξύστες, πηγμένη στις neon ταμπέλες.

Σύντομα θα βρει μπροστά του μία νεαρή κοπέλα, την Mari, η οποία θα αποδειχθεί χάκερ με εξαιρετικές ικανότητες, έχοντας τους δικούς της λόγους να βρίσκεται στη MAGO. Το αινιγματικό στοιχείο γύρω από το σενάριο αρχίζει να χτίζεται ήδη από την αρχή, καθώς στην εν λόγω πόλη έχει εξαφανιστεί κάθε ίχνος ανθρώπου, αυξάνοντας έτσι καταλυτικά το μυστήριο γύρω από το τι πρεσβεύει ο/η/το Sanabi.

Δεδομένης της τεράστιας οδύνης και οργής που νοιώθει ο κεντρικός χαρακτήρας, είναι λογικό η σχέση του με τη Mari να μην ξεκινάει με τις καλύτερες προδιαγραφές, αλλά οποιοσδήποτε ελάχιστα υποψιασμένος από παρόμοιες σεναριακές τροπές μπορεί να αντιληφθεί ότι η μεταξύ τους σχέση σταδιακά θα ξεπεράσει τα πρώτα ψυχρά μονοπάτια.

Η Mari έρχεται ως ένα ιδιαίτερα συμπαθητικό αντίβαρο προς τον λιγομίλητο (δικαιολογημένα) χαρακτήρα μας, ούσα μία κοπέλα γεμάτη ενέργεια και ενθουσιασμό καθώς και έντονου φόβου και άγχους όταν έρχονται μπροστά σε έντονα επικίνδυνες καταστάσεις. Οι μεταξύ τους διάλογοι έρχονται με φυσικότηταμ χτίζοντας με αυτόν τον τρόπο μία προσεγμένη και ανθρώπινη σχέση.

Το σενάριο τελικά αποτελεί την κινητήριο δύναμη της εμπειρίας, δημιουργώντας ουσιαστικό ενδιαφέρον για το τι πραγματικά συμβαίνει στον κόσμο του παιχνιδιού. Αν και κάποιες ανατροπές μπορεί κανείς να τις μαντέψει, και πάλι οι εξηγήσεις που δίνονται για διάφορες καταστάσεις και χαρακτήρες είναι εμφανώς δουλεμένες.

Η πλοκή σίγουρα αποτελεί το δυνατό σημείο του Sanabi, από την άλλη όμως το gameplay, αν και καλοφτιαγμένο, δίνει την αίσθηση του συνοδευτικού για την πλοκή και όχι το αντίθετο. Είναι ένα γνώρισμα που θα λέγαμε ότι συνήθως προκύπτει από παιχνίδια που χαρακτηρίζονται ως walking simulator, όπου οι σεναριακές εξελίξεις μπορεί να έρχονται και σαν… “λύτρωση” έπειτα από εκτενή τμήματα περιήγησης, αλλά στην προκειμένη περίπτωση δημιουργείται η αίσθηση ότι αυτά τα δύο τμήματα δεν συνδυάζονται τόσο καλά.

Ίσως θα μπορούσε να πει κανείς ότι είναι κάτι θετικό πως το σενάριο είναι σε τέτοιο βαθμό ποιοτικό ώστε να δημιουργείται η ανυπομονησία για την περάτωση του επόμενου gameplay τμήματος, αλλά θεωρούμε ως ένα βαθμό ότι αυτή η αίσθηση δημιουργείται κυρίως επειδή το gameplay δεν αναπτύσσεται ιδιαίτερα. Εξαρχής ο χαρακτήρας μας έχει αντί για δεξί χέρι έναν μηχανικό γάντζο. Με αυτόν μπορεί να κρεμιέται από διάφορες επιφάνειες και με φόρα να εκτελεί αλλεπάλληλα άλματα πάνω από το κενό, φέρνοντας αναμνήσεις από τα Bionic Commando και βέβαια και από τα Spider-Man.

Είναι ένας μηχανισμός που με λίγη εκπαίδευση γίνεται κτήμα, επιτρέποντας έτσι τη γρήγορη περιήγηση. Βοηθάει και η λειτουργία ενός boost, με το πάτημα της σκανδάλης, που επιτρέπει στον χαρακτήρα, ακόμα και αν στέκεται κρεμασμένος με το σκοινί ακίνητος, να εκσφενδονιστεί ξαφνικά προς οποιαδήποτε κατεύθυνση. Αυτός ο τρόπος περιήγησης παραμένει σε απλοϊκά επίπεδα, με απειροελάχιστους εμπλουτισμούς έως το τέλος της περιπέτειας. Αυτή η στασιμότητα στο θέμα των ικανοτήτων αποτελεί και τον βασικό λόγο που η εμπειρία οδηγείται σε μία κάποια κόπωση ήδη από τα μέσα του παιχνιδιού.

Ο χειρισμός κινείται σαφέστατα σε πολύ καλά επίπεδα και οι γρήγοροι ελιγμοί πραγματοποιούνται με ευκολία. Δυστυχώς όμως, ο ιδιαίτερα μικρός βαθμός πρόκλησης και οι ελλιπείς διαφοροποιήσεις στα εμπόδια που βρίσκουμε μπροστά μας, βλάπτουν τη διάρκεια του gameplay. Τα σημεία όπου ενδέχεται να δυσκολευτείτε είναι μετρημένα στα δάχτυλα, και με αυτό εννοούμε ότι σε όλα τα υπόλοιπα κομμάτια η περιήγηση είναι απλά “περίπατος”.

Σε γενικές γραμμές, το Sanabi δεν καταφέρνει να μας φέρει σε πολλές αξιομνημόνευτες καταστάσεις και πολύ συχνά φαίνεται σαν να επαναλαμβάνουμε παρόμοιους ελιγμούς για παρόμοια platforming σημεία, ίσως με κάποια προσθήκη θανατηφόρου λέιζερ, που όμως δεν αλλάζει και ιδιαίτερα την προσέγγισή μας. Παρά τις σποραδικές εμφανίσεις νέων κινδύνων, ο βαθμός δυσκολίας παραμένει μικρός και τελικά σε κανένα σημείο δεν δίνεται η εντύπωση ότι το παιχνίδι μάς “εμπιστεύεται” για να μας φέρει μπροστά σε -έστω ελαφρώς- πιο περίπλοκες καταστάσεις.

Ως εκ τούτου, η Wonder Potion δείχνει να μην έχει τη διάθεση να εκμεταλλευτεί πλήρως το καλοφτιαγμένο σύστημα χειρισμού, χαλιναγωγώντας το σε σημείο όπου συχνά η περιήγηση γίνεται σχεδόν μηχανικά.

Το αυτό ισχύει και για τις συγκρούσεις με τους εχθρούς. Κάθε ένας εξ αυτών εξοντώνεται με ένα μόνο χτύπημά μας, με χαρακτηριστικά εύκολο τρόπο. Άλλωστε το μόνο που απαιτείται είναι να στραφούμε προς το μέρος ενός εχθρού και με τον γάντζο να εκσφενδονιστούμε επάνω του. Υπάρχουν διάφοροι τύποι εχθρών, αλλά η συντριπτική πλειοψηφία τους εξοντώνεται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Επιπροσθέτως, τα πυρά τους είναι εντελώς τηλεγραφημένα και η αποφυγή τους χαρακτηριστικά εύκολη, με τις μάχες τελικά να καταλήγουν διεκπαιρεωτικές.

Μοναδική εξαίρεση αποτελούν τα boss fights, τα οποία είναι μεν λίγα, αλλά προσφέρουν προκλήσεις που είναι ευχάριστα απαιτητικές, απέναντι σε επιβλητικούς εχθρούς. Σε αυτά τα σημεία φαίνεται ακόμα περισσότερο η ένταση, η ταχύτητα και η συνεχής κινητικότητα που θα μπορούσε να υποστηρίξει το gameplay ώστε να δημιουργήσει εντυπωσιακά σκηνικά.

Από την άλλη πλευρά, η pixel art του τίτλου βρίσκεται σε πολύ καλά επίπεδα, απεικονίζοντας έναν όμορφα δυστοπικό κόσμο που έρχεται σε μία ωραία αντιπαραβολή με το ειδυλλιακό εξοχικό τοπίο στα διάφορα flashbacks, γεμάτο με ζωηρά χρώματα. Ιδιαίτερη προσοχή δόθηκε και στα animations των χαρακτήρων στα σημεία των διαλόγων και των cutscenes, προσδίδοντάς τους λεπτομερή εκφραστικότητα (μιλώντας πάντα για τα δεδομένα της pixel art), κάτι που βέβαια βοηθάει σημαντικά στην παρακολούθησή τους αλλά και στο μεγαλύτερο δέσιμο με τους χαρακτήρες.

Το Sanabi τελικά καταλήγει ως ένα αρκετά άνισο σύνολο. Η Wonder Potion αξίζει τα εύσημα για τη σύνθεση μίας τόσο ενδιαφέρουσας πλοκής, που είναι τόσο ιδιάζουσας σημασίας όσο σε πολύ λίγα παιχνίδια του είδους. Επιπλέον, το gameplay είναι εμφανώς δουλεμένο, ως προς τον βασικό μηχανισμό του γάντζου, αλλά θα επιθυμούσαμε να μην έδειχνε τόση ατολμία στο θέμα της πρόκλησης.

Εξυπακούεται ότι δεν ζητάμε από κάθε παιχνίδι να μας φέρνει στα άκρα, αλλά στην προκειμένη περίπτωση η κατάσταση θα λέγαμε ότι βρίσκεται στην αντίθετη πλευρά. Σε συνδυασμό με την αίσθηση της επανάληψης που διακατέχει το gameplay, το αίσθημα της κόπωσης είναι δύσκολο να αποφευχθεί μετά τα μέσα της περιπέτειας. Παρόλα αυτά, είναι πραγματικά σπάνιο -για παιχνίδι του είδους- το σενάριο να αποτελεί το δυνατό του σημείο, κάτι που από μόνο του ενδέχεται να κερδίσει το ενδιαφέρον όσων είναι διατεθειμένοι να κάνουν ορισμένες παραχωρήσεις στο κομμάτι του gameplay.

Το Sanabi κυκλοφορεί από τις 9/11/23 για PC και Switch. Το review μας βασίστηκε στην έκδοσή του για PC, με review code που λάβαμε από τη NeoWiz.

The post Sanabi | Review first appeared on GameOver.

The post Sanabi | Review appeared first on GameOver.

Keywords
Τυχαία Θέματα