Η μέρα που γνώρισα την Κωσταντία!

12:00 24/4/2012 - Πηγή: Aixmi

Ένα πρωί του Αυγούστου, που λες, γνώρισα την Κωσταντία. Είχα κατεβεί στο λιμάνι κι ετοιμαζόμουν να μπω στο καράβι να φύγω. Ήταν λεπτούλα πολύ, μια σταλιά, έτσι να την έκανα, θα μπορούσα να τη χώσω μες στην τσάντα μου. Για λίγο περπάτησε δίπλα μου στην προκυμαία και μου έκανε συντροφιά, μα δεν άνοιγε το στόμα της, μιλιά δεν έλεγε.

Είπα να ξεκινήσω εγώ. Πες μου, λοιπόν, τα νέα σου Κωσταντία, της έκανα, και πριν προλάβω ν’ αποσώσω την κουβέντα μου, η γλώσσα της λύθηκε. Δέκα ώρες σχεδόν,

όσο κράτησε το ταξίδι, τόσο μίλησε, γλώσσα δεν έβαλε μέσα της η άτιμη, μα τα έλεγε τι ωραία, όμορφα πράγματα, πολύ όμορφα, όλη της την ιστορία μου είπε.

Άμα τέλειωσε τη διήγησή της, κάτι μ’ έπιασε, πώς να στο πω, μια συγκίνηση από μέσα μου, κι έριξα εκεί ένα δάκρυ που με καθάρισε από πάνω ως κάτω, δε με είδε βέβαια εκείνη, όχι. Στο τέλος μου είπε και δυο κουβέντες για τον πατέρα της, το Γιάννη.

Εκείνος, λέει, τη μεγάλωσε.

Κι εμένα τότε αυθόρμητα μου βγήκε και της είπα, έκανε σπουδαία δουλειά ο πατέρας σου Κωσταντία, κι άμα πιάσουμε στεριά, πρέπει να του το πω. Και στεριά πιάσαμε, μα του Γιάννη τίποτα δεν του είπα για τις ομορφιές της κόρης του, ξεχάστηκα. Πέρασε ο καιρός και δεν ξαναμιλήσαμε με την Κωσταντία, εγώ ξαναγύρισα στο νησί, κι ήρθε πάλι ο χρόνος να κάνω τούμπα το ταξίδι.

Το πρωί πριν μπω στο καράβι, πήγα και βρήκα τ’ αδέρφια της Κωσταντίας, το Βικέντιο, τον καπτα-Σίμο, τον Κωσταντή με τ’ όνομα και το Γιώργη. Της το είχα υποσχεθεί, βλέπεις, θα τους πάρω μαζί μου στο επόμενο ταξίδι, της είχα πει, να δουν κι αυτοί το μεγάλο το βαπόρι. Μα κατά βάθος, σ’ εμένα το’ χα υποσχεθεί, εγώ ήθελα να τους γνωρίσω.

Αυτοί οι μαντράχαλοι, όλοι μαζί, ήταν κομματάκι πιο εύσωμοι απ’ την Κωσταντία όσο να πεις, μα κουτσά στραβά, ο Βικέντιος κι ο Σίμος ζουληχτήκανε κάπως και χωρέσανε να κάτσουνε πλάι μου στο κατάστρωμα. Οι υπόλοιποι, από κάτω. Σ’ όλο το ταξίδι μιλιά δε βγάλανε, μα ούτε κι εγώ μίλησα, ήμουν εξαντλημένη. Άμα πιάσαμε κι αυτή τη φορά στεριά με το καλό, πήγα στο ξυλουργείο κατευθείαν κι άρχισα δουλειά.

Τρεις μέρες αργότερα, εκεί που σταμάτησα το μεσημέρι να ρουφήξω τη σούπα μου, έπιασα την εφημερίδα που’ χε αφήσει η Βιργινία στο τραπέζι κι άρχισα να τη διαβάζω. Και τι να δω, για τον πατέρα της Κωσταντίας γράφανε, για τις ελιές του που τις πήρε μισόνεκρες και τις ζωντάνεψε με το μεράκι και την αγάπη του! Για δες, είπα μέσα μου και χαμογέλασα, στην άλλη άκρη της θάλασσας είμαι και να ο Γιάννης στην εφημερίδα! Σημάδι είναι, σκέφτηκα, να του γράψω πρέπει, να του πω για την ομορφιά της Κωσταντίας του, για την ωραία απλότητά της, να του πω πως με συγκίνησε.

Κάθισα, λοιπόν, και του έγραψα, Γιάννη του είπα, ήθελα να σου πω για την κόρη σου, όμορφο παιδί μεγάλωσες, πλάσμα όμορφο ζωντάνεψες, τη γνώρισα την Κωσταντία σου μια μέρα στο λιμάνι και με συγκίνησε βαθιά, και σ’ αυτό το ταξίδι πήρα τους γιους σου να έχω συντροφιά, να τους γνωρίσω κι αυτούς.

Αργότερα το βράδυ που γύρισα σπίτι, βρήκα ένα σημείωμα στην πόρτα μου, απ’

Keywords
Τυχαία Θέματα