ΜΙΑ OXI ΑΛΗΘΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ

Η παρακάτω ιστορία δεν είναι αληθινή.

Προς το παρόν.
Ο Γιάννης ήταν μηχανικός. Ανήκε σε αυτό που ονομάζουμε “μεσαία τάξη”. Πανέξυπνος, πολύ ικανός και πολύ εργατικός. Ακούραστος. Τα προηγούμενα χρόνια, κατάφερε να βγάλει αρκετά χρήματα, με τα οποία εκτός από το να αγοράζει πράγματα που δεν χρειαζόταν, έφτιαξε δικό του τριώροφο. Μετά το τριώροφο, αγόρασε εξοχικό. Ολα νόμιμα, με τη δουλειά. Πληρώνοντας φόρους και ΦΠΑ. Νοικοκύρης και πατέρας σωστός. Εστειλε τα παιδιά του σε ιδιωτικό. Τα έξοδα για τις σπουδές ήταν ήδη σε δικό τους

λογαριασμό. Είχε πετύχει.

Δε μάσαγε από κρίση και αναδουλειά. Ηταν πολύ καλός. “και δέκα δουλειές αν γίνονται στην Ελλάδα, εγώ θα κάνω τη μία” υπερηφανεύονταν καμιά φορά και δεν είχε και άδικο. Βέβαια, ήταν μόνιμα αγχωμένος και δούλευε από το πρωί μέχρι το βράδυ. Αλλά αυτό είναι το τίμημα της επιτυχίας. Και θα τα κατάφερνε. Ηταν ικανός, εργατικός και νοικοκύρης. Αν δεν τα κατάφερνε αυτός, ποιος θα τα κατάφερνε;

Σταμάτησε την ογκώδη μπε-εμ-βε του στο πάρκινγκ του σούπερ μάρκετ. Εβγαλε τη λίστα από την τσέπη του. “τυρί φέτα, τυρί έμενταλ, τυρί γκούντα, γραβιέρα Κρήτης”. άρχιζε η λίστα. “αυτό που αρέσει στην πριγκίπισσα.” συνέχιζε ο συντάκτης της λίστας με παιδικά γράμματα. Ο Γιάννης χαμογέλασε. “σαλάμι αέρος, ζαμπόν, μπριζόλα (από την καλή)” συνέχιζε η λίστα με γράμματα της συζύγου του. Η λίστα ήταν μεγάλη και ήταν αργά. Προλάβαινε – δεν προλάβαινε το κλείσιμο των 9. Είχαν ήδη σβήσει τον εξωτερικό φωτισμό.

Σκοτάδι….

ένα κερί.

Πίσω από το κερί, η βασανισμένη μορφή κοιτάζει τη φλόγα με τα μάτια κλειστά. Μια προσευχή. “η πείνα δεν αντέχεται Θεούλη μου”. “αντέχεται το κερί, αντέχεται το νερό, η πείνα όμως δεν αντέχεται”.

Ο Μιχάλης, ήταν σε απόγνωση. Τον καλό καιρό, δεν είχε χάσει μεροκάματο. Δούλευε στην οικοδομή. Δούλευε από μικρό παιδί και μέχρι τα σαράντα πέντε του δεν είχε μείνει ούτε μια μέρα από δουλειά. Και πάντοτε με ένσημο. Τίμιος και εργατικός, δούλευε από το πρωί ως το βράδυ, και μέχρι πριν από λίγο καιρό, τα κατάφερνε καλά. Είχε μαζέψει μερικά λεφτά, δεν χρωστούσε πουθενά, είχε πάρει με δάνειο και ένα διαμερισματάκι που κόντευε να ξοφλήσει και τα πράγματα φαινόταν ότι θα πήγαιναν καλά. Μέχρι που η οικοδομή κατέρρευσε. Και από εκεί που χτίζονταν παντού οικοδομές, τώρα πια ούτε τούβλο πάνω σε τούβλο δεν έμπαινε. Αφού είδε και απόειδε ότι δεν έχει δουλειά στην οικοδομή, ψάχτηκε αλλού. Προσπάθησε να βρει δουλειά σαν πωλητής. Μετά προσπάθησε να γίνει σερβιτόρος. Τώρα προσπαθούσε να βρει απλώς μια δουλειά. Οποιαδήποτε δουλειά. Ομως η κρίση είχε επεκταθεί. Τώρα πια δεν είχε αναδουλειά μόνο η οικοδομή. Τώρα πια, ήταν πάρα πολύ δύσκολο να βρεις δουλειά. Και τα φιρμάνια ερχόταν το ένα μετά το άλλο. Φόροι, χαράτσια, έκτακτες εισφορές.

Οσο είχε ελπίδα και λεφτά, πλήρωνε. Ηθελε να κρατήσει το διαμέρισμα. Δεν του έμεναν παρά λίγες χιλιάδες ευρώ για να γίνει δικό του. Το όνειρο μιας ζωής. Ομως κάποια στιγμή, τα χρήματα τελειώσανε. Και σταμάτησε να πληρώνει. Αναγκαστικά. Δεν μπο

Keywords
Τυχαία Θέματα