The Last Faith | Review

Ακόμα μία περίπτωση παιχνιδιού που επιθυμεί να αντλήσει περίσσεια έμπνευση από τα αριστουργήματα της From Software, ανεξάρτητα εάν αυτό είναι προς όφελός του ή όχι. Πρόσφατα βέβαια είδαμε δύο ανάλογες περιπτώσεις, με τα Lords of the Fallen και Lies of P (σαφέστατα παραγωγές άλλου επιπέδου σε σχέση με το The Last Faith), οι οποίες είχαν την ικανότητα να αξιοποιήσουν στοιχεία των Dark Souls, Bloodborne (με ολίγη από Sekiro)

με αρκετά σωστό τρόπο. Αντιθέτως, το The Last Faith μπορεί να έχει ελάχιστα στοιχεία σε gameplay επίπεδο που να παραπέμπουν αμιγώς στο Bloodborne, αλλά παράλληλα περιέχει πινελιές που με ζορισμένο τρόπο αποτελούν εμφανέστατα δάνεια από αυτό. Ήδη από τα πρώτα βήματα το σκηνικό της gothic πόλης, καθώς και διάφοροι εχθροί, δείχνουν έντονα την άντληση έμπνευσης από το Bloodborne.

Δεδομένου βέβαια ότι η δράση μεταφέρεται στις δύο διαστάσεις, αλλά και μέσω μίας αρκετά λεπτομερούς pixel art, σημαίνει ότι αυτό το σκηνικό προσφέρει μία ενδιαφέρουσα εναλλακτική της Yharnam. Εκεί που η βρετανική Kumi Souls Games φαίνεται πως δεν θα έπρεπε να ακολουθήσει από τόσο κοντά τον βασικό εμπνευστή της είναι στον τομέα της αφήγησης.

Βρισκόμαστε σε μία πόλη γεμάτη από ανθρωπόμορφα τέρατα και κατοίκους που συμπεριφέρονται σαν αιμοδιψή ζόμπι. Όλοι οι φίλιοι NPCs που βρίσκουμε προτιμούν να μιλάνε με μισόλογα και γρίφους, όσον αφορά τουλάχιστον στην κεντρική πλοκή και τον βασικό μας στόχο, κάτι που πολύ σύντομα κουράζει.

Το περιβάλλον όπου διαδραματίζεται το The Last Faith είναι αρκετά όμορφο μεν, αλλά όχι σε σημείο να πείσει κάποιον ότι αποτελεί έναν ακόμα “χαρακτήρα”. Πολύ περισσότερο, δεν καταφέρνει να λειτουργήσει σε σύμπνοια με τους NPCs, που επιθυμούν να δίνουν την εντύπωση βαθυστόχαστων ή μυστήριων προσωπικοτήτων, δίχως να το πετυχαίνουν. Αμφιβάλλουμε αν αυτή η αφηγηματική κατεύθυνση θα μπορέσει να πείσει οποιονδήποτε να εντρυφήσει στο lore, το οποίο έτσι κι αλλιώς, δεν έχει να προσφέρει κάτι ιδιαίτερο, μέσα από τα προβλέψιμα πειράματα με απαγορευμένες ουσίες, θρησκευτικές σέκτες που δεν είναι και τόσο ενάρετες κ.λπ.

Κάπου εδώ ίσως θα πρέπει να σημειώσουμε πως το παιχνίδι μοιράζεται αρκετό από το “DNA” του Blasphemous 2, όσον αφορά δηλαδή στην αποτύπωση ενός γκροτέσκου περιβάλλοντος σε συνδυασμό με θρησκευτική σημειολογία. Αλλά για να μην συνεχίζουμε τις μεταξύ τους συγκρίσεις, ας το αφήσουμε εδώ, λέγοντας ότι το Blasphemous 2 είναι σαφώς ένα πιο ολοκληρωμένο και ποιοτικότερα παιχνίδι, σε όλους τους τομείς ανεξαιρέτως.

Επιστρέφοντας στα του The Last Faith, η επιλογή της αρχικής κλάσης αντιληφθήκαμε αρκετά αργότερα ότι κρύβει παγίδες. Από τη μία πλευρά έχουμε τα βιώσιμα strength και dexterity builds (αν και το strength καταλήγει να είναι κατά πολύ πιο ισχυρό, ακόμα και αν λάβουμε το DPS υπόψη). Εντύπωση όμως προκαλεί η κλάση που επικεντρώνεται στα πυροβόλα όπλα, καθώς αυτά δεν είναι ιδιαίτερα δυνατά αλλά ούτε και υπάρχει περίπτωση να αποκτήσουν την έννοια του βασικού όπλου.

Γενικότερα η ύπαρξη των πυροβόλων όπλων φαίνεται να έγινε προκειμένου να υπάρχει ακόμα ένα κοινό σημείο με το Bloodborne, μόνο που εδώ η ενσωμάτωσή τους φαντάζει παράταιρη. Η ισχύς τους είναι αρκετά μικρή και δεν έχουν κανένα απολύτως status effect ή ιδιαιτερότητα (ούτε μπορούν να κάνουν parry). Ακόμα πιο σημαντική όμως είναι η αδυναμία να τα χρησιμοποιήσουμε επαρκώς σε ιπτάμενους εχθρούς, δεδομένου ότι δεν υπάρχει η δυνατότητα να σημαδέψουμε ελεύθερα παρά μόνο να πυροβολούμε στην ευθεία.

Το τελευταίο αποτελεί μία χαμένη ευκαιρία για τη χρηστικότητά τους καθώς συχνά συναντάμε ιπτάμενους εχθρούς, με μόνο τρόπο αντιμετώπισης το άλμα και την επίθεση στην ευθεία γραμμή (δεδομένου ότι ούτε με τα melee όπλα μπορούμε να βαρέσουμε προς τα πάνω). Το σύστημα μάχης γενικά δεν κρύβει οποιεσδήποτε εκπλήξεις και ακολουθεί την πεπατημένη, εντούτοις, θα πρέπει να αναφέρουμε ότι είναι αρκετά λειτουργικό και ευχάριστο μέσα από την απλότητά του.

Στο αμυντικό μας ρεπερτόριο έχουμε τη συνηθισμένη δυνατότητα για dodges, ενώ υπάρχει και η ικανότητα του parry, η οποία όμως είναι αρκετά δύσχρηστη και απαιτεί αυστηρό συγχρονισμό, με αποτέλεσμα να χρησιμοποιηθεί μία και μόνο φορά στο αντίστοιχο tutorial. Η ένταση των χτυπημάτων μεταφέρεται ωραία και η αλήθεια είναι ότι η Kumi Souls Game έκανε πολύ καλή δουλειά στην ποικιλία των τεράτων.

Από την αρχή έως το τέλος της δεκαπεντάωρης, περίπου, διάρκειας, συχνά πυκνά ερχόμασταν μπροστά από νέους τύπους εχθρών με αρκετά διαφορετικές ρουτίνες επιθέσεων. Ο σχεδιασμός των εχθρών επίσης είναι αρκετά καλός, φέρνοντάς μας μπροστά από διαφόρων μεγεθών τερατώδη όντα, με επιμελημένα animations.

Ο βαθμός δυσκολίας θα λέγαμε ότι είναι αρκετά βατός, παρουσιάζοντας όσο πρόκληση χρειάζεται ώστε να μας κρατάει σε εγρήγορση αλλά να μην οδηγεί ποτέ στον εκνευρισμό. Η αίσθηση της μάχης καταλήγει να είναι και το πιο δυνατό σημείο του The Last Faith, ξανατονίζοντας βέβαια ότι δεν φέρνει κάτι νέο στο είδος, ούτε κρύβοντας την οποιαδήποτε έκπληξη σε μαγείες και όπλα.

Τα boss fights με τη σειρά τους είναι καλοφτιαγμένα, ανεβάζοντας σημαντικά τον πήχη της δυσκολίας. Θα θέλαμε ωστόσο αυτές οι μάχες να ήταν λίγο πιο δίκαιες καθώς, ιδίως μετά τη μέση, η μπάρα ενέργειάς τους παραείναι μεγάλη, οδηγώντας σε μάχες αντοχής όπου το παιχνίδι απλά τιμωρεί πολύ περισσότερο απ’ ότι θα έπρεπε τα λάθη και προσπαθεί με αυτόν τον άκομψο τρόπο να αυξήσει το βαθμό δυσκολίας.

Ωστόσο, εκεί που το The Last Faith χρειαζόταν περισσότερη έμπνευση είναι στο platforming. Όντας metroidvania, είναι δεδομένο ότι θα πρέπει να περιμένετε τον εμπλουτισμό του χαρακτήρα με νέες κινήσεις και ικανότητες, οι οποίες θα προσφέρουν τη δυνατότητα για εκτενέστερη περιήγηση και πρόσβαση σε προηγουμένως απρόσιτες περιοχές. Οι νέες κινήσεις που αποκτούμε διακρίνονται από έλλειψη έμπνευσης, με το παιχνίδι να ακολουθεί πλήρως την πεπατημένη.

Μία από τις ελάχιστες κινήσεις που θα βρούμε είναι αυτή του εναέριου dash ενώ έκπληξη προκαλεί το γεγονός ότι το διπλό άλμα αποκτάται στις τελευταίες 2-3 ώρες. Τουτέστιν, μία άκρως απαραίτητη κίνηση για το platforming, που δηλώνει το παρόν, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, στη συντριπτική πλειοψηφία των δισδιάστατων platform, για κάποιο λόγο στην προκειμένη περίπτωση οι δημιουργοί θεώρησαν σωστό να την κρατήσουν ως την τελική κίνηση που αποκτά ο ήρωας.

Από το παραπάνω ίσως αντιλαμβάνεστε ότι και το ίδιο το platforming δεν θα γινόταν παρά να υστερεί, όταν ο χαρακτήρας παρουσιάζει ένα τόσο ελλιπές ρεπερτόριο κινήσεων για το συντριπτικά μεγαλύτερο τμήμα του παιχνιδιού. Φυσικά δεν αναφερόμαστε μόνο στο διπλό άλμα, αλλά γενικότερα στην ατολμία να ενσωματωθούν ειδικές κινήσεις για την περιήγηση. Το αποτέλεσμα είναι το platforming να είναι το πλέον τυπικό, με το The Last Faith τελικά να δίνει το μεγαλύτερο βάρος του στη μάχη.

Ο χάρτης του παιχνιδιού θα λέγαμε ότι έχει ένα χορταστικό μέγεθος, με αρκετά καλή ποικιλία από διαφορετικές περιοχές (αν και όλες χαρακτηρίζονται από μία μουντή παλέτα χρωμάτων). Ο τρόπος περιήγησης μπορεί να είπαμε ότι είναι ολίγον τι, άχρωμος, αλλά από την άλλη έχει γίνει καλή δουλειά στο level design.

Διάφορες υποπεριοχές ενώνονται μεταξύ τους με ωραίο τρόπο και υπάρχει μεγάλη ποικιλία μυστικών για να εντοπίσει κανείς, δίνοντας έτσι ουσία στο backtracking αλλά και σε όσους επιθυμούν να ανακαλύψουν κάθε κρυφή γωνιά και αντικείμενο. Τα checkpoints, που χρησιμοποιούνται και ως fast travels είναι μοιρασμένα ιδανικά, ώστε ούτε να χρειάζεται να επαναλαμβάνουμε μεγάλες διαδρομές όταν χάνουμε αλλά και διευκολύνοντας το fast travel χωρίς να αναιρείται η αίσθηση της εξερεύνησης.

Σε γενικές γραμμές η σύνθεση του περιβάλλοντος, σε εικαστικό και gameplay επίπεδο, βρίσκεται σε πολύ καλά επίπεδα, με το ελλιπές platforming να αποτελεί το αγκάθι που το κρατάει από το να προσφέρει κάτι πραγματικά αξιομνημόνευτο.

Το The Last Faith αποτελεί μία περίπτωση metroidvania που δείχνει να έχει αναπτυχθεί με τέτοιο τρόπο ώστε να τραβήξει άμεσα τα βλέμματα μέσα από τα trailers, δυστυχώς όμως δεν είναι σε θέση να διατηρήσει αυτήν την πρώτη εικόνα για το σύνολο της εμπειρίας. Η ατυχής προσκόλληση σε διάφορα στοιχεία του Bloodborne, ώστε λανθασμένα να δημιουργήσει την εντύπωση ενός Bloodborne σε δύο διαστάσεις και η μηδαμινή προσπάθεια της ομάδας ανάπτυξης στον τομέα του platforming, αλλά και η ατολμία στον εμπλουτισμό του συστήματος μάχης, κρατάνε τελικά πίσω την εμπειρία.

Οι φαν του είδους θα εκτιμήσουν το κομμάτι της εξερεύνησης και το δουλεμένο level design, αλλά δύσκολα θα αποφευχθεί και ένα αίσθημα απογοήτευσης έως το φινάλε.

Το The Last Faith κυκλοφορεί από τις 15/11/23 για PS5, PS4, PC, Switch, Xbox Series και Xbox One. Το review μας βασίστηκε στην έκδοσή του για PC, με review code που λάβαμε από την Kumi Souls Games.

The post The Last Faith | Review first appeared on GameOver.

The post The Last Faith | Review appeared first on GameOver.

Keywords
Τυχαία Θέματα