Το κατσίκι που μιλούσε από τον φούρνο και η δεδομένη, εφήμερη Ανάσταση

Πάσχα στον φούρνο, Κική Δημουλά

Βέλαζε το κατσίκι επίμονα βραχνά.

Άνοιξα το φούρνο με θυμό τι φωνάζεις είπα

σε ακούνε οι καλεσμένοι.

Ο φούρνος σου δεν καίει, βέλαξε

κάνε κάτι αλλιώς θα μείνει νηστική

χρονιάρα μέρα η ωμότητά σας.

Έβαλα μέσα το χέρι μου. Πράγματι.

Παγωμένο το μέτωπο τα πόδια

ο σβέρκος το χορτάρι η βοσκή τα κατσάβραχα

η σφαγή.

*

Το Πάσχα, όπως οι περισσότερες γιορτές,

έχουν κάποιους καταναγκασμούς. Όπως όταν ήμασταν παιδιά στο χωριό, που έπρεπε να φοράμε τα καλά μας στην εκκλησία και έπρεπε να καθόμαστε σαν στήλες άλατος. Αν έβγαινε κάποιος ήχος από το στόμα μας, ο ψάλτης ή οι κυρίες με τα μαύρα θα μας κοίταζαν άγρια και περιφρονητικά λες και προδώσαμε εμείς τον Ιησού.

Ήταν και το άλλο, που δεν έπρεπε να λούσουμε τα μαλλιά μας τη Μεγάλη Παρασκευή. Κάποια μακρινή θεία στην οικογένειά μου είχε παραβεί αυτόν τον κανόνα και είχε αρρωστήσει σοβαρά η μικρή της κόρη. Νομίζω πως ακόμη το σκέφτομαι καμιά φορά, αν λουστώ αυτήν τη μέρα. Λίγο φρικτό ακούγεται να λειτουργούσε έτσι ο Θεός της αγάπης. Τα «πρέπει» που προλάβαμε να ζήσουμε από την παραδοσιακή εποχή είχαν κάτι από τον φόβο των ανθρώπων που είχαν μια πολύ σκληρή ζωή.

Όμως, τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά τώρα. Τα «πρέπει» δεν αφορούν πια σχεδόν καθόλου στον Θεό, τουλάχιστον για έναν πολύ μεγάλο αριθμό ανθρώπων.

Το ποίημα της Κικής Δημουλά, όμως, δείχνει άλλου είδους εσωτερικές συγκρούσεις, που έχει ο σύγχρονος άνθρωπος, στη συγκεκριμένη περίπτωση μια γυναίκα. Βρίσκω αληθινά εξαιρετικό αυτόν τον σουρεαλιστικό διάλογο ανάμεσα στην οικοδέσποινα που ίσως έχει βαρεθεί τη ζωή της και ονειρεύεται να πάει στα κατσάβραχα και στο νεκροζώντανο κατσίκι που της το επισημαίνει.

Ένα άλλο ειλικρινές ποίημα για αυτή τη μεγάλη θρησκευτική γιορτή είναι το «Πάσχα» του Τίτου Πατρίκιου:

Χαιρέτισαν μὲ βάγια τὸν ἐρχομὸ τοῦ ἔρωτα.
Ἔπειτα οἱ ἴδιοι τὸν σταυρῶσαν
τὸν τρύπησαν μὲ τὴ λόγχη
τὸν πότισαν χολὴ καὶ ξίδι
τὸν ἐξομοίωσαν μὲ τοὺς ληστές.
Καὶ πάλι περιμέναν πὼς θ′ ἀναστηθεῖ γιὰ χάρη τους.

Είτε μιλάμε για τον Χριστό, είτε μιλάμε για τον έρωτα, είτε για οποιαδήποτε αξία, ο άνθρωπος χαρακτηρίζεται συχνά από ανικανότητά να δει το εσωτερικό του χάος και το χάος που προκαλεί στον εξωτερικό κόσμο, το πόσο διαφέρουν τα λόγια του από τις πράξεις του, το πόσο σκληρός μπορεί να γίνει. Ταυτόχρονα θεωρεί δεδομένο πως του αξίζει κάποιο λαμπερό θαύμα στο τέλος, που μαγικά θα φέρει τα πάντα σε ισορροπία. Ειλικρινά, όμως, δεν ξέρω αν θα πρέπει ως ανθρώπινο είδος να θεωρούμε τόσο δεδομένη την Ανάσταση…

Είναι και το ποίημα του Κώστα Βάρναλη για το Πάσχα, που μου φαίνεται έντιμα απελπισμένο. Λέγεται «Το Πέρασμά σου».

Ξεκινάει ως εξής:

Στη ζήση αυτή που τη μισούμε,

στη γης αυτή που μας μισεί

κι όσο να πιούμε δε σε σβηούμε,

  πόνε πικρέ και πόνε αψύ, 

που μας κρατάς και σε κρατούμε.

Και τελειώνει έτσι:

Αχ! τόσο λίγο να βαστάξει 

τούτ’ η γιορτή κι η Πασκαλιά!…

Έφυγες κι έχουμε ρημάξει 

ξανά και πάλι. Η Πασκαλιά

γιατ’ έτσι λίγο να βαστάξει!

Αυτό μου θυμίζει λίγο το τέλος των διακοπών. Φάγαμε, ήπιαμε, τα παντελόνια μας δεν κουμπώνουν. Πήραμε το Άγιο Φως για το καλό, ήπιαμε φρέντο εσπρέσο σε κάποια παραλία και τώρα δουλειά, σχολείο και η κατάθλιψη της ρουτίνας. Τι κρίμα που ήταν το Πάσχα για τόσο λίγο…

Και όλα αυτά εν καιρώ φρικτών πολέμων, καθημερινής βίας και αναμονής ευρωεκλογών και ταυτόχρονα με έναν τρόπο ζωής που μας κάνει συχνά να απεχθανόμαστε ο ένας τον άλλον.

Οπότε σε συνέχεια του ποιήματος της Δημουλά ταιριάζουν κάποιοι στίχοι του Τάσου Λειβαδίτη,αυτοί μπορούν να περιγράψουν τέλεια τις ημέρες μετά το Πάσχα.

Και το πρωί «καλημέρα» λες και «καλημέρα» σου λένεΚαι η σφαγή συνεχίζεται
Keywords
Τυχαία Θέματα
Ανάσταση,anastasi