Πίσω στη μάνα μου

Το σίγουρο μηνιάτικο με αποχαιρέτησε, πακέτο με την ανεξαρτησία μου. Άφραγκος και μόνος, γύρισα στο πατρικό, όπου μαζί με τον παστίτσιο, σερβίρεται κακή τηλεόραση και ατέλειωτη γκρίνια. Άτιμη κρίση, τι άλλο θα με βάλεις να κάνω;

Από τον Νάσο Σιδέρη

Από όλες τις κατακτήσεις μου ως ενήλικας, δε θα παραχωρούσα ποτέ το προνόμιο να μένω μόνος μου. Δεν το μετάνιωσα ακόμη και το χειμώνα του 1998, όταν ζούσα σε μια γκαρσονιέρα πενήντα τετραγωνικών με πλαστικά έπιπλα και έτρωγα καθημερινά κονσέρβες, κινδυνεύοντας να πάθω σκορβούτο, έχοντας ως μοναδικό αντάλλαγμα τη δυνατότητα να μπαίνω στο

σπίτι χωρίς να έχω την υποχρέωση να μιλάω σε άνθρωπο. Ανεξαρτησία: το απόλυτο αγαθό. Όμως, με τα νέα οικονομικά δεδομένα, την κρίση και τις μειώσεις μισθών, αλλάξανε τα πράγματα. Το γεγονός ότι ο σπιτονοικοκύρης μου με έβγαλε από το σπίτι για να βάλει τη φρεσκοπαντρεμένη κόρη του με έφερε ακόμη πιο κοντά στο τρομακτικό ενδεχόμενο να επιστρέψω στο σπίτι της μητέρας μου. Όχι για πάντα, αλλά δοκιμαστικά, μία εβδομάδα, να δω αν θα το αντέξω ώστε να μείνω εκεί περισσότερο. Όταν της το ανακοίνωσα, η χαρά της ήταν κάτι παραπάνω από έκδηλη: Φτάνοντας στο σπίτι, με περίμενε φαγητό αρκετό για να θρέψει έναν ολόκληρο λόχο. Μουσακάς, φασολάδα, μπιφτέκια, και πίτες. Πολλές πίτες. Τυρόπιτα, σπανακόπιτα, γαλατόπιτα. Αχ, μάνα.

Πρώτη μέρα
Η πρώτη ώρα μαζί της πέρασε με ανάμεικτα συναισθήματα. Χαρά από τη δική της πλευρά, αμηχανία από τη δική μου. Λέμε τα νέα μας, δηλαδή τα δικά μου, μιας που τα νέα της ογδοντάχρονης μητέρας μου, που είναι ουσιαστικά περιορισμένη στο σπίτι, είναι τα νέα που λένε τα δελτία ειδήσεων, δηλαδή αυτά που ακούω και στη δουλειά μου, η οποία είναι στο δελτίο ειδήσεων. Η ώρα πάει δέκα παρά τέταρτο και ανοίγω την τηλεόραση για να δω το Μαρσέιγ – Ολυμπιακός. «Τι κάνεις;» μου λέει. «Τώρα έχει τούρκικο». «Τι τούρκικο;» «Σίριαλ. Τι τούρκικο; Καφέ;» μου λέει αφοπλιστικά. Κάνω την υποχώρηση, αλλά παίρνω τη δέσμευση ότι στο ημίωρο θα γυρίσω κανάλι. Στο μεταξύ παρατηρώ γύρω μου. Σε όλο το σπίτι υπάρχουν σεμεδάκια: πάνω από την τηλεόραση, κρύβοντας το ένα τρίτο της οθόνης, στα μπράτσα του καναπέ, πάνω στο καλοριφέρ, στο σκρίνιο, στα τραπεζάκια, στο έπιπλο- καθρέφτη της τουαλέτας. Το μοναδικό μέρος όπου δεν υπάρχει σεμεδάκι, είναι η λεκάνη της τουαλέτας. Ακόμη. Χωρίς Ίντερνετ, και χωρίς Νοvα, με παίρνει ο ύπνος στον καναπέ. Κατά τις τρεις το πρωί ακούω έναν περίεργο θόρυβο και ξυπνάω. Είναι το ροχαλητό της μάνας μου, δυο δωμάτια πιο πέρα. Σηκώνομαι και κλείνω τις πόρτες της κρεβατοκάμαρας και του σαλονιού, και εύχομαι στη συνέχεια ο ήχος απο το εξπρές του μεσονυκτίου να μη με ταλαιπωρήσει.

Δεύτερη μέρα
Γυρνάω κομμάτια από τη δουλειά και πέφτω πτώμα στον καναπέ. «Τι κατάσταση είναι αυτή;» μου λέει έξαλλη. «Ως πότε θα δουλεύεις μέχρι το βράδυ; Μήπως να παρατήσεις μία δουλειά απ’ όσες κάνεις; Μια δουλειά δε σου φτάνει;» με ρωτάει. Είμαι τόσο κουρασμένος, που δεν μπορώ να απαντήσω, αλλά αυτό δεν την πτοεί και συνεχίζει με ρυθμό πολυβόλου: «Ποια

Keywords
Τυχαία Θέματα