The Falconeer – Review

“Ρε παιδιά, τα checkpoints ξεχάσαμε!!”

Αναρωτιόμαστε πώς θα νοιώθει ο δημιουργός του Falconeer στην ιδέα πως το παιχνίδι του είναι μία από τις ελάχιστες νέες κυκλοφορίες που ήρθαν μαζί με την έλευση των Series X/S. Από τη μία σίγουρα βοηθάει πολύ η προφανής προβολή, καθώς διαφορετικά ίσως χανόταν ανάμεσα στα πιο βαρύγδουπα ονόματα των ημερών αλλά και αυτά των διαφόρων indies. Από την άλλη, έχει το βάρος της παράλληλης διάθεσής του με μία νέα γενιά κονσολών, κάτι

που σημαίνει πως ο επίδοξος αγοραστής θα περιμένει να δει κάτι διαφορετικό, έστω και υποσυνείδητα.

Φυσικά είναι άδικο να το δει κανένας ως ένα παιχνίδι-βιτρίνα για τη νέα κονσόλα (κάτι σαν το Ryse: Son of Rome). Και είναι άδικο γιατί, παρά τα διάφορα δομικά και gameplay θέματα που έχει (με πλήρη απουσία όμως οποιουδήποτε τεχνικού προβλήματος), το Falconeer αξίζει τα εύσημα αν το κοιτάξει κανείς ως το πόνημα ενός και μόνο ατόμου και βέβαια δίχως να περιμένει ένα τεχνικό επίτευγμα. Η αξία του παιχνιδιού πραγματικά ανεβαίνει όταν αντιληφθεί κανείς ότι το σύνολο της ανάπτυξης (πλην του ηχητικού τομέα) το επιλήφθηκε αποκλειστικά ένας δημιουργός, ο Tomas Sala, σε βαθμό μάλιστα που δεν αναγράφεται κανένα στούντιο πίσω από την ανάπτυξη του τίτλου παρά μόνο το όνομά του.

Δεν γνωρίζουμε πολλές περιπτώσεις τρισδιάστατων παιχνιδιών που να έχουν δημιουργηθεί από ένα και μόνο άτομο και να δείχνουν ταυτόχρονα ως παραγωγές που δεν έχουν να ζηλέψουν κάτι από μεγαλύτερες ομάδες -με το μάλλον αδικημένο Ghost of a Tale να έρχεται αυθόρμητα στο μυαλό ως μία παρόμοια περίπτωση. Παρόλο όμως που το Falconeer είναι εντυπωσιακό από αυτήν τη σκοπιά, τελικά μπορεί να εκτιμηθεί κυρίως υπό αυτό το πρίσμα -σε αντίθεση με το Ghost of a Tale. Το μεράκι είναι έκδηλο σε διάφορες πτυχές του τίτλου, αλλά η αλήθεια είναι ότι ορισμένες σχεδιαστικές αδυναμίες ζημιώνουν συνολικά την εμπειρία.

Το Falconeer διαδραματίζεται στο Ursee, έναν φανταστικό κόσμο όπου το θαλάσσιο στοιχείο κυριαρχεί, με τον πολιτισμό να είναι διασκορπισμένος σε διάφορα νησάκια. Τα πλωτά μέσα αποτελούν τον βασικό τρόπο επικοινωνίας μεταξύ των πόλεων ενώ οι αιθέρες κατακλύζονται από γιγάντια ζέπελιν και μυθικά όντα, όπως δράκους, υπερμεγέθη έντομα και -φυσικά- γιγάντια γεράκια. Εμείς παίρνουμε το ρόλο ενός πιλότου γερακιού (falconeer γαρ) λαμβάνοντας ποικίλες αποστολές συνοδείας πλοίων, κατασκοπείας, εξολόθρευσης εχθρών κ.λπ. Η αλήθεια είναι βέβαια ότι στο σύνολό τους οι αποστολές πάντα καταλήγουν, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, σε μάχες μεταξύ εναέριων ή θαλάσσιων δυνάμεων.

Το Ursee μαστίζεται από διαρκείς διαμάχες και δολοπλοκίες μεταξύ του αυτοκρατορικού Imperium, της επιστημονικής ομάδας των Mancer, της κατασκοπική ομάδας του Οίκου Borgia, των ελεύθερων ανθρώπων του Dunkle και φυσικά των πειρατών, η βάση των οποίων είναι ένα καλά κρυμμένο μυστικό από τους υπόλοιπους. Κάθε κεφάλαιο από τα τέσσερα συνολικά θα μας μεταφέρει και σε μία από τις παραπάνω τέσσερις πρώτες ομάδες, δείχνοντας μας τον πόλεμο από διαφορετικές οπτικές γωνίες. Το σενάριο παρουσιάζει ένα σχετικό ενδιαφέρον, καθώς αποφεύγει να δικαιώσει πλήρως οποιαδήποτε από τις παραπάνω ομάδες. Κανείς δεν έχει το ρόλο του ξεκάθαρα καλού της υπόθεσης και συχνά πυκνά θα βρεθούμε να εκτελούμε πράξεις αμφιβόλου ηθικής, προς όφελος της ενδυνάμωσης της ομάδας μας.

Η εξιστόρηση της πλοκής γίνεται αποκλειστικά μέσα από κείμενα, με σχετικά καλές ομιλίες, η ανυπαρξία όμως της παραμικρής cutscene ζημιώνει αρκετά το χτίσιμο των χαρακτήρων ή την εικόνα που επικρατεί γενικότερα σε αυτόν τον μυθικό και άγνωστο κόσμο. Γενικά, δηλαδή, ενώ παρουσιάζει αρκετές πληροφορίες για τον λόγο που μάχονται οι διάφορες πλευρές μεταξύ τους, μην περιμένετε σε καμία περίπτωση να δεθείτε με οποιονδήποτε χαρακτήρα. Η κατάληξη επίσης έρχεται κάπως απότομα, κάτι ατυχές, καθώς οι τίτλοι τέλους πέφτουν έπειτα από κάποιες ενδιαφέρουσες αποκαλύψεις σχετικά με ορισμένα μυστήρια, αρχαία τεχνουργήματα.

Η ουσία του παιχνιδιού βέβαια βρίσκεται πρωτίστως στις αερομαχίες, και εδώ η δουλειά του Tomas Sala παρουσιάζει σκαμπανεβάσματα. Ο έλεγχος του γερακιού είναι αρκετά καλός, αφήνοντας μία ομαλή αίσθηση στην πτήση και καλή απόκριση στις εντολές μας. Δεν παρουσιάζει κάποια πολυπλοκότητα στον χειρισμό, κάτι που σημαίνει ότι από τα πρώτα λεπτά θα έχετε μάθει πλήρως όλους τους δυνατούς ελιγμούς που μπορείτε να πραγματοποιήσετε. Ο μοναδικός εξοπλισμός έρχεται στο ένα και μόνο πυροβόλο όπλο που μπορεί να κουβαλάει ο αναβάτης. Υπάρχει βέβαια η δυνατότητα να σηκώσετε νάρκες από τη θάλασσα ώστε να τις ρίξετε σε διάφορα εχθρικά πλοία, είναι όμως μία επιθετική τακτική με τόσο μεγάλο ρίσκο που δύσκολα θα σας πείσει αν την αξιοποιήσετε.

Ως εκ τούτου, το σύστημα μάχης παραμένει σε απλοϊκά μονοπάτια, κάτι που βέβαια συμβαδίζει με τη γενικότερη απλοϊκή φιλοσοφία που χαρακτηρίζει όλες τις πτυχές του παιχνιδιού. Εκεί που τα πράγματα δεν είναι απλά, είναι στο βαθμό δυσκολίας, ένας τομέας όπου ο δημιουργός δείχνει να χάνει τις ισορροπίες.

Αποτελεί μία από αυτές τις σπάνιες περιπτώσεις που θα λέγαμε ότι είναι προτιμότερο να ασχοληθεί κάποιος στο easy, καθώς στο normal η κατάσταση γίνεται συχνά αφόρητη. Ακόμα και αν επιλέξουμε ένα γεράκι με υψηλό βαθμό ενέργειας (εις βάρος της μεγαλύτερη ευελιξίας) και πάλι δεν είναι δύσκολο να μηδενιστεί η ενέργειά του απέναντι από 2-3 εχθρούς. Το πρόβλημα με τις ξαφνικές ήττες είναι διττό. Σε πρώτο βαθμό υπάρχουν αρκετές περιπτώσεις όπου φαντάζει θέμα τύχης εάν χάσουμε ή επιβιώσουμε. Όταν έχουμε απέναντι μας πολυάριθμους εχθρούς, δεν υπάρχουν πολλά πράγματα που μπορούμε να κάνουμε ώστε να αποφύγουμε τα πυρά όλων αυτών, επιχειρώντας ταυτόχρονα να τους εξοντώσουμε. Στην ίδια μάχη ενδέχεται να βγούμε σχεδόν αλώβητοι ή να πέσουμε μέσα σε 5-6 δευτερόλεπτα.

Ο εκνευρισμός από αυτή τη σχεδόν τυχαία εξέλιξη θα μπορούσε να μετριαστεί αν είχαν εισαχθεί checkpoints σε κάθε επιμέρους αποστολή. Αντί αυτών όμως, όποτε χάνουμε επιστρέφουμε στην αρχή της κάθε αποστολής, ακόμα και αν αυτή ενδέχεται να κρατήσει 20 λεπτά και να καταλήγει σε μία απαιτητική μάχη. Δεν βοηθάει καθόλου επίσης ότι πολλές από τις αποστολές περιέχουν διάφορα κομμάτια νηνεμίας, όπου απλά πρέπει να συνοδεύουμε κάποιο πλοίο για μερικά λεπτά, προτού βρεθούμε σε μία μάχη.

Όπως καταλαβαίνει κανείς, η χαλαρωτική πτήση πριν τη μάχη καταλήγει να αποτελεί τροφή για νεύρα. Από τη μία πλευρά, εάν χάσουμε, αυτά τα τμήματα αποδεικνύονται γολγοθάς, από την άλλη όταν πάμε για πρώτη φορά σε μία νέα αποστολή και βρεθούμε σε τέτοια εκτενή χαλαρωτικά κομμάτια, αντί να… χαλαρώσουμε πριν τη μάχη περισσότερο αγχωνόμαστε αντιλαμβανόμενοι ότι σε περίπτωση που χάσουμε τότε θα πρέπει να επαναλάβουμε όλο αυτό το τμήμα.

Επανερχόμαστε λοιπόν στην προτροπή να ασχοληθείτε στο easy, καθώς εκεί η arcade φύση της μάχης γίνεται σαφέστατα πιο ευχάριστη, καταφέρνοντας να δημιουργήσει τις συνθήκες για γρήγορη δράση, όσον κι αν δεν προσφέρει οτιδήποτε ρηξικέλευθο. Θα μπορούσε βέβαια κάποιος να αναλάβει δευτερεύουσες αποστολές προκειμένου να κάνει grinding ώστε να αποκτήσει καλύτερο εξοπλισμό και αναβαθμίσεις για το γεράκι του (αν το πούμε “πουλί” μάλλον θα παρεξηγηθεί…), αλλά αυτή η διαδικασία είναι ιδιαίτερα χρονοβόρα και οι επιπλέον αποστολές είναι πανομοιότυπες και απελπιστικά υπεραπλουστευμένες.

Εκεί όμως που φαίνεται κυρίως το μεράκι του δημιουργού είναι στην απεικόνιση και σχεδιασμό του Ursee. Η θερμή παλέτα χρωμάτων και οι απαλές γραμμές αποδίδουν ένα πολύ όμορφο οπτικό αποτέλεσμα, με πειστική θάλασσα και αρκετή φαντασία στην αρχιτεκτονική των διαφόρων οικισμών και μνημείων πάνω στα πολυάριθμα νησιά. Διάφορα επιβλητικά χτίσματα δίνουν πνοή στη μυθική υπόσταση του κόσμου ενώ οι έντονοι φωτισμοί προσδίδουν βαθμούς στην ομορφιά των τοπίων.

Σημαντική δουλειά έχει γίνει και στα διάφορα καιρικά εφέ, όπως της καταιγίδας και της ομίχλης, επιτρέποντας με τη σειρά τους να αναδείξουν την ελαφρώς επιτηδευμένη αλλά καλοδεχούμενη ομορφιά αυτού του αφιλόξενου κόσμου. Τα διάφορα όντα και πλεούμενα επίσης είναι σχεδιασμένα με φαντασία, με ορισμένες -αν και λιγοστές- επιβλητικές εκπλήξεις, ιδίως από τα βάθη της θάλασσας.

Όλα τα παραπάνω στοιχεία συνδυάζονται για να μεταφέρουν τελικά μία εμπειρία που δημιουργεί ενδιαφέρον κυρίως για όποιον γνωρίζει ότι το Falconeer αναπτύχθηκε από ένα και μόνο άτομο. Προσφέρει μεν μία αξιοπρόσεκτη εμπειρία αλλά η παραπάνω προϋπόθεση για να εκτιμηθεί σημαίνει ότι πρέπει να υπομείνετε την ανυπαρξία ισορροπίας στην πρόκληση αλλά και να αποδεχθείτε ότι η ομορφιά του κόσμου αντισταθμίζεται από υλικό που δεν κρύβει πολλές εκπλήξεις.

Το The Falconeer κυκλοφορεί από τις 10/11/20 για PC, Xbox One και Xbox Series. Το review βασίστηκε στην έκδοσή του για το Xbox Series X με κωδικό που λάβαμε από τη Microsoft Hellas.

The post The Falconeer – Review appeared first on GameOver.

Keywords
Τυχαία Θέματα