Μοιραία φλου, εκτός οπτικού πεδίου

12:16 23/12/2012 - Πηγή: Aixmi

Γάβγιζε, ούρλιαζε, το βρωμόσκυλο, πριν να φέξει και είχε αναστατώσει όλη την γειτονιά. Πέταξα το ανατομικό μαξιλαράκι με νεύρο από το κρεβάτι και σηκώθηκα, το τι κλωτσά θα του ‘ριχνα, δεν λέγεται. Μωρέ τι λέω, νέφτι στον κώλο του χρειάζεται.

Μα, δεν το είχα δει στους τριγύρω δρόμους. Θα θυμόμουν την απαίσια φωνή του, καμιά μελωδία, τίποτε το τρυφερό δεν έβγαζαν οι άναρθρες κραυγές του.

Μα τι να ψάχνει μέσα στη νύχτα, όλα δικά τους τα θέλουν αυτά τα αδέσποτα. Αγουροξυπνημένος, άναψα ένα ασθενικό φωτάκι, ψήνοντας έναν ελληνικό, συνέχισα να αναρωτιέμαι, τίποτε δεν προσφέρουν, παλιά

κυνηγούσαν, είχαν μια δουλειά, έναν κάποιο ρόλο, τώρα τίποτε, συντροφιά για ηλικιωμένους και μοναχικούς ή ένα σύντομο παιγνιδάκι για παιδιά, μόλις το βαρεθούν με μια κλωτσά το πετούν στο δρόμο.

Το Χριστουγεννιάτικο γάβγισμα συνέχισε, τώρα τέντωσα τα αυτιά μου, είχα ξυπνήσει πια, ακουγόταν φοβισμένο, τρομαγμένο.

Ένα ζώο σε κίνδυνο. Μα ποιος νοιάζεται για ένα ζώο που αυθαδιάζει μέσα σε χρόνους κοινής ησυχίας.

Η πόλη κρύβει το ανήμπορο πρόσωπό της, κρύβεται από τον εαυτό, οι φωνές μπορεί, πρόσκαιρα, να ενοχλούν, μα ξεχνιούνται γρήγορα, οι διαγραφές, ήχων και εικόνων, είναι εύκολες αν πρόκειται για την ισορροπία μας.

Ντύθηκα βιαστικά και βγήκα, θα πήγαινα να δω τι γίνεται, γιατί κανείς δεν δίνει σημασία. Μα ο καθένας από όλους εμάς απαρτίζει την αδιάφορη ομάδα μας.

Το σκυλί ήταν κλεισμένο, κατά λάθος, στην πυλωτή μιας παραδιπλανής πολυκατοικίας. Ένα μικρόσωμο ζώο, σαν πολύχρωμη κουρελού, έκλαιγε ψάχνοντας διέξοδο. Βγαίνοντας με κοίταξε, υπέθεσα με ευγνωμοσύνη, έκανα και εγώ την καλή γιορτινή, πράξη μου.

Το βλέμμα του έμοιαζε με τις κοινωνικές ομάδες του περιθωρίου, αυτές που τα τελευταία χρόνια αναγνωρίζουμε, κυρίως λόγω της δαιμονικής κρίσης, φοβόμαστε μήπως συναντήσουμε πεταμένο τον εαυτό μας.

Τα αδέσποτα ζώα, οι ξένοι μετανάστες, οι ναρκομανείς, οι ντόπιοι νεόπτωχοι, όλα φοβισμένα, προσπαθούν να επιζήσουν μόνο γιατί ένα ένστικτο αυτοσυντήρησης παλεύει από μέσα.

Όλα έχουν ένα κοινό λόγο να κρύβονται, να κουρνιάζουν στη νύχτα, η ντροπή από την έλλειψη ρόλου, θέσης στον σχεδόν τακτοποιημένο, κόσμο μας.

Η χαμηλή συναισθηματική νοημοσύνη δεν βοηθά να φορέσουμε τα παπούτσια του διπλανού, να αντιληφθούμε τι πραγματικά συμβαίνει, ακόμη αν δεν μπορούμε ή δεν θέλουμε να βοηθήσουμε ή να προστρέξουμε, τουλάχιστον να αποδεκτούμε την κοινή συμβίωση.

Έτσι είναι η φορτωμένη πόλη των σκιών, μια κοινωνία διαβαθμίσεων που συναντάς, τρακάρεις, μοναχά με αυτά που θέλεις να πιάσουν οι αισθήσεις, μα τώρα που αλλάζει το σκηνικό, αλλάζουν οι πρωταγωνιστές, οι χαρακτήρες της παράστασης κλονίζονται, ψάχνοντας τον πρότερο, τον αρχικό τους ρόλο.

Ένα πιάτο αποφάγια, ίσως ρίξω και εγώ, στα αδέσποτα και σε ένα άγνωστο, κόκκινο φανάρι, να δώσω λιγοστά από τα ευρώ μου.

Μα, οι πράξεις εξιλέωσης δεν αθωώνουν τον φταίχτη για τα επαναλαμβανόμενα σφάλματά του και οι μηχανισμοί άμυνας του εγώ, ξεκληρίζουν την ομάδα.

Η φιλανθρωπία είναι καλή, μόνο που μυρίζει ανθρώπινο κρέας όταν γίνεται μέσα από αόριστους φόβους ή φωτίζεται με λαμπερά γιορτινά φωτάκια.

Τα σκουπίδια βουνά στήνουν περίεργους όγκους σκιών, μέσα σε αυτές οι αποτελειωμένοι χαρακτήρες μιας πόλης που σιγοκαίγεται για ελπίδα.

Στο χάραγμα, εκεί που γίνεται αισιόδοξη ακόμη και η θάλασσα, δυο άγνωστοι, o Παναγιώτης και η Κατερίνα, κατεβαίνουν στο λιμάνι.

Πενήντα χρόνια μαζί, είναι το ζευγαράκι, που δεν στέκεται ούτε ένα μάτι επάνω του, βαρετοί, βρώμικοι συνταξιούχοι, φαίνεται σαν να γιορτάσουν, κάθε μέρα τα ίδια, την πρωτοχρονιά του ‘70.

Απογόνους δεν αφήνουν πίσω, ο πρώην κηπουρός του δήμου Πειραιά και η γυναίκα του, είναι οι ήρωες, παιδικού βιβλίου.

Είναι εκείνες οι σκιές που μετουσιώνουν την αγάπη τους σε πραγματική βοήθεια για τα πεταμένα ζώα, δίχως ανταλλάγματα από Θεούς ή ανθρώπους.

Φαίνεται κάπως έτσι απλώνονται τα χέρια για βοήθεια, σιωπηλά και αθόρυβα.

Keywords
Τυχαία Θέματα